Σε γαληνεμένους ουρανούς
Επιθεωρώ τα φτερά μου
Μοιάζω σαν της χειρομαντείας το πέπλο
Ριγμένο στο οπάλιο γαλάζιο των χειλιών σου
Ευήκοος οπαδός στης στέρνας το αρχηγείο
Μετέρχεμαι στα σταθερά ύδατα της ενοχής
Επικάθεται στο πλευρό μου απαλά
Το ατσάλινο σύρμα της ομίχλης
Ενοχοποιώντας το σκοτάδι της ώριμης πεταλίδας
Ατλάζι αιχμηρό δένει τις αποστάσεις
Ανάμεσα στις λέξεις που ιδρώνουν
Κρύο αβοκάντο και πιπερόριζα
Σε φώναξα με τα ονόματα του Βόρειου Σέλαος
Και με της καμέλιας το δίπτυχο σεντόνι
Κανείς δεν εκπυρσοκρότησε το λευκό ήμαρ
Της παρατεταμένης εκδούλευσης σου
Παιδιά με ξενυχτισμένες βλεφαρίδες
Κρατούσαν στα χέρια διαβήτες και αιχμηρούς κανόνες
Παρακολουθούσες με μάτια σκιερά
Τον αδούλωτο έρωτα των νεαρών δρομέων
Αφουγκραζόσουν τις αλπικές νύμφες
Στο γκρίζο μετάξι του λυγερού Ταΰγετου
Έπαιρνες τον δρόμο του γυρισμού
Περπατούσες με πόδια γυμνά
Στο προσήλιο μονοπάτι της μαύρης ράχης
Έδενες ένα δεμάτι στάχυα
Στο κόσμο της αναφορικής λαγόνας
Μοναχός ακροβολιστής της ερήμου
Χανόσουν ξανά στα νεφοσκεπή ακρογιάλια
Εκπαίδευες τους ανύποπτους γλάρους
Πάνω στους αναμμένους δίαυλους της μυλόπετρας
Έβγαζες ήχους παράταιρους όλο αιδώ και λάμψη
Και φώτιζες την μικρή πλάνη της ασπαίρουσας ηλακάτης
Πριονίζοντας τις φεγγερές στιγμές της θρυαλλίδας
Μπέρδευες το χρωματιστό νήμα της ουράνιας πολιτείας
Και για μια φορά μόνο σιγούσες μπροστά στο κανάλι
Της απαγορευμένης αλήθειας
Ησυχαστής και μετεωριστής της επίπεδης αγκάλης
Έζωνες στα χέρια σου το άρμα της άγλυκης ανίας
Σαν μικρός Θεός έμπαινες στη μάχη των Τιτάνων
Σκορπώντας ασημένια δαφνόφυλλα στης Πυθίας το τέμπλο
Σκούπιζες το δάκρυ μπροστά στο καθρέφτη
Της εξαγιασμένης λήθης γυμνός ατραπός της αντανάκλασης
Μετανοούσες προσπέφτοντας στο αλγεινό μαρτύριο των επωδών
Μιλούσες μια γλώσσα ακατάληπτη στο βωμό του αστερία
Λέξεις ποιητικής αδείας από τα κρυμμένα άσματα του πένθους
Που ακούραστα μελετούσες τις νύχτες των χορωδών αμπελουργών
Διάβαζες τα μελλούμενα στην αυστηρή ωμοπλάτη της φύσης
Σαν πράσινος γυμνός ακροβάτης στην παλέτα της πλατείας
Κυκλοφορούσες μικρές συλλογές ποιημάτων
Μέσα στους δικαστικούς χιτώνες της αποκάλυψης
Νερά και βρύα κρύβανε την όψη των αστερισμών
Μαλάκωναν την άτεγκτη σύνδεση των αρματοφορέων
Στον μαγικό κόσμο της άλογης λαγνείας
Μια επίθεση στο άσπιλο κρατίδιο του έρωτα
Απέβαινε κρυφά στους εαρινούς αναστεναγμούς των οργασμών
Θέα ακριβή της ανθισμένης γαζίας στο ερημοκλήσι του μακρινού κάβου
Άνοιγες τα κρυφά ευαγγέλια των πόθων
Και απήγγειλες την ουσία των μυστικών προσευχών
Στο κήπο με τις λιλιπούτειες ορχιδέες
Ιερουργός και ναύκληρος της μοναξιάς
Αποσιωπούσες τον μέγα όρκο των στιγμών
Στον ανοιχτό πόντο με τους ιεροκήρυκες της στάχτης
Πονούσε το σώμα του παρθενικού αίματος
Και στράγγιζε την οργή της έκλυτης πεταλούδας
Πάνω στο μεσοφόρι της ανίκητης Άνοιξης
Αργοπορούσες μπροστά στη χώρα των οφθαλμών
Και έπαιρνες την τελευταία αμαξοστοιχία της αγάπης
Με προορισμό άγνωστο χαώδη στο βάλτο της Αφαίας
Χωρίς ποτέ να απαριθμείς τα λάθη των κεραυνών
Και των σεπτών αδερφών τα πλατύγυρα καπέλα
Μόνος και άμεμπτος μπροστά στη καντηλήθρα
Της απρόσμενης λατρευτικής χρείας
Πρόδιδες την απομακρυσμένη ματιά της μνημοσύνης
Δίπλα στον άνισο αγώνα της πέτρινης γύμνιας
Που πάντα ακούσια κυοφορεί της αορτής το στερνό ταξίδι
Σε γαληνεμένους ουρανούς
Μοιάζω σαν της χειρομαντείας το πέπλο
