Τι δεν είχε δει ο ολόσωμος
καθρέφτης της παλιάς ξύλινης
ντουλάπας στην είσοδο του σπιτιού.
Χρόνια στο ίδιο σημείο καρτερικά
να ζει άλλοτε μες στη ζέστη κι άλλοτε
μέσα στο ψύχος το βαρύ πολλά
να καταγράφει σκηνικά και στιγμιότυπα
σαν σε ταινία ημιτελή.
Πρωτον το ξύπνημα του κορμιού
όταν το δεκατετράχρονο κορίτσι
ανακάλυπτει μετά την επιστροφή
του από το χωράφι τους πρώτους
κόκκινους λεκέδες στο παντελόνι
του κι ανυποψίαστο λέει στη μάνα
του κλαίγοντας οτι αρρώστησε βαριά.
Ακόμα ακόμα τη νεαρή γυναίκα
που αλλάζει εσώρουχο και το γάλα
ρέει στο πάτωμα και δεν μπορεί
να θηλάσει γιατί το μωρό της έχει
πέσει σε ένα βαρύ ύπνο όπως θάνατος.
Επιπλέον τον ανδρισμό του αγοριού
που κρύβει στη μασχάλη του τα πρώτα
παράνομα περιοδικά του έρωτα
και στενάζει δίπλα στην ανοιχτή κάνουλα.
Επίσης το μόχθο του πατέρα όταν φορά
την τραγιάσκα του μετά από μια
κουραστική ημέρα και πάει στο
καφενείο για μια γρήγορη παρτίδα
με τους παλιόφιλους.
Τώρα μετά το ξεκλήρισμα
της οικογένειας απομένει τυφλός,
στραβός, θαμπός και ανενεργής.
Θυμάται τις δόξες του και τραντάζεται
σύγκορμος όπως εκείνο το λιανό δέντρο
στην καταιγίδα όταν το χτυπάει
ξάφνου κεραυνός.
Και τι δεν θα έδινε για να στροφάρει
η ζωή του αλλιώς.
Να βρει ένα καινούργιο σπίτι
με πολλές γυναίκες, πολλά
μυξιάρικα παιδιά, παππούδες
και μουσάτους μπαμπάδες.
Να τους καθρεφτίσει, να τους χαϊδέψει,
να τους μαλώσει αλλά και αυτοί από
τη μεριά τους να τον χνωτίσουν,
να τον φιλήσουν παθιασμένα καθώς
θα αντικρίζουν τα ανοιχτά του τραύματα.
Αυτά που πονούν πιότερο τις νύχτες.
Αυτά που αιμορραγούν και το αίμα
ξεραίνεται και χάνεται τελειως η επαφή
με τον έξω κόσμο
Αυτά που αφορμίζουν ενώ δίπλα τους
ξεσπάει ένας μεγάλος σαματάς
και δεν μπορούν να επέμβουν
ούτε καν το δαχτυλάκι να κουνήσουν.
Γιατί αυτός ο καθρέφτης αν και
μεγάλωσε, αν και πένθησε, γέλασε
κι έκλαψε δεν λέει να τα παρατήσει
Θα μείνει για πάντα η άλλη εκδοχή
του εαυτού μας, ο βηματισμός μας
και η ανοδική μας πορεία προς το αδηλο
αλλά και ο καταστροφικό μας εγωισμός
κι η έρπουσα φιληδονία.
Μια σελίδα που δεν ανοίξαμε ακόμα.