Σάββατο 31 Αυγούστου 2024

Ταξίδι στο άγνωρο

Πατρονάρισα τη θάλασσα
και στη φόρεσα γαλάζιος
να βγαίνεις στη γη
και να κινείς τις αλυσίδες
της ματαιοδοξίας.
Το υγρό στοιχείο σου
με κατακτάει, εισχωρεί
στις φλέβες μου,
μπαίνει σαν ουρλιαχτό λύκου
στα αυτιά μου,
επιστρέφει το φως
που έχασα στις κόρες
των ματιών μου,
χαϊδεύει τους λαγόνες μου
και στον έρωτα με ρίχνει
αθώο θύμα στην αρένα
με τα πριονωτά μαστίγια.

Δες με ομόρφυνα:
Πινέλα ψάξε να βρεις
να μην χαθώ στην ανωνυμία.
Λεξικά άνοιξε για να διαλέξεις
τις λέξεις που δεν φοβούνται
την πυρά, θούριους για
να φτιάξεις.
Μεταμορφώσου σε πουλί
ωδικό για να με τραγουδούν
οι άστεγοι κάτω από τις
γέφυρες.
Και κυρίως γίνε μαχητής που
θα με βγάλει ξανά στον κόσμο
να συνομιλώ με τα αγάλματα
όταν τα περιλούζει
η αυγουστιάτικη βροχή.

Στις μεγάλες εκτάσεις τώρα
κατοικείς και στους ωκεανούς
ξαπλώνεις και κοιμάσαι
ύπνο παιδιού ατάραχο.
Ανάμεσα στα καράβια
που διαφεντεύεις ένα είναι
το δικό μου.
Αρμένισε το στεριά να βρει
ή έστω μία ξέρα να πριονίσει
καλά τις γωνίες του και
καλόπνοο να συνεχίσει
το ταξίδι του στα ρόδινα
περιγιάλια των αιωνόβιων
ασκητών.

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2024

Η κρυφή συνάντηση

Κρυμμένος πίσω από τη
σκοτεινή πλευρά του
φεγγαριού με βλέπεις
καθώς πετάς σβουνιές
στα άστρα για να ανθίσουν
και πάλι στους ουράνιους
κήπους τα λευκά αστρολούλουδα.
Την κίνηση των χεριών
σου παρακολουθώ και
σε θωρώ καθαρά να φοράς
εκείνο το καρώ κουστούμι
με τα μπλε και τα πράσινα
τετραγωνάκια.
Είσαι ωραίος σαν την ποτιστική
βροχή του Αυγούστου
που πέφτει στα αγροτεμάχια
της μνήμης.
Είσαι γαλήνιος σαν τον φλοίσβο
που γλείφει τις ακτές της λησμονιάς.

Θηλιές ρίχνω στον αέρα
και σου πλέκω δυο ζευγάρια
κάλτσες να φοράς, γυμνό
να μην σε βρίσκουν
οι πρωινές βροχοσταγόνες.
Απορώ πως βρίσκεις χρόνο
να έρχεσαι κάθε βράδυ
εκεί στην κρύπτη
του φεγγαριού και με αγωνία
μεγάλη να με προσμένεις.

Πολλά τα εκτάρια που
καλλιεργείς παθιασμένος.
Αμέτρητα τα λουλούδια
που ποτίζεις με το δάκρυ
των αφηνιασμένων εφήβων.
Πάμπολλα τα πεθαμένα ελάφια
που καλείσαι να βάλεις
στη σειρά για να εκστρατεύσεις
στο όνειρο.

Σε θαυμάζουν οι αθώες ψυχές
κι αγάλλονται καθώς
κρατάς σφιχτά τις ουρές
των άστρων και πηδάς
από βραγιά σε βραγιά
για να επιτελέσεις
το καθήκον σου.
Σε ονοματίζω κηπουρό
του ουρανού και εραστή
του κάλλους.
Κρυφογελάς και με ορίζεις
συμπαίκτη σου στα αέναα
παιχνιδίσματα της Άνοιξης
πάνω στα ματωμένα κεφάλια
των περιστεριών που άφησες
πίσω.

Το γράμμα μου θαρρώ
πως δεν θα φτάσει
ποτέ σε εσένα.

Κυριακή 11 Αυγούστου 2024

Ολιγόλεκτα

Αφοσιώθηκα σε σένα. 
Την παρτιτούρα των
παλμών σου πλησίασα
και τραγούδια χίλια
σου έγραψα, να έχεις
να ακούς εκεί στα ψηλά
ακρόπρωρα  του ήλιου
που ζεις μοναχικός
περιπατητής της στεφάνης του. 

*
Λύγισα από το φως σου
σαν στάρι γινωμένο στου
Ιούλη το περιβόλι. 
Κύρτωσε η πλάτη μου 
και στη γη ακουμπά. 
Στο χώμα γέρνω και φυτρώνω. 
Καρπίζω υδροχαρή φιλιά
από αυτά τα παράξενα που
οι κλόουν μοιράζουν 
τις Κυριακές στα παιδιά. 

*
Μυστήριο σε τυλίγει. 
Από παιδικά παραμύθια
βγαίνεις και πάντα το
μάγο με τη σπασμένη
ταρταρούγα υποδύεσαι. 
Σου χτενίζω τα μαλλιά
κι εσύ μου προσφέρεις
ένα κανίστρι με
μήλα για να ξυπνώ
και να σε βλέπω.

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2024

Η μεταμόρφωση

Όταν σε γνώρισα
φορούσες ένα χακί
κοστούμι φτιαγμένο
από ατόφιο λεπτό
μετάξι. 
Σου πήγαινε πολύ
κι αναδείκνυε τις χάρες
του σώματός σου. 
Σε καμάρωνα καθώς
τίναζες το χέρι σου
για να ανακατέψεις 
τον καφέ σου. 
Την ώρα που αγαπηθήκαμε
τόλμησα να ανοίξω μόνο
το πρώτο κουμπί. 
Δεν το έβγαλες. 
Κολλημένο πάνω σου έμεινε.
Κυλούσε ο ιδρώτας και 
το μούσκευε.
Δεν σε ενοχλούσε. 
Ασπίδα το μετάξι 
σε προστάτευε από
τη χαμέρπεια της ζωής. 

Το άφησες πάνω σου για καιρό
άπλυτο, μουσκεμένο, ασιδέρωτο
Όταν κάποτε μου ζήτησες
να στο πλύνω και να στο
σιδερώσω φοβήθηκα πολύ
όταν γυμνό σε αντίκρισα. 
Με άγγελο έμοιαζες 
και με αερικό έτοιμο 
να πετάξει γι αλλού. 
Κι αν σε έχανα;
Το έπλυνα στις γρήγορες
στροφές και στο σιδέρωσα
στον ατμό, χρόνο μη χάσω
και μου ξεφύγεις. 
Πρόσεξα ιδιαίτερα την
τσάκιση του παντελονιού
και το γιακά του σακακιού. 
Ήρθες κοντά μου. 
Ήσουν δικός μου τώρα:
Ένας άνθρωπος της 
διπλανής πόρτας που
μου έπρεπε.
Αυτός που χρόνια
προσέχω μη και μου φύγει. 

Διάπλους

Αφιερωμένο

Αρμένισα στο σώμα σου
και το κατοίκησα. 
Λειχήνες και ασφοδέλους
βρήκα να φυτρώνουν 
στις αμυχές του λαιμού σου. 
Τίποτα δεν άλλαξα. 
Καθόλου δεν φοβήθηκα. 
Τους χάρτες έκαψα και
σε ανακατάλαβα ρίχνοντας
λάβες πελώριες στη γη σου. 
Σταθερά σε περπατάω
με βήμα στέρεο
και το θρόνο μου στήνω 
στο ευρύχωρο σου στέρνο. 

Τώρα καθηλωμένη ακούω
των παλμών σου το έντρομο
ξυπνητήρι που πάντα στις
δώδεκα τα μεσάνυχτα σταματά
για λίγο ανάσες για να πάρει. 
Ζω για δευτερόλεπτα
στη σιωπή κι ύστερα
στον παφλασμό του αίματος
σου κατέρχομαι και τα
πετράδια της σκέψης σου
κουρσεύω. 
Εδώ οι κοιλάδες σου. 
Εδώ τα βουνά σου. 
Εδώ η ακύμαντη θάλασσα
της κοιλιάς σου
που με ελκύει σαν μαγνήτης. 

Το βαρκάκι μου αφήνω
στις στεριές σου 
και ύστερα με
φτερά αρπακτικού 
σε ανακαταλαμβάνω. 
Νύχια γαμψά έχω και
συρράπτω το σκισμένο
του πόθου σου ένδυμα. 
Όμορφος γίνεσαι μέσα
στην κραταιά χημεία
του έρωτα. 
(Μείγμα καυστικό και το πίνω) 
Σου μοιάζω και μου μοιάζεις
και χαλικάκια πετώ 
στις στεριές σου, εύκολα
να σε βρίσκω όταν μες στη
νύχτα τον διάπλου μου ξεκινώ
προς τα εσένα
ξεκολλώντας ίνες
απ' της μοναξιάς το άνυδρο
κουκούλι. 

Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Εμβόλιμον

Αφότου έφυγες
και χρυσόσκονη έγινες
μέσα στη μικρή μου
χούφτα χωράς. 
Σε σκορπίσω στο λευκό
μου φόρεμα και κεντίδια 
από άστρα προβάλλουν
στον χαμηλό μου μπούστο
και στον ποδόγυρο μου. 
Ουρανός να γίνεσαι
να σε θαυμάζουν
οι νεράιδες του ποταμού
ήσυχες να βγαίνουν
στο φως και να κλέβουν
την μιλιά από τα κορίτσια. 

Σε τινάζω στο τριμμένο
παντελόνι μου και χρυσές 
ράγες προβάλλουν 
στις κάθετες ραφές του. 
Το τρένο να παίρνεις
με διπλωμένο το εισιτήριο
στην κωλότσεπη και
στις χώρες της χαράς
να καταλήγεις το κήρυγμα
σου να διαδίδεις 
στα αθώα παιδιά. 

Σε ρίχνω πάνω στο
κυριακάτικο πουκάμισο μου
και ήλιοι ξεπετιούνται
από τις πληγές του
ορίζοντα και κάθονται
πάνω στα τρία τελευταία
κουμπιά που πάντα
αφήνω ανοιχτά. 
Εδώ να έρχεσαι 
και να ξεχνάς τους χειμώνες. 
Με τα ρόδα της άνοιξης
να έχεις παρτίδες
κι ανοιχτούς λογαριασμούς
να φεύγει αυτό το τρέμουλο
από το σαγόνι σου 
που ανέκαθεν σε
ταλαιπωρούσε. 

Όσο κι αν σε σκορπίζω
ξέρω καλά πως να
σε πολλαπλασιάζω. 
Όσο κι αν σε αποτινάζω
εδώ θα επιστρέφεις
κι εγώ τρελή από πόθο
πάντα θα κρατάω μια
μαγιά από εσένα
και ρινίσματα χρυσού
από την αρχή να γεννάω
το πολύτιμο σου όνομα. 

Πέμπτη 1 Αυγούστου 2024

Ανώνυμες επιστολές

Ήρθες για να μείνεις
αγάπη καταργώντας κάθε
δυσοίωνη πρόβλεψη. 
Στα χέρια σου αναμμένα
μανουάλια με τα κεριά
να στάζουν δημιουργώντας
πάνω στο στέρνο σου
τις νέες πολιτείες του
μέλλοντος. 
Σε μία από αυτές τη διοίκηση
μου έδωσες κι εγώ
επηρμένη στα σκαλοπάτια
της θρόνους έστησα
να έρχονται οι έρωτες
με τις μακριές χλαμύδες
να ιερουργούν μπροστά
στα ξαναμμένα πλήθη. 

Στα χείλη σου δυο κόκκοι
από λιβάνι σιγοκαίνε 
αρωματίζοντας τον πλούσιο
μπούστο των κοριτσιών
και τα άνθη της 
άοσμης καμέλιας που 
ενδημεί στις παρειές τους. 
Ομορφαίνει ο κόσμος
ξαφνικά και νέο αίμα
κυλάει στις γραφές
των ποιητών και στων
λυράρηδων τις εύκαμπτες
χορδές υψηλές αποθέτει
νότες. 

Στα πόδια σου τα Άγια
δισκοπότηρα ανοιχτές
στοές γίνονται να ανεβαίνει
ακατάπαυστα στην επιφάνεια
η λάβα των ηφαιστείων. 
Φωταγωγείται εξαρχής
το κωμειδύλλιο 
των απατημένων εραστών
που ξέχασαν τα λόγια
της σκηνής και σε ατάκες
περιπαθείς καταφεύγουν
σαν λύση ανάγκης. 

Στα μάτια σου μετοίκησε
όλο το ουράνιο στερέωμα
Εδώ πιάνουν πιάτσα 
η πανσέληνος και η μικρή
ανδρομέδα και εισιτήρια
σου κόβουν. 
Εδώ τα παιδιά της πούλιας
ξετρελαίνονται να παίζουν
κρυφτό πίσω από τα φύλλα
της μηλιάς. 

Οι λαγόνες σου σπήλαια
θυμίζουν με πολλές
προγονικές εγχαράξεις
από την εποχή των μουσώνων. 
Σπίτια με τριγωνικές
στέγες προβάλλουν
Πουλιά με κέρινα χρώματα. 
Ραβασάκια που δεν βρήκαν
αποδέκτη ούτε επιστολογράφο 
διαθέτουν για να βάλει 
την υπογραφή του 
στο κάτω μέρος. 
  
Απομένω εδώ φρουρός
της ύπαρξης σου να φυλάω
αυτές τις ανώνυμες επιστολές
ώσπου να βρεθεί ο μύστης
εκείνος που θα τις καθαγιάσει 
με λόγια προφητικά
κι ασημαδεύτα από 
ποταπή ψεύδη.