Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

Πρόσω ολοταχώς

Τα καράβια εξαφανίστηκαν κι οι
βαρκούλες χάθηκαν. 
Το μικρό λιμάνι επιχωματίστηκε 
και πώς θα βρεις τρόπο να έρθεις 
να με συναντήσεις στο άσπρο ακρωτήρι 
δίπλα στο στέκι του φαροφύλακα;

Μαίνονται άνεμοι τώρα ισχυροί. 
Ένα μανταρίνι κρατώ στο χέρι 
και το ξεφλουδίζω. 
Η σπιρτάδα μου καίει τα μάτια. 
Κάνω να σκουπιστώ μα ο γραίγος 
μου έκλεψε το μαντήλι με τα χρυσά 
σιρίτια.
Αφήνω τα δάκρυα να πέσουν στην
πέτρα. 
Ο ήλιος τα στεγνώνει ευθύς. 

Ο φαροφυλακας πίνει βαριά ποτά,
βλαστημάει και μιλά συνεχώς για
μια γυναίκα με μάτια πικραμύγδαλα. 
Μου προτείνει ένα ποτήρι 
με αλκοόλ, λικέρ νομίζω. 
Δεν το παίρνω ξέμαθα εδώ και χρόνια
να πίνω οτιδήποτε. 

Δυνάμωσαν κι άλλο οι άνεμοι.
Ο ήλιος-λεβέντης σε αλώνι μαρμάρινο-
κρύβεται πίσω από ένα μαύρο σύννεφο. 
Φτάνει όπου να 'ναι καταιγίδα. 
Ο φαραφυλακας φοράει ένα κόκκινο σκουφί
και φθαρμένο παντελόνι. 
Στο σπιτάκι του τρίζει μια πόρτα. 
Ακούω τους γλάρους, ακούω τους 
τριγμούς δεν ακούω εσένα. 

Πλοίο δεν φαίνεται. 
Σε λιμάνια άλλα να πας εκεί που τα
καράβια βάρδια έχουν πιάσει
και τα γρι γρι ετοιμάζονται για απόπλου. 
Θα σε περιμένω όσα κι αν διαβούν 
χρόνια. 
Άλλωστε νοερά κοντά μου βρίσκεσαι
από πάντα. 
Φρόντισε μόνο πολλά να μου
φέρεις μαντήλια με χρυσά σιρίτια
τις ηλιαχτίδες να αντικαταστήσω. 
Κουράστηκε η πέτρα να απορροφάει 
κι άλλα δάκρυα κι ο ήλιος ξεσκέπαστο 
παιδί τη μάνα του ζητάει.

Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

Ο υγρός τάφος

Αγαπούσε τα πουλιά και τα
χρυσορόδινα φουρά της αμφιλύκης.
Πριν ακόμη φέξει έπαιρνε 
το άλογο της, μια σταχτιά φοράδα,
κι έβγαινε στο δάσος με τις σημύδες 
και τις αιώνιες βελανιδιές.
Τα πουλιά είχαν κιόλας ξυπνήσει.
Σμήνη από σπίνους την υποδέχονταν
και ζευγάρια κορυδαλλών την
χαιρετούσαν. 
Γλυκόηχες άρχιζαν μουσικές 
και ζεστά τιτιβίσματα ξεκινούσαν. 

Σήμερα όμως όλα άλλαξαν.
Τα πουλιά δεν κελαηδούσαν.
Τα δέντρα δεν ανέπνεαν και
τα φουρά της αμφιλύκης είχαν 
απεμπολήσει την ομορφιά κι 
είχαν γκριζάρει σαν τους κροτάφους 
ενός πρώαρα γερασμένου νέου. 
Ένα σκαντζοχοιράκι είχε μαζευτεί 
σε μπάλα και κατρακυλούσε στο γκρεμό. 

Υπερχείλισε ο ποταμός Αχέροντας 
κι έπνιξε το δάσος μαζι με όλη την έμβια 
φύση του. 
Καταρράκτες δημιουργήθηκαν. 
Παραπόταμοι έρεαν.
Λίμνες απλώθηκαν εκεί που κάποτε 
φύτρωνε η αλισφακιά και το φλισκούνι. 
Η υγρή κόλαση καταπλάκωσε τη ζωή της
το σπίτι της βυθίστηκε στη λάσπη 
μόνο το σκαντζοχοιράκι επέζησε 
ανεβασμένο πάνω στην καμινάδα 
μετρούσε τις ημέρες που του απέμεναν
χωρίς διόλου τροφή.

Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Υπόσχεση

ΕΛλαδα μου πήρα τα δυο 
λάμδα από το όνομά σου 
και δεκανίκια τα έκανα στους
δρόμους της ιστορίας να πηγαίνω 
με το κεφάλι ψηλά. 
Τι για χρόνια πολλά σε λαμπρές μάχες 
ρίχτηκα και νικητής βγήκα.
Τα πλευρά μου όμως έσπασα 
και τα δύο μου πόδια τσάκισα.
Μονάχος βαδίζω και το ελλιπές 
όνομα σου δοξολογώ. 
Μπροστά στο μνημείο των ηρώων 
στέκομαι και δάφνινο φέρνω 
στεφάνι στους αιώνες να ζουν
ωραίοι και μακάριοι.
Υπόσχεση δίνω πολλά να γεννήσω 
παιδιά που το όνομά σου θα 
συμπληρώσουν κι αλώβητη 
να κυκλοφορείς στα απόρθητα 
του κόσμου φυλάκια.
Αγόρια και κορίτσια λυγερά θα 
χαρώ να έχω που εμένα θα βοηθήσουν 
να γιατρευτώ και χωρίς δεκανίκια 
ακμαίος να υπάρχω μέσα στις χρυσές 
σελίδες της απαράμιλλης δόξας σου 
και του λαμπρού σου πεπρωμένου. 

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

Τα παιδιά της Άνοιξης

Μοσχοβολάει το χνώτο της Άνοιξης 
άρωμα λεβάντας κι άγριας φρέζας.
Βάλε την μπροστά σε ασημένιο 
καθρέφτη και φυλάκισε εκεί αυτά 
τα αρώματα την ζωή σου να ποτίσουν. 
Ύστερα κοιτάξου σ' αυτόν και τη μορφή 
θα πάρεις ξωτικού που ημίγυμνο
πλένεται στο ποτάμι. 

Ρουμπινένια τα χείλη να καλούν σε έρωτα. 
Βαθιά θάλασσα τα μάτια να πολιορκούν 
ακυβέρνητα καράβια. 
Το μέτωπο κήπος εαρινός που ένα ζευγάρι 
πεταλούδων έχει για σπίτι. 
Τα μαλλιά σκάλες στριφογυριστές που βγάζουν
στα ουράνια. 
Και τέλος τα μάγουλα φουσκωμένα μπαλόνια 
στα χέρια παιδιού που ορφάνεψε ένα Μάρτη. 

Διστακτικές μην έχεις κινήσεις αρματωμένη 
έρχεται η Άνοιξη και με βήμα ταχύ. 
Μην της μιλήσεις θα σου κλέψει τη φωνή
κι άλαλος πως θα τραγουδάς τον έρω­τα 
κάτω από τα παραθύρια.
Μόνο κοίταξε την ίσα στα μάτια κι ένα λουλούδι 
κρέμασε της στο αυτί. 
Η ομορφιά της θα σε σκλαβώσει μα μην 
την μαρτυρήσεις γιατί σύννεφο θα γίνει 
και θα χαθεί για πάντα. 

Σαν ερωμένη να την δεις που θέλεις να την 
πλαγιάσεις πάνω στο χορτάρι. 
Το χέρι της να κρατάς σφιχτά καθώς 
ανεβάζεις την φούστα της στον αρχέγονο 
να πέσεις χορό. 
Πολλά κι όμορφα παιδιά να γεννηθούν 
έτσι που να μοσχοβολάει ο κόσμος σαν
απόρθητη ελατοκορφή πνιγμένη στο θυμάρι 
και στην άγρια μέντα. 
Νικητής εσύ που την κέρδισες 
αιώνια νέος θα παραμείνεις και με χέρια 
επιδέξια θα της στεφανωνεις τα μαλλιά
και δακτυλίδι θα της περνάς μονόπετρο 
στον αντίχειρα κάθε που γιορτάζει.

Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

Ανερμήνευτα όνειρα

Στο ίδιο προσκεφάλι κοιμηθήκαμε.
Λευκό μαξιλάρι με δαντέλα 
στην άκρη περίτεχνη από τα χέρια της μάνας. 
Το σταυρώσαμε τρεις φορές λαμπερά 
να μας βρούνε όνειρα, συνέχεια 
της καλοκαμωμένης μας ζήσης. 
Στη στράτα των ονείρων ένα ένα 
πετούσαμε τα πετραδάκια το δρόμο 
να βρούμε του γυρισμού κατά το ξημέρωμα. 

Στα όνειρα που μας συνόδευσαν 
υποκλιθήκαμε σαν θεατές στο θέατρο 
του παραλόγου. 
Εσύ με ένα ποδήλατο της πολιτείας 
διέσχιζες τα στενά. 
Μαντήλι φορούσες στο λαιμό που ο αέρας 
το πλατάγιζε πέρα δώθε σαν σημαία 
σε νοερό σύνορο. 
Το πρόσωπό σου ξαναμμένο σαν πρώιμη 
αγριοφράουλα πετούσε σπίθες. 
Εγώ πάνω σε ολόασπρο άλογο το
περιαστικό διέσχιζα δάσος. 
Στο καλαθάκι δίπλα στη χαίτη τοποθετούσα
κλωνιά από αειθαλή δέντρα. 
Μύριζε ένα γύρω ρετσίνι και στεγνή άργιλος. 
Τα πατζάκια μου λερωμένα και το
στρίφωμα ξυλωμένο από τη χαλαρή τριχιά. 

Το πρωί με τον καφέ να αχνίζει 
δεν είπαμε τίποτα. 
Στα βάζα του σαλονιού κλαδιά από 
αειθαλή δέντρα. 
Στο κέντρο της κάμαρας πάνω στο χαλί 
σαν περιστέρι ριγμένο το λευκό σου μαντήλι.
Κοιτούσαμε δεξιά αριστερά για να
αποφύγουμε να κοιταχτούμε κατάματα.
Ακούστηκε το κουδουνάκι του ταχυδρόμου. 
Ανοίξαμε την πόρτα.
Κοντοστάθηκε.
Του ψήσαμε καφέ.

Έβγαλε το καπέλο αφήνοντας ελεύθερη 
μια ξανθιά του τούφα. 
Ήταν όμορφος σαν άγγελος φευγάτος. 
Ψαχούλεψε τη σάκα του και μας παρέδωσε 
την αλληλογραφία μας. 
Όταν έφυγε άφησε πίσω του την σκόνη
των δρόμων. 
Δεν ξεσκονίσαμε παρά αφήσαμε τη σκόνη 
να αιωρείται στον πικρό αέρα του σαλονιού. 
Ξέραμε πως θα ξαναπερνούσε το επόμενο 
πρωί την ίδια ώρα ακριβώς με ένα 
πάκο από γράμματα.
Βλέπεις είχαμε πολλούς ξενιτεμένους
αδερφούς και πολλά ανερμήνευτα όνειρα 
κι αυτός σαν καλός μάντης τα γνώριζε όλα
και μας παρηγορούσε.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2025

Η σκακιέρα του ουρανού

Έλα εδώ να σου δείξω τους
δρόμους της καθολικής σιωπής. 
Αμάρτησα κάτω από ουρανούς 
που μεροληπτούσαν με λέξεις άφατες.
Όλα τα φωνήεντα είχαν αποτραβηχτεί 
μαζί με τα πνεύματα και τους τόνους. 
Άηχο ο κόσμος κοχύλι. 

Τρία σύμφωνα μόνο έμελε να με κατοικήσουν. 
Το κάπα, το λάμδα και το χι.
Κάπα όπως καλημέρα όταν πετιέσαι 
από το κρεβάτι με ένα άνθος γαρυφαλλιάς 
στο αυτί και τεντώνεις το σώμα 
σε στάση ευλύγιστου τόξου έτοιμο να φύγει
προς το στόχο. 

Λάμδα όπως λίλιουμ σε παρτέρι καλυμμένο 
από την ώχρα του πρωινού. Λουλούδι 
δεμένο σε ανθοδέσμη νυφική που μικρό παιδί 
έπιασε στον αέρα ενώ ένα γύρω οι ερωμένες 
των λιμανιών καιροφυλακτούσαν.
Αν και αποκαρδιωμένες δεν το κουνούσαν ρούπι
προσμένοντας την οδηγία των άστρων
ή των σοφών τις προσταγές. 

Και τέλος το χι όπως χιόνι εκείνο το πρώτο 
που πέφτει στις κορυφές μήνα Νοέμβρη 
και το οσμίζονται ανυπότακτα θηρία κι άλλοτε 
πάλι ο άνεμος το βάζει στις σόλες του και
κατεβαίνει στις πολιτείες για να θερίσει 
ξεμπράτσωτες κορασίδες που παζαρεύουν
ένα μέτρο καθαρό μετάξι 

Καλημέρα λοιπόν με ένα λίλιουμ στο χέρι 
στο χρώμα του χιονιού που αργά έχει αρχίσει 
να μου σκεπάζει το σώμα. 
Δεν φαίνομαι μα εσύ θα με γνωρίσεις.
Δεν αναπνέω μα εσύ θα με αφουγκραστείς.
Είσαι εδώ. 
Σε διάλεξα μέσα από ένα πλήθος 
που ασυγκράτητο έτρεχε στις μεγάλες 
συγκεντρώσεις για να φωνάξει Όχι
ενώ για επιλογή του είχε χιλιάδες Ναι.

Κόλαφος λοιπόν οι σημαίες που δεν 
κυμάτισαν και διπλωμένες έμειναν δίπλα 
στην παλιά σερβάντα με τα ρακοπότηρα
των πεθαμένων. 
Τη σιωπή τους να θαυμάζεις και με έλαια 
λεβάντας να τις θυμιατίζεις οι νέες γενιές 
να τις κληρονομήσουν και να τις προτάξουν 
ορθά μπροστά από ανέφελους ουρανούς
εκεί που ο ήλιος την σκακιέρα του άπλωσε
για μια τελευταία παρτίδα με τους αγγέλους 
που έκπτωτοι κλαίνε. 

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Μια νέα αρχή

Ήρθε ο καιρός να αποχωριστείς 
τα σκοτάδια σου. 
Να η χαραυγή προβάλλει και με
ένα μαυριτάνικο σπαθί στο χέρι 
τέμνει στα δυο το σαρακοφαγωμένο 
τέμπλο του ουρανού. 
Αναβλύζει αίμα κατακόκκινο
με μια υποψία χρυσού στους 
τελευταίους του κόμπους. 
Υποχωρεί το σκότος που σε ήθελε. 
Έτοιμη η παλαίστρα για τη μάχη
που θα δοθεί με αυστηρούς κανόνες. 
Έσω έτοιμος. 

Άκου τις ελάχιστες νότες του γρύλου. 
Άκου του ανυπότακτου αλέκτωρα την 
συνηθισμένη φωνή.. 
Άκου του ημίονου την επίμονη περπατησιά. 
Στον αχυρώνα δυο κλωσσόπουλα 
λυμαίνονται το παχύ ασπράδι ενός 
σπασμένο αυγού. 
Το ροδομάγουλο κορίτσι θα μείνει νηστικό
σήμερα. 
Ας είναι. 
Πάρε το από το χέρι για μια βόλτα στο δάσος. 
Τακτοποίησε πρώτο λίγο τα σγουρά σου
μαλλιά έτσι που να μην σκοντάφτει πουθενά 
το βλέμμα. 

Εκεί στο δάσος η χαρά είναι κρυμμένη 
πίσω από την ανθισμένη αμυγδαλιά. 
Σε περιμένει ανυπόμονα εδώ και μέρες. 
Πρόσεχε τα άνθη.
Αντέχουν στο ψύχος αλλά φοβούνται 
πολύ την παλάμη της απραξίας. 
Μην ρίξεις τα άνθη. 
Πονάει η γύμνια. 
Η χαρά θα σε ταξιδέψει σε νέους κόσμους. 
Εκεί που άλλοτε δεν πήγες. 
Κόψε ένα λουλούδι της γης μια λευκή 
ορχιδέα και χάρισε της το.
Εσύ που γνώρισες το μαύρο ξέρεις να εκτιμάς 
το απαστράπτον λευκό περισσότερο από 
τον καθένα. 
Μόνο μια συμβουλή μου άκουσε. 
Το κορίτσι μην απαρνηθείς. 
Τάισε το κουμαροκαρπούς και τα 
δυσεύρετα αυγά της πέρδικας χάρισε της.
Αυτό η ελπίδα και η απαντοχή.
Αυτό ο νέος κόσμος που σου ξάνοιξε την ψυχή. 

Τετάρτη 5 Μαρτίου 2025

Κρυφή αγάπη

Σε αγάπησα κι ας μου ξέφευγες 
όπως μια πέτρα που κατρακυλά 
στον γκρεμό και στην όχθη του
ποταμού καταλήγει ποταμίσιο
να γίνει βότσαλο. 
Μικρό παιδί το προφταίνει 
και αφού εξετάζει τις φλέβες του
στο υγρό ύφασμα του παντελονιού 
το κρύβει για να μην το χάσει. 
Το βράδυ γυρνώντας στο σπίτι ή μάνα 
του κάνει πως δεν καταλαβαίνει,
αρπάζει το βότσαλο και το περνάει 
στην κάλτσα που ξηλώθηκε για να 
την ράψει πιο σταθερά. 

Το παιδί επίμονα εξετάζει τα ρούχα του.
Τρέχει στο μπάνιο, μπαίνει 
στο λουτήρα πλένεται στα χέρια του
το σαπούνι όμοιο με βότσαλο 
που κατρακυλά σε γκρεμό απάτητο. 
Η μάνα φοβάται, χτυπάει την πόρτα,
το παιδί δεν απαντάει, ακούει αφηρημένο
από μακριά την βουή του ποταμού.
Οι φωνές κατόπιν σταματούν. 

Όταν βγαίνει στην κάμαρα η μάνα 
έχει αποκοιμηθεί δίπλα στην σβηστή 
φωτιά. 
Στην ποδιά της μάνας η κάλτσα, 
πουθενά το βότσαλο ή το λεπτό βελόνι.
Ψάχνει τις τσέπες της, τίποτα.
Το παιδί ανεβάζει τον διακόπτη
να δει καλύτερα.
Η μαμά δεν ξυπνά.
Η μαμά παραμιλάει, φωνάζει κάποιον 
Γιάννη. 
Το παιδί τρέχει στην πόρτα 
Απέξω περνάει ο καστανάς. 
Παίρνει με ένα δίδραχμο μια σακούλα. 
Τώρα που κοιμήθηκε η μάνα 
αυτό θα είναι το βραδινό του.
Από μακριά ακούγονται βότσαλα 
να κατρακυλούν σαν ήχοι απόκοσμοι.

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Συναίνεση

Άπλωσε το χέρια πάνω απ' τη
φωτιά δεν κάηκε. 
Έβαλε τα χέρια κάτω απ' τη 
βροχή δεν βράχηκε. 
Πρόταξε τα χέρια στον λίβα
δεν ίδρωσε. 
Ακούμπησε τα χέρια πάνω 
απ' το κλειστό πηγάδι δεν θύμωσε. 
Μόνο όταν την πλησίασε ο έρωτας 
με τα καψαλισμένα φτερά 
κάηκε, βράχηκε, ίδρωσε και θύμωσε 
έτσι καθώς μακάρια κοιμόταν πάνω στα
φλοράλ σεντόνια με τα αταίριαστα
για την εποχή λουλούδια.
Έτσι αισθάνθηκε επιτέλους τη χαρά 
πως ξαναζούσε. 

*
Έσπρωξε το συρματόπλεγμα και μπήκε 
στο λιβάδι. 
Μια αμυχή στο χέρι δεν την ένοιαξε. 
Ο τόπος κατάσπαρτος με αγριολούλουδα 
αγριόχορτα και βλαστάρια της γης. 
Έβγαλε το μαχαιράκι κι άρχισε να
μαζεύει παχολάχανα, ραδίκια, 
καβουράκια και πικραλίδες. 
Το χώμα ήταν νωπό και δεν δυσκολεύτηκε. 
Είχε περάσει μια μεγάλη περίοδος 
βροχών που αφύπνησε τη γη.
Πριν φύγει έχασε το ασημένιο 
δαχτυλίδι της, το έψαξε παντού 
δεν το βρήκε. 
Έφυγε πιο πλούσια κι ας έχασκε 
βαρύ το αποτύπωμα στο δάκτυλο της
από το χαμένο κόσμημα. 

*
Κόπασε ο αέρας και το σώμα 
παραδόθηκε στην άπνοια, κάτι 
σαν βουβή κόλαση τους είχε πλησιάσει. 
Αύριο δεν θα μπορέσουν να πετάξουν 
οι χαρταετοί με τις σγουρές ουρές. 
Τα παιδιά θα κλαίνε και οι μανάδες 
μάταια θα ξεφυσούν το αεράκι της
καρδιάς τους μπας και κάτι αλλάξει. 
Το βράδυ στο σπίτι δίπλα στο τζάκι 
τα παιδιά θα χαϊδεύουν τους
τσαλαπατημένους χαρταετούς.
Η οργή είχε βρει ευτυχώς κανάλι 
εκτόνωσης κι ο ουρανός συνεσταλμένος 
άρχισε να μαζεύει μέσα σε ένα θεόρατο 
πουγκί τα αστέρια του όλα για να 
τα χαρίσει στα απαρηγόρητα παιδιά. 
Κάποτε τα παραμύθια από μόνα τους 
δεν βοηθούν.