Στα γήινα να στέκεσαι
Έτσι σου είχα πει
Τέρμα οι περιδιαβάσεις στο ασαφές
Τέρμα το μικρό κουβούκλιο
Με τα σπασμένα οστά
Ο ήλιος είναι ο άρχοντας τ' ουρανού
Ο εμπρηστής των αστρολούλουδων
Μόνο λίγες σπίθες του να κλέβεις
Εκείνες που τρεμοπαίζουν
Με τις σκιές των λέξεων
Και σπάνια αστοχούν στις ρίμες
Τα σύννεφα είναι οι αυλακιές της θλίψης
Οι μανδύες του απόλυτου
Κι αυτό που επίμονα σου ζητώ
Στα βαμβακοχώραφα της φαντασίας
Σαν μπαίνεις
Μικρά να κλώθεις νήματα
Στα κουβάρια των σιωπών να μιλάς
Υγρός μην σε βρει άνεμος
Κι εισέλθει η σκουριά των απόντων
Στις κλειδώσεις του νου
Στις γιορτές να πηγαίνεις
Έτσι σου είχα προτείνει
Πυγολαμπίδες να κλείνεις στα χέρια
Σταθερά να κρατάς το ποτήρι
Σταθερά ν' ανοίγεις του κάστρου τις θύρες
Στον πάτο της λίμνης
Έπεσε το δαχτυλίδι
Μην υποπτευτείς κανέναν
Χρυσωρυχείο η καρδιά
Φλεβίτσες θ' ανοίγει στο χώμα
Κι' αμύθητους θησαυρούς θα σε κερνά
Στα απόκρημνα φαράγγια
Σαν ακούσεις την ηχώ σου
Χάιδεψε των φωνηέντων τους παλμούς
Κι ανδρώσου
Στο λίκνο της γης που σου εδόθη
Με τις λαβές των δακτύλων
Καμάκωσε τη μυρτιά τον ασπάλαθο τη νεραγκούλα
Μεγάλα να γευθείς στις ρίζες ταξίδια
Στις φλόγες άφοβα να μπαίνεις
Έτσι σε συμβούλευα
Πυροβασίες μην κάνεις στ' αστέρια
Στη στάχτη των κεραυνών μην αφεθείς
Μακριά να σε πηγαίνουν τα βήματα
Ζωντανές να σου φέρνουν εικόνες
Κι άγριες μνήμες
Μια εστία ασβεστωμένη
Μια πυροστιά σκοτεινή
Ένα σύμφωνο καμένο στα άκρα
Το τρύπιο σιγκούνι
Της προγιαγιάς σου άλλωστε
Εσύ το κληρονόμησες
Μαζί με τα δυο λινά προσόψια
Βιγλάτορας να γίνεις της ψυχής
Από εκεί να εποπτεύεις το διαρκές
Ήφαιστος και γυμνή τραγωδός
Πλάι στο σβηστό καμίνι να δροσίζεις
Τους κόμπους των δακρύων σαν στεγνώνουν