Ριγμένο στο οπάλιο γαλάζιο των χειλιών σου
Ευήκοος οπαδός στης στέρνας το αρχηγείο
Μετέρχεμαι στα σταθερά ύδατα της ενοχής
Επικάθεται στο πλευρό μου απαλά
Το ατσάλινο σύρμα της ομίχλης
Ενοχοποιώντας το σκοτάδι της ώριμης πεταλίδας
Ατλάζι αιχμηρό δένει τις αποστάσεις
Ανάμεσα στις λέξεις που ιδρώνουν
Κρύο αβοκάντο και πιπερόριζα
Σε φώναξα με τα ονόματα του Βόρειου Σέλαος
Και με της καμέλιας το δίπτυχο σεντόνι
Κανείς δεν εκπυρσοκρότησε το λευκό ήμαρ
Της παρατεταμένης εκδούλευσης σου
Παιδιά με ξενυχτισμένες βλεφαρίδες
Κρατούσαν στα χέρια διαβήτες και αιχμηρούς κανόνες
Παρακολουθούσες με μάτια σκιερά
Τον αδούλωτο έρωτα των νεαρών δρομέων
Αφουγκραζόσουν τις αλπικές νύμφες
Στο γκρίζο μετάξι του λυγερού Ταΰγετου
Έπαιρνες τον δρόμο του γυρισμού
Περπατούσες με πόδια γυμνά
Στο προσήλιο μονοπάτι της μαύρης ράχης
Έδενες ένα δεμάτι στάχυα
Στο κόσμο της αναφορικής λαγόνας
Μοναχός ακροβολιστής της ερήμου
Χανόσουν ξανά στα νεφοσκεπή ακρογιάλια
Εκπαίδευες τους ανύποπτους γλάρους
Πάνω στους αναμμένους δίαυλους της μυλόπετρας
Έβγαζες ήχους παράταιρους όλο αιδώ και λάμψη
Και φώτιζες την μικρή πλάνη της ασπαίρουσας ηλακάτης
Πριονίζοντας τις φεγγερές στιγμές της θρυαλλίδας
Μπέρδευες το χρωματιστό νήμα της ουράνιας πολιτείας
Και για μια φορά μόνο σιγούσες μπροστά στο κανάλι
Της απαγορευμένης αλήθειας
Ησυχαστής και μετεωριστής της επίπεδης αγκάλης
Έζωνες στα χέρια σου το άρμα της άγλυκης ανίας
Σαν μικρός Θεός έμπαινες στη μάχη των Τιτάνων
Σκορπώντας ασημένια δαφνόφυλλα στης Πυθίας το τέμπλο
Σκούπιζες το δάκρυ μπροστά στο καθρέφτη
Της εξαγιασμένης λήθης γυμνός ατραπός της αντανάκλασης
Μετανοούσες προσπέφτοντας στο αλγεινό μαρτύριο των επωδών
Μιλούσες μια γλώσσα ακατάληπτη στο βωμό του αστερία
Λέξεις ποιητικής αδείας από τα κρυμμένα άσματα του πένθους
Που ακούραστα μελετούσες τις νύχτες των χορωδών αμπελουργών
Διάβαζες τα μελλούμενα στην αυστηρή ωμοπλάτη της φύσης
Σαν πράσινος γυμνός ακροβάτης στην παλέτα της πλατείας
Κυκλοφορούσες μικρές συλλογές ποιημάτων
Μέσα στους δικαστικούς χιτώνες της αποκάλυψης
Νερά και βρύα κρύβανε την όψη των αστερισμών
Μαλάκωναν την άτεγκτη σύνδεση των αρματοφορέων
Στον μαγικό κόσμο της άλογης λαγνείας
Μια επίθεση στο άσπιλο κρατίδιο του έρωτα
Απέβαινε κρυφά στους εαρινούς αναστεναγμούς των οργασμών
Θέα ακριβή της ανθισμένης γαζίας στο ερημοκλήσι του μακρινού κάβου
Άνοιγες τα κρυφά ευαγγέλια των πόθων
Και απήγγειλες την ουσία των μυστικών προσευχών
Στο κήπο με τις λιλιπούτειες ορχιδέες
Ιερουργός και ναύκληρος της μοναξιάς
Αποσιωπούσες τον μέγα όρκο των στιγμών
Στον ανοιχτό πόντο με τους ιεροκήρυκες της στάχτης
Πονούσε το σώμα του παρθενικού αίματος
Και στράγγιζε την οργή της έκλυτης πεταλούδας
Πάνω στο μεσοφόρι της ανίκητης Άνοιξης
Αργοπορούσες μπροστά στη χώρα των οφθαλμών
Και έπαιρνες την τελευταία αμαξοστοιχία της αγάπης
Με προορισμό άγνωστο χαώδη στο βάλτο της Αφαίας
Χωρίς ποτέ να απαριθμείς τα λάθη των κεραυνών
Και των σεπτών αδερφών τα πλατύγυρα καπέλα
Μόνος και άμεμπτος μπροστά στη καντηλήθρα
Της απρόσμενης λατρευτικής χρείας
Πρόδιδες την απομακρυσμένη ματιά της μνημοσύνης
Δίπλα στον άνισο αγώνα της πέτρινης γύμνιας
Που πάντα ακούσια κυοφορεί της αορτής το στερνό ταξίδι
Σε γαληνεμένους ουρανούς
Επιθεωρώ τα φτερά μου
Μοιάζω σαν της χειρομαντείας το πέπλο
Ριγμένο στο οπάλιο γαλάζιο των χειλιών σου