Ανάμεσα σε εσένα και εμένα
ένας τοίχος ψηλός χτισμένος
μαστορικά από πέτρες λειασμένες
με το μυστρί του ανέμου.
Στις ενώσεις τους μες απ' το ελάχιστο
χώμα ξεπετιούνται σκυλάκια,
άγρια φτέρη, λειχήνες κι αγκιναράκια .
Αυτοφυή όλα.
Ένας εκλιπών Θεός τα ευλογεί.
Μια μήτρα άγριου θηλαστικού
ζωή να τους δίνει και υπόσταση.
Δεν σε βλέπω δεν με βλέπεις.
Δεν σε φτάνω δεν με φτάνεις.
Μόνο την ανάσα σου ακούω.
Μόνο το γρατσούνισμα της πένας
σου νιώθω σαν στέκεσαι δίπλα στο
πρώτο αγκωνάρι και μου γράφεις
ποιήματα και στίχους.
Κάποιες φορές μέσα στης αγρύπνιας
σου τις ώρες τους απαγγέλεις δυνατά.
Δακρύζω και νοερά σου δίνομαι.
Ξυπνάω και σε θέλω.
Από τις σχισμές μέσα έρχεται καθαρά
το καρδιοχτύπι σου σαν σφυριά δυνατή
πάνω στο μελίγγι.
Πονάω.
Σε φωνάζω.
Εκλιπαρώ να σε δω να έρχεσαι
Κάνω να πατήσω στα ακροδάχτυλα
μα το ύψος τρανό δεν με αφήνει.