Πλύναμε τις αμαρτίες μας
στη θάλασσα. Καθαρτήρια αυτή μας δέχτηκε
σαν την μάνα τον αγαπημένο
πρωτογενή της.
Πήρε τα ανομήματα μας και
τα κατέβασε στους βυθούς.
Δίπλα σε κοράλλια ασύλητα,
σε ιππόκαμπους κολλημένους πάνω
στα βράχια και σε αστερίες με σπασμένο
το δεξί τους πόδι τα εναπόθεσε.
Νιώσαμε ξάφνου ελαφροί σαν
τις πεταλούδες που τρυγουν
νέκταρ από λουλούδια αθάνατα
μέσα σε περιβόλια που ποτέ
δεν πλησίασαν πολεμοχαρή
στίφη.
Πολλά τα ανομήματα μας δεν
μας αφήνανε να κοιμηθούμε.
Με πλοιάρια φτάσαμε ως εκεί.
Σε καλοτάξιδα σκαριά με πανιά
από κάμποτο πλέαμε.
Δώρα κάποιων θεών που
οι πρόγονοι μας απαρνήθηκαν
και τους ναούς είχαν
κάψει με την καύσιμη ύλη
των χειλιών τους.
Στα κρουστά των κυμάτων
νερά είχε φτάσει η στάχτη
από τους συνεχείς βανδαλισμούς τους.
Κάναμε πως δεν γνωρίζαμε.
Χτυπούσαμε τα κύματα
με παλαμάρια τετράκλωνα
και με τις χρυσές αλυσίδες
των χεριών μας που μια νύχτα
είχαμε υφαρπασει από
την εικόνα του Άη Νικόλα
στο παρεκκλήσι με τα
χειροποίητα τέμπλα, τα
καπνισμένα από τις φλόγες
των κεριών και των λιβανιων
τις αναθυμιάσεις.
Στις ακτές αράξαμε τα σκαριά
μας κι αμόλυντοι ξεχύθηκαμε
στους αμμόλοφους.
Εκεί η κατοικία των προσφιλών
μας νεκρών.
Μας περίμεναν εναγωνίως
καπνίζοντας μακριά τσιγάρα
που ποτέ δεν έσβηναν.
Μύριζαν μπαρούτι, θειάφι
και καψαλισμενο θυμάρι.
Μας δέχτηκαν πρόσχαροι.
Μας πρόσφεραν πολλά
ζευγάρια από ξύλινα κουπιά.
Μας κοίμισαν πάνω στην υγρή
άμμο και στον ύπνο μας μπήκαν
και με όνειρα δαιδαλώδη
τον στόλισαν.
Ποτέ δεν απιστήσαμε.
Ποτέ δεν απαρνηθήκαμε
τα δυνατά τους μπράτσα.
Τουναντίον τις νέες μας
κατοικίες δίπλα σε
υψικάμινους τις χτίσαμε,
να έχουν κοντά τους
περίσσια τη φωτιά
για να ανάβουν τα μακριά
τους τσιγάρα.
Εμείς εξαγνισμένοι, ντροπαλοί
και αεικίνητοι άρτους ετοιμάζουμε
να μην πεινάσουν
τα παιδιά μας που ακόμα
δεν γεννήθηκαν και δάκρυ
δικό τους στάξει αλμυρό
και τους επί γης νεκρούς
μας αφανίσει.
Πήρε τα ανομήματα μας και
τα κατέβασε στους βυθούς.
Δίπλα σε κοράλλια ασύλητα,
σε ιππόκαμπους κολλημένους πάνω
στα βράχια και σε αστερίες με σπασμένο
το δεξί τους πόδι τα εναπόθεσε.
Νιώσαμε ξάφνου ελαφροί σαν
τις πεταλούδες που τρυγουν
νέκταρ από λουλούδια αθάνατα
μέσα σε περιβόλια που ποτέ
δεν πλησίασαν πολεμοχαρή
στίφη.
Πολλά τα ανομήματα μας δεν
μας αφήνανε να κοιμηθούμε.
Με πλοιάρια φτάσαμε ως εκεί.
Σε καλοτάξιδα σκαριά με πανιά
από κάμποτο πλέαμε.
Δώρα κάποιων θεών που
οι πρόγονοι μας απαρνήθηκαν
και τους ναούς είχαν
κάψει με την καύσιμη ύλη
των χειλιών τους.
Στα κρουστά των κυμάτων
νερά είχε φτάσει η στάχτη
από τους συνεχείς βανδαλισμούς τους.
Κάναμε πως δεν γνωρίζαμε.
Χτυπούσαμε τα κύματα
με παλαμάρια τετράκλωνα
και με τις χρυσές αλυσίδες
των χεριών μας που μια νύχτα
είχαμε υφαρπασει από
την εικόνα του Άη Νικόλα
στο παρεκκλήσι με τα
χειροποίητα τέμπλα, τα
καπνισμένα από τις φλόγες
των κεριών και των λιβανιων
τις αναθυμιάσεις.
Στις ακτές αράξαμε τα σκαριά
μας κι αμόλυντοι ξεχύθηκαμε
στους αμμόλοφους.
Εκεί η κατοικία των προσφιλών
μας νεκρών.
Μας περίμεναν εναγωνίως
καπνίζοντας μακριά τσιγάρα
που ποτέ δεν έσβηναν.
Μύριζαν μπαρούτι, θειάφι
και καψαλισμενο θυμάρι.
Μας δέχτηκαν πρόσχαροι.
Μας πρόσφεραν πολλά
ζευγάρια από ξύλινα κουπιά.
Μας κοίμισαν πάνω στην υγρή
άμμο και στον ύπνο μας μπήκαν
και με όνειρα δαιδαλώδη
τον στόλισαν.
Ποτέ δεν απιστήσαμε.
Ποτέ δεν απαρνηθήκαμε
τα δυνατά τους μπράτσα.
Τουναντίον τις νέες μας
κατοικίες δίπλα σε
υψικάμινους τις χτίσαμε,
να έχουν κοντά τους
περίσσια τη φωτιά
για να ανάβουν τα μακριά
τους τσιγάρα.
Εμείς εξαγνισμένοι, ντροπαλοί
και αεικίνητοι άρτους ετοιμάζουμε
να μην πεινάσουν
τα παιδιά μας που ακόμα
δεν γεννήθηκαν και δάκρυ
δικό τους στάξει αλμυρό
και τους επί γης νεκρούς
μας αφανίσει.