Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Το μερτικό στη χαρά

Αποτέλεσμα εικόνας για ηφαίστειο

Δεν ήταν η ανεμώνα που έβαψε λιλά το λαιμό σου,
ήταν μια πολύγλωσση πασχαλιά
στης Μεγάλης Παρασκευής τον περίβολο.
Γονατίζω, σε συναισθάνομαι.
Λαμπρός αετός φωλιάζει στην καρδιά μου,
Με περιγελάει, τον απωθώ.
Με συντροφεύει, τον φροντίζω.
Στο σκαμνί ανέβηκε το πεινασμένο αγρίμι,
μη φοβηθείς,
έχει να πάρει κι άλλο μερτικό απ' τη χαρά.
Γυρίζω αξημέρωτα στο σπίτι,
το ρούμι φέρνει τον πιο ωραίο ύπνο.

Φοράω τριμμένα ρούχα, οι γόβες μου στραβοπατημένες.
Άγουρα τα σταφύλια στον κήπο, άδειο το κιούπι με το λάδι.
Ερχόσουν έφευγες σαν έρπουσα ροή ηφαιστείου.
Στο στέρνο σου κιτρινισμένα τα βιβλία κι οι σκέψεις σου.
Βάλε βαστάζους που να αντέχουν.
Μην τα παρατάς.
Ο φρούραρχος στρίβει μ' επιμέλεια ένα τσιγάρο σέρτικο,
μήπως για αυτό κι οι σκέψεις σου χρωματίστηκαν έτσι;
Το χρώμα είναι αίμα,
το ήξερε ο Βαν Γκογκ περισσότερο απ' όλους.

Στέλνω μια εντολή στο φεγγάρι,
άγρια μέντα να φυτρώσει το παραγώνι μας.
Βάλε μουσική, εγώ θα βάλω μια ξεφτισμένη κουρτίνα
τον αττικό να κόβει ουρανό.
Περνούν τα χρόνια κι αλλιώς μας εκπλήσσουν τα δευτερόλεπτα,
περνά ο μακελάρης ανύποπτος σαν παιδί.
Η λάμα στραφταλίζει στον ήλιο σαν σπασμένο κάτοπτρο, πολυεδρικό.
Πόσα ακόμα θα αποκτήσω πρόσωπα;

Στον άνεμο εμπιστεύομαι το φυλακτό.
Η μάνα ήξερε να κεντά χρυσαφιά σταυρουδάκια στα μαλλοβάμβακα μαξιλάρια.
Απογευματινός ύπνος, ελαφρύς.
Απογευματινά όνειρα, λεπτά υφασμένα
(Μαλακοί οι ίσκιοι στο γύψινο εικονοστάσι)
Ο εφιάλτης σκόνταψε στη μαρκίζα με τις φτέρες.
Έλα, να αναδιατάξουμε το τοπίο των ρεμβασμών,
στα βυζαντινά ντύθηκα χρώματα, μόνο για εσένα...

Στα ερημοκλήσια τα πρώτα μας σκιρτήματα,
ποδηλάτου πάρε ακτίνα στη στίλβη της να μετράς, τον χαμένο χρόνο.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2018

Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Παρουσίαση του βιβλίου μου

Φωτογραφία της Μαρία Κανελλάκη.

Ελάτε να γίνουμε μια ζεστή αγκαλιά, να συνομιλήσουμε, να γνωριστούμε από κοντά
Να γίνουμε μια ζεστή παρέα με αφορμή το βιβλίο μου.
Σας περιμένω αντάμα να βαδίσουμε και να ταξιδέψουμε στους δρόμους της ποίησης! 

Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018

Κυκλοφορεί κι είναι σαν όνειρο

Ήταν ένα όνειρο....δεν ξέρω! 
Ήταν μια ανάγκη....δεν γνωρίζω!
Ήταν μια απαίτηση δική σας ....μάλλον....
Οι λαβές των αγγέλων βγήκαν στο προσκήνιο και ζητούν να τις αγκαλιάσετε χωρίς να αγκυλωθείτε !  
Έγιναν πράξη μετά την αμέριστη προσπάθεια της αγαπημένης μας συν μπλόγκερ Μαρίας Καννελάκη και την απεριόριστη εμπιστοσύνη του Γιώργου Δαμιανού των εκδόσεων "24 γράμματα" στους οποίους οφείλω ένα μεγάλο μεγάλο ευχαριστώ, όπως επίσης πολλές ευχαριστίες οφείλω στην εικαστικό Φλώρα Ρουμελιώτη που ειδικά δούλεψε με βάση τον τίτλο του βιβλίου! 

Κυκλοφορεί είτε με παραγγελία μέσα από τα γνωστά σας βιβλιοπωλεία είτε ηλεκτρονικά με on line παραγγελίες μέσα από την σελίδα των εκδόσεων "24 γράμματα"  και τηλεφωνικά στο: 210 6127074
Είναι αυτό που ήθελα ακριβώς (ποιοτικά). 
Το βιβλίο της καρδιά μου!

Με ενθουσιασμό σας το παρουσιάζω:





Κυκλοφορεί  σε όλα τα βιβλιοπωλεία.
Οn line παραγγελίες (δωρεάν ταχυδρομικά σε όλη την επικρατεια) εδώ
και τηλεφωνικά στο 210 612 70 74 (αντικαταβολή, δωρεαν μεταφορικά)
ΣΕΙΡΑ: ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ (αρ. σειράς 43)
Τίτλος: Οι λαβές των Αγγέλων
Συγγραφέας: Ελένη Γιαννάκαρη
Εικαστική δημιουργία εξωφύλλου: Φλώρα Ρουμελιώτη
Επιμέλεια και διόρθωση κειμένου: Μαρία Καπετανάκη

Σας φιλώ πολύ πολύ  ♥♥♥ (εντός των ημερών θα σας ειδοποιήσω για την παρουσίαση του)

Τετάρτη 6 Ιουνίου 2018

Καλπασμός

Αποτέλεσμα εικόνας για καλπασμός

Μαζί σου θα δοθώ στη μάχη,
εκτάσεις μακρινές να κυριεύσουμε.
Μη βλέπεις τώρα που χαμογελάω,
οργή και θυμό έχει η καρδιά,
μαρτυρίες και κραυγές είχε το σώμα.
Αφιερώθηκα στο αδύνατο από μικρή.

Ετοιμοπόλεμη και δυνατή,
θα σταθώ μπροστά στους εισβολείς.
Ασπίδα και δόρυ θα κρατάμε,
την άβυσσο του μυαλού να στοχεύουμε.
Δερμάτινα σαντάλια και χιτώνες λευκούς θα ντυθούμε,
ελεύθερα να βγαίνουμε, στα μονοπάτια των φωνών.

Μην απορείς έτσι μικρή που με βλέπεις.
Μεγάλη έχω την πόρτα της ψυχής,
μεγάλη και διάπλατα ανοικτή στα θαύματα της ζωής.

Στο φωταγωγό το δάφνινο στεφάνι, η μυρτιά κι ο ασπάλαθος.
Απερισκεψία μεγάλη να τα αφήσεις εκεί.
Αυτά τα όπλα μας κι η κληρονομιά μας,
αυτά τα μέτρα μας κι οι μαρτυρίες μας.
Στην επιφάνεια των μαρμάρων θα τα μεταφέρω
να έχουν οι προσκυνητές κονάκι και αίμα χάλκινο, να ψυχώνονται.

Είναι άνοιξη, πέρασε η καταιγίδα.
Στέγνωσε πάνω στην πόρπη μου
το διάφανο δάκρυ των σύννεφων.
Η βαρκούλα φιλιέται με τον βράχο
και μας περιμένει...

Δώσου στον άνεμο.
Δώσου στα κύματα.
Πλησίασε χωρίς φόβο τη φωτιά,
αναμμένοι οι πυρσοί μας θα μας καθοδηγούν.
Πριν τη μάχη φόρα μονάχα,
εκείνο το φυλακτό με τη σμύρνα.
Ωραίος κι άτρωτος να μένεις στους αιώνες,
ένας επίγειος Θεός με φορά προς τον καλπασμό της ανατολής!

Πήρε μέρος στο δρώμενο "Παίζοντας με τις λέξεις" που με άψογο τρόπο διοργάνωσε
η me(maria) μας με πρωτεύσασα την Αριστέα μας!!

Κυριακή 3 Ιουνίου 2018

Οδομαχίες

Αποτέλεσμα εικόνας για Οδομαχίες

Με δυο ημιτελείς σελίδες απ' την ψυχή σου,
νοστιμίζω την καρδιά μου.
Σε κλείνω εντός μου.
Σε προσέχω.
Σου δίνομαι ολοκληρωτικά.
Το βιβλίο της ζωής σου ξαναγράφω,
στάζει το μελάνι και σχηματίζει σύμφωνα, σημεία στίξης,
κι επαναλαμβανόμενα φωνήεντα.
Ηχηρά φωνήεντα να με ακούς.
Πολλές οι σελίδες πάνω στο τραπέζι,
πολλά τα κοχύλια στη γλάστρα του δαπέδου,
πολλές οι αναθυμιάσεις από τα αναμμένα κάρβουνα της μνήμης.
Πόσα θα ήθελα εκεί να ζεσταθείς,
την πένα σου να πάρεις, συνέχεια να δώσεις στο άγνωστο
κι ένα λουλούδι λιγόζωο να περάσεις στ' αφτί σου,
να σε γνωρίσουν εξαρχής οι ώρες μου.

Πηγαίνω συχνά στο δάσος με τους σφενδάμους.
Δεν κρατώ καλάθι,
τι να συλλέξω;
Μόνο το παγούρι μου ρίχνω στον ώμο.
Ξεράθηκαν οι πηγές.
Η χλόη δεν βλασταίνει,
κι εκείνοι οι σκίουροι,
ακίνητοι επιβλέπουν, της φύσης την άναρχη εποποιία,
χωρίς καθόλου παιχνιδίσματα.

Γυμνά πολλές φορές αφήνω τα πέλματα.
Την οργή του χώματος να νιώσω,
το στεναγμό της πέτρας να φυλακίσω,
το χτύπο των πεσμένων φύλλων,
στη μελωδία της φλέβας, να εμπιστευτώ.
Αυλούς φτιάχνω.
Φτερά μερεμετίζω.
Ξυραφάκια περνώ στους κορμούς.
Μαρκάρω τα φύλλα με αίμα ελαφιού.
Ξεχνάω πως κλείνονται τα παθητικά ρήματα.
Πως να μιλήσω;
Τα πάθη πως να στεριώσω στη σημαία μου;
Αν ζωγράφος ήμουν ίσως τα κατάφερνα!

Με δυο ημιτελείς σελίδες απ' την ψυχή σου,
μπαίνω στα όνειρά σου.
Κλαδεύω τα γιασεμιά.
Μύρα σκορπίζω.
Εμφιαλώνω κρασιά ακριβά και στα χαρίζω.
Έλα να χορέψεις,
έλα να γιατρευτείς,
έλα στο τραπέζι να κλείσεις τους λογαριασμούς.
Όσο σου μοιάζω, τόσο πιο απόμακρος γίνεσαι...
Φταίνε κι αυτά τα φιλιά που άσκοπα σπαταλήθηκαν,
φταίνε κι οι καρδιές που αγνάντεψαν ψηλά κι αέρινα έγινα σήματα.
Μα πιο πολύ φταίνε οι αμαρτίες που διέπραξαν τα νούφαρα,
πριν κοιμηθούν στην αιθάλη του πρωινού.
Ψυχή μου μη ξεχαστείς, βράδυ να βγαίνεις στις οδομαχίες.
Πληγώνουν τα πρωινά!

Έλαβε μέρος στο 20ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε
η ακούραστη Αριστέα μας 

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Πριν τη συνάντηση

Σχετική εικόνα

Σε περίμενα, είχα βάψει μαύρα τα νύχια στα πόδια.
Τα χέρια μου ολοκόκκινα, σημάδια άφηναν,
αποτυπώματα της παλάμης στον άσπρο τοίχο,
σαν τις παιδικές ζωγραφιές,
στα χρόνια της αθωότητας.
Από το παλιό πολυέλαιο της γιαγιάς
κρέμονταν οι ψυχές των προγόνων.
Αρχοντικός πολυέλαιος,
κειμήλιο μιας ζωής που ξυπόλητη έτρεχε στα χαλίκια.
Τότε που δίναμε μια σπρωξιά στον αέρα
κι επέστρεφε η χαρά στο σπίτι,
σαν το λιποτάκτη που αψήφησε νόμους και συνθήκες.

Σε περίμενα μ' ένα διπλό φιόγκο στα μαλλιά,
με μια λέξη ειπωμένη απ' τα παλιά.
Αγαπημένη λέξη: πορεία.
Το καρβουνάκι των ματιών σου σβηστό,
στο κιγκλίδωμα των δακτύλων σου πληγώθηκε το περιστέρι,
στο καμαράκι σου κιτρίνισε ο χάλκινος ιβίσκος.
Ήσουν εδώ.
Τα στάχυα ξεσπυρισμένα απ' τα χέρια σου.
Στρωμένο το τραπέζι με τα λινά της προσμονής.
Λευκά λινά, αγορασμένα ακριβά στην τοπική εμποροπανήγυρη,
τα στεγνώναμε στον ήλιο κι αυτός σαν παιδί θαμπωνόταν.

Σε περίμενα με την αγκαλιά ανοικτή
προορισμένη μόνο για εσένα.
Μεγάλη αγκαλιά,
σαν τα Σάββατα του Αυγούστου στο νησί,
τότε που επέστρεφε η σκόνη στο σπίτι, αιωρούμενη,
επιβλέποντας το πορτραίτο σου,
αντιγράφοντας το σκοτεινό σου μειδίαμα,
εξετάζοντας τα πάθη σου,
όπως εξετάζει ο ωρολογοποιός, την πλάνη των λεπτών,
το βράδυ στο εργαστήριο.
Είναι καλά τα Σάββατα,
σαν το αχνιστό ψωμί στα χέρια του μικρού αθίγγανου,
πριν προτάξει θαρρετά το χέρι, στους αδιάφορους πιστούς.

Σε περίμενα μ' ένα τσόχινο καπέλο κάτω απ' τη μασχάλη,
ζεσταινόμουν....όμως επέμενα.
Στα χείλη μου ένα κλωναράκι βασιλικού,
Το άλλο μισό μοναχό του στο ποτήρι άπλωσε ρίζες.
Καιρός να το φυτέψω στην πήλινη γλάστρα της εισόδου.
Εκεί να σταθείς.
Να λεπτύνει το άρωμα του σώματος σου,
να μερώνει η πίκρα στα ακρόνυχα του θυμού
κι ο στόχος αργά να μακραίνει
Πλέριος ο ορίζοντας να γίνεται.
Ορίζοντας ανοιχτός, με φοινικιές πολύκλωνες,
ψηλά να κοιτούν.
Οι ίσκιοι να χάνονται απ' το βλέμμα σου,
καλοτάξιδο πλεούμενο να βρίσκει η ψυχή σου,
στα ανοιχτά να πηγαίνει,
νησιά να ανεβάζει στην επιφάνεια και βουβούς κοχλίες.

Έλαβε μέρος στο 20ο Συμπόσιο Ποίησης που διοργάνωσε
η ακούραστη Αριστέα μας