Ακούστηκε ένα ανεπαίσθητο γρατζούνισμα στην πόρτα,
κανείς όμως
δεν άκουσε τίποτα... καθώς μετά το οικογενειακό τραπέζι, παραμονή
Χριστουγέννων, όλοι είχαν αποσυρθεί στη μαλακωσιά των στρωμάτων
και στου ύπνου τη γαλανή πλάνη.
Μόνο το χριστουγεννιάτικο δέντρο έμενε ξάγρυπνο συνομιλώντας με τα
βαρύτιμα έπιπλα, με τα κομψά βάζα και με τους περίτεχνους πίνακες κι
ανυποχώρητο -αναλάμποντας- ξεκινούσε έναν αέναο αγώνα με τον κόσμο
του σκοταδιού και του ερέβους, σαν προανάκρουσμα μιας μεγάλης θυσίας!
Δίπλα το τζάκι σκόρπιζε το αντιφέγγισμα του ακούραστα σ' όλες τις γωνιές
του σαλονιού και σαν ανταμοιβή εισέπραττε χιλιάδες επευφημίες κι ένα
παρατεταμένο
χειροκρότημα από τα καλά ξωτικά και τ' αερικά του σπιτιού,
κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα...
Αυτή τη νύχτα όλα στο σπίτι ήταν μαγικά λες κι ένα ουράνιο χέρι να τα είχε
παστρέψει και να τα είχε στολίσει με τα πέπλα της ζεστασιάς της θαλπωρής
και της ασφάλειας.
Έξω στον κήπο, φώτα παντού, γαϊτανάκια χαράς απλωμένα στα δέντρα της
ζωής φώτιζαν μικρούς κόκκινους ιβίσκους και ναρκωμένες τριανταφυλλιές..
Ο ήχος στην πόρτα το ίδιο χαμηλός έκανε πάλι την εμφάνισή του.
Μία παρατεταμένη επίμονη επίκληση λες στο λουστραρισμένο
ξύλο της
εξώθυρας.
Κάποιος ν' ακούσει, κάποιος ίσως να γνοιαστεί και να τη συμπονέσει...
Σήμερα είχε αποχωριστεί βίαια το αφεντικό της -που είχε την
ευθύνη της -
κι είχε χαθεί στα χαώδη δρομάκια της πόλης σαν ένα νόμισμα που κατρακυλά
σε αρπακτικούς υπονόμους κι αφανίζεται!
Τρόμαξε πολύ, τον έψαξε αδίκως, τραύλισε ήχους θλιμμένους , και τώρα
μπροστά σ' αυτή την πόρτα στο τέλος του δρόμου ζητούσε μια φωλίτσα,
ένα καταφύγιο για να βγάλει απ' τη σκήτη της καρδιάς της το
μαχαίρι της
μοναξιάς της στέρησης και της πείνας,
κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα...
Έκανε προσπάθεια να ζεσταθεί αναπηδώντας ως το ρόπτρο αλλά άδικα,
τέντωσε τη γλωσσίτσα της να πάρει νοστιμιά απ' τον αέρα της χαραμάδας,
μάταια, άνοιξε τα ρουθούνια ν' αγγίξει τα μικρά πλάσματα της αρμύρας
αλλά απογοητεύτηκε κι έγειρε αποκαμωμένη στο πλάι το κεφαλάκι της
να κοιμηθεί.
Μια αχτιδούλα έφυγε απ' τα μάτια της και καρφώθηκε στα δέντρα της
αυλής!
Έλαμψε σαν πυροτέχνημα ο κήπος, κροτίδες ακούστηκαν δίπλα στα
κοιμισμένα ρόδα,
κανείς όμως δεν άκουσε τίποτα...
Όταν ξημέρωσε άρχισε απαλά να πέφτει το χιόνι, ξύπνησε το σπίτι και
τα παιδιά έτρεξαν ξετρελαμένα στην πόρτα, στράφηκαν και κοίταξαν
όλο απορία στο χαλάκι της εισόδου...
Ο μικρός Νικόλας πήρε τη ξέπνοη
γάτα στην αγκαλιά του και φώναξε
ενθουσιασμένος:
-Γιατί μαμά ξεχάστηκες και δεν μας έδωσες αυτό το όμορφο δώρο;
Έτρεξε η μαμά τους και κοίταξε κάτω σαστισμένη!
....................................................................................................
Εκεί στην άκρια δίπλα στους ιβίσκους θα υπάρχει πάντα ένας μικρός
ξύλινος σταυρός σαν ενθύμηση για εκείνο το πρωινό που όλοι άκουσαν
καθαρά το λυγμό των δυο παιδιών, κόντρα στο σκοτάδι μιας αλλοτινής
νύχτας που
κανείς δεν άκουσε τίποτα!
Έλαβε μέρος στο δρώμενο
"Παίζοντας με τις λέξεις"
που επιτυχώς διοργάνωσε η me(maria) μαζί με άλλες
πολύ αξιόλογες συμμετοχές!