Καθάρισε το σπίτι,
έβγαλε απ' τους κάκτους τα αγριόχορτα,
κλάδεψε την παραφορτωμένη ελίτσα.
Χρόνια μονάχη, χρόνια αποκλεισμένη
σε ένα υγρό δυάρι κάπου στα Εξάρχεια.
Ο γάτος στην πολυθρόνα μισοκοιμισμένος γουργούριζε.
Βαρύς καιρός, με ένα ψιλόβροχο επίμονα σκεφτικό.
Είπε να παίξει την αγαπημένη της παρτιτούρα στο πιάνο,
να ηχήσει στο σπίτι η ζωή.
Δεν το έκανε, φοβήθηκε τη φωνή του γκιώνη
που είχε κουρνιάσει στο γερασμένο πεύκο
κι έδινε μαντεψιές.
Πήρε το ψαλίδι κι άρχισε να κόβει
την αγορασμένη πρόσφατα οργάντζα.
Θα έφτιαχνε ένα καινούργιο φόρεμα,
ταιριαστό με τα προγονικά σκουλαρίκια της.
Αυτοδίδακτη, χάιδευε το ύφασμα
κι αυτό ντροπαλά της μιλούσε.
Τέχνη είναι να συμβαδίζεις με το φως,
να κλαις μέσα σου και ξέφτια να μην αφήνεις στην καρδιά.
Θα το έραβε αύριο κι έτσι όμορφη
θα κατέβαινε τα σκαλοπάτια
Την αγαπούσε τη συνοικία της.
Αγαπούσε τα καφέ της, τα ταβερνάκια της
και τους πολύβουους δρόμους της.
Σίγουρα θα έκανε εντύπωση.
Σίγουρα θα αποσπούσε τα βλέμματα των νεαρών.
Είχε καιρό να βγει, σαν να κιτρίνισε λιγάκι το πρόσωπό της.
Την επομένη αφού έκανε όλα τα δέοντα το αποφάσισε,
έβαλε το βαρύ της άρωμα, χάιδεψε τον γάτο της,
τον πήρε αγκαλιά και έκλεισε την πόρτα πίσω της.
Είχε παρέα τ' αλητήρια άστρα.
Άφησε στην άκρη τα άγνωστα μειδιάματα,
τις κινήσεις και τις παραινέσεις.
Αυτή μαζί με το σκέτο καφέ
θα μάθαινε πως είναι να φιλιώνεις
με τους εφιάλτες, αντί στο δάσος μόνη να πλανιέσαι.
Μονάχα το αριστερό γοβάκι την παίδευε λίγο
και μια καρφίτσα που ξέχασε να βγάλει απ' το μπούστο.
Κατά τ' άλλα το γκαρσόνι της χάρισε
το πιο πλατύ χαμόγελο κι ο γάτος της ένα μικρό ξέφτισμα στην πιέτα.