Μαμά το παλιό ανοιξιάτικο φουστάνι μου φθάρθηκε
Έριξαν τα γαζιά αμφίβολα ερωτηματικά
Τα κουμπιά έχασαν την επίχρυση τους βάση
(Πώς έλαμπαν θυμάσαι;
Σαν γιορτή αστεριών έλαμπαν
Στον Αυγουστιάτικο καμβά του νησιού)
Ολοκόκκινο φόρεμα της πασχαλιάς και του κεφιού
Μάζεψε στα μανίκια
Μα πιο πολύ αυτό που με λυπεί
Είναι το κόκκινο γιακαδάκι μαμά που ξεθώριασε
Ωχρό με σκουρόχρωμες κηλίδες έγινε
Σαν τα λατρευτά σου χέρια
Που τα παραμόρφωσε το στιλέτο του χρόνου
Κι όμως αυτό το ανοιξιάτικο φουστάνι
Παρά τη φθορά του δεσπόζει ακόμη στη ζωή μου
Βελτιώνει τη φορά των ονείρων μου
Σε θυμίζει!
Συχνά πυκνά το πλένω
Σιδερώνω το φαρδύ φιόγκο της μέσης
Ράβω με κλεφτές βελονιές τη χειροποίητη δαντέλα
Προσέχω τις πιέτες μην και ξεφύγουν
Κι ύστερα μαμά
Στο φως το αφήνω να μιλάει με τα γαρύφαλλα
Να χαιρετά το σγουρόκλωνο άρωμα σου
Γιατί από πάντοτε μοσχομύριζες μαμά
Έκλεινες μες στα μάτια σου γιασεμιά
Τα μαγουλά σου λούζονταν στο κίτρο
Και τα μαλλιά σου -όμοιες μεταξοκλωστές-
Ευώδιαζαν πράσινο σαπούνι και σταχτόνερο πλύσης
Μ' αυτά τ' αρώματα με μάγευες μαμά
Με ξελόγιαζες τ' απομεσήμερα κυρίως
Τότε που με έπαιρνες απ' το χέρι και με πήγαινες
Στους μεθυσμένους αμπελώνες και στους κήπους
Μύρα να αντλήσουμε κεντράδια και σφιχτόδετα τσαμπιά
Να γεμίσει το τσίγκινο πιάτο των φτωχών
Γλυκό ψωμί αγκαθωτά αγκιναράκια και τσακιστές ελιές
Για όλα φρόντιζες μαμά
Για το καρβέλι για το υνί για το χαμόγελο για τη φωτιά
Ξερόκλαδα μάζευες κι έφτιαχνες
Στεφάνια γελαστά κουκλάκια καλάθια και σταυρούς
Άνοιγες τα σεντούκια κι ακουμπούσες
Τα πλουμιστά υφαντά των πρωινών ωρών
Ύπνο δεν χόρταινες μαμά
Λαγοκοιμόσουν μην κι έρθει ο μέγας αστερισμός
Χρυσάφια να αποθέσει στο παραγώνι μας
Μη τυχόν και διαβούν εκείνα τα άσπρα πουλιά
-Που ανθρώπινη λαλιά είχαν-
Τα μυστικά της μοίρας να σου πουν
Πως τα καρτερούσες...
Για όλα γνοιαζόσουν εσύ
Για το σαπούνι τη σπορά την πλύση την ανεμόσκαλα
Την καλή μουριά που ξέραινες τα σύκα
Να μην μας βρει ο χειμώνας χωρίς γλύκισμα δικό σου
Γι αυτό σ' αγαπούσα
Γι αυτό θα σ' αγαπώ για πάντα
Κι ας φθάρθηκε το καλό μου φουστάνι
Κι ας ξεγελάστηκες πως το μαγκάνι του χρόνου δεν θα το άγγιζε
Εσύ μου έμαθες να υπομένω να μάχομαι και να γεύομαι
Να δένω σμιχτά τα χέρια
Σαν τους ωραίους φιόγκους της Κυριακής
Πριν ακόμα ηχήσει η πρώτη καμπάνα!
Έλαβε μέρος στο 16ο Συμπόσιο Ποίησης που με
φροντίδα και αγάπη διοργάνωσε η φίλη μας Αριστέα