Στην αυλή σου μπροστά άφησες
Το τσιγγάνικο πέπλο της νύχτας
Αραχνοΰφαντες ώρες σε καθήλωναν
Με λεπτά λεπίδια
Και μάτια βουβά ουρανούς
Αδερφή του χειμώνα
Με λαγνεία τραβούσες τα πέπλα σου
Αγαπημένη Θεά του κρύου στρατώνα
Φύλακα της βροχής
Ιερατείο φοβικό εκκωφαντικών σειρήνων
Στα σπλάχνα σου μια πέτρα ρύθμιζε
Τις εποχές της μελαγχολίας
Ήρθαν ανήλικα τα χρόνια
Με δυο βεργίτσες ταπεινές στα χέρια
Ο ήλιος είχε λύσει τα άλογα του
Ανάβαση, Ανάσταση, ανύψωση
Ταξίδι στους Ιερούς μίτους
Του λαβυρίνθου που αποζητούσες
Ποιος σε καλεί;
Λαμπρές οι μέρες δίπλα στον σημαδεμένο
Ασβέστη του ενδεή Απρίλη
Κι οι νύχτες λευκές σαν το κρύο δόντι
Της αρκούδας
Φευγάτοι ίσκιοι μάτωναν
Τις κληματσίδες της σελήνης
Ξάφνου κοιμήθηκες Του Θεού τον ύπνο
Τριγυρισμένη από αίολους εραστές
Μάινα του δάσους πληγωμένη
Συλλάβιζες το λεξικό του πόνου
Μεγάλη η τομή βοούσε στο στήθος σου
Στο περιστύλιο της αύρας προεξείχαν
Τα μαύρα ιμάτια της σαβάνας
Ραψωδίες απήγγειλαν τα δέντρα
Κι ακόντια θλιμμένα της αστραπής
Άγρυπνος στρατολογούσες
Τους Άυπνους Ταξιδιώτες των λιμανιών
Ένα ταξίδι κι ένας προορισμός
Ακυρωμένος στα άδυτα δώματα της ψυχής
Άλογα αφηνιασμένα, πετούμενο νερό
Μια σάρκα γυμνή από ιδεολογήματα
Και προφάσεις της στιγμής
Στα τρένα επιβιβάζονταν πεταλούδες
Κι ανεμότρατες βυθισμένες
Ένα ταξίδι κι ένας προορισμός
Στο αχανές σημείο του ωκεανού
Παράταση της έφηβης μνήμης
Σε κυρτωμένους ιμάντες
Ένα ταξίδι στη κόλαση της τάφρου
Ποιός σε καλεί;
Ουρανοφόροι πελαργοί θρηνούσαν
Τα νεογέννητα μάτια του ηφαιστείου
Ένα Ταξίδι στην πανανθρώπινη
Ιστορία του πόνου
Δυο παγοκύστες στο υπογάστριο
Της θλίψης
Σιωπηλές ακροάσεις και δίκες χαμένες
Σε περιχαράκωσαν
Στο περιλαίμιο σου
Μια αρματοφόρα κονκάρδα
Αιμορραγούσε
Ένα ταξίδι κι ένας προορισμός
Φόρεσες τον τήβεννο της νύχτας
Δεν αποστάτησες
Διττή πορεία χωρίς ηγεμόνες
Και μάρτυρες
Το διάφανο δάκρυ της πέτρας
Αστόχησε στο μέτρημα της σκόνης
Στο βυθό της νύχτας αποτεφρώνω
Τις σελίδες μου και σε καλώ