Με γαλότσες ως επάνω
απ' το γόνατο κυκλοφορούν
στα νερά της βροχής
οι νεκροί μου.
Έχουν μακριά νύχια βαμμένα
κόκκινα, άστατα μαλλιά και
ώμους κυρτωμένους
κι ολίγον τι μαλλιαρούς.
Αγαπούν τη βροχή, τα
σπασμένα κεραμίδια και
τις κονιορτοποιημένες
πέτρες.
Περπατούν στα νύχια
και κρατούν κάτι μεγάλα
μολύβια που ξεχνούν να
ξύσουν κι έτσι άδικα θαρρώ
πως παιδεύονται να
σημειώσουν στο τετράδιο
την ημερομηνία
της αποδημίας τους.
Στα πανηγύρια τριγυρίζουν
αμέριμνοι και πάντα στη
λοταρία κερδίζουν τον
πρώτο λαχνό.
Αν τους συναντήσεις
χαιρέτισε τους, μόνο
μίλα σιγανά γιατί φοβούνται
πολύ τους οξείς ήχους και
πετάγονται πάνω άναυδοι.
Μην τους κεράσεις κρασί
γιατί όταν πιουν κλαίνε
ασταμάτητα σαν μικρά παιδιά
που τους στέρησαν το
γλειφιτζούρι.
Άκουσε τους προσεκτικά
και τα μυστικά τους εναπόθεσε
στην καρδιά σου γιατί
εκεί είναι το μέρος που
εμπιστεύονται να ζουν.
Και τέλος μάθε, πως καθότι
είναι αρκετά φλύαροι, να τους
κρατάς πάντα πολύ ελεύθερο
χώρο για να μην πεθάνουν
ακαριαία από έλλειψη πάθους.