Ήταν μετά από τη βροχή,
έστεκε δίπλα σε ένα
παγκάκι, ολομόναχος.
Νέος ποιητής ανερχόμενος.
Οι χούφτες του κλειστές.
Τι να κρατούσε εκεί;
Μήπως σπόρους βασιλικού,
άνθη καλεντούλας ή χωνάκια
γιασεμιού;
Ποιος να ξέρει!
Έστεκε εκεί κάτωχρος
και βουβός.
Πέρασε ξυστά ένας ποδηλάτης.
Τον άγγιξε στον ώμο.
Τραντάχτηκε, άνοιξαν
οι χούφτες του.
Κάθε ένα του δάκτυλο αίφνης
μετουσιώθηκε σε κρίνο.
Πήρε να γράψει ποίημα.
Οι χούφτες τώρα ανοιχτές,
δεν είχαν τίποτα όμως
να φανερώσουν....
Μόνο που λίγο πιο πέρα
ακούγονταν καθαρά μια
μελωδία αγαπημένη.
Ο κόσμος παραμέριζε
για να ακούσει.
Αυτός έντυνε τη μελωδία
με στίχους.
Κράτησε πολύ λίγο όμως
αυτή η μυσταγωγία.
Όταν ξανάκλεισε τις χούφτες
οι πεζοί εξαφανίστηκαν,
οι μελωδίες έπαψαν,
τα ποιήματα παραπετάχτηκαν
στους υπονόμους.
Ο ποιητής αποχώρησε.
Έμεινε μόνο στο παγκάκι
αζήτητη μια ανθοδέσμη
με ολόλευκα κρίνα.
Ίσως αύριο κάποιος χαμάλης
την μαζέψει κι ένας καινούργιος
εμφανιστεί στίχος πέρα
από τον χρόνο και την παρακμή
του.
(Τα ποιήματα που θα γραφτούν
από εδώ κι ως το εξής
θα μιλούν εξ ολοκλήρου
για τον ποδηλάτη που
άργησε να 'ρθει
να αναδιατάξει τις γραμμές
του πενταγράμμου.
Οι μελωδίες να ξεχυθούν
στους δρόμους κι ο κόσμος
να λικνιστεί ξανά στους
ήχους τους, χωρίς
να καρτεράει επίδοξους
ποιητές παρά μονάχα
αργασμένες παλάμες.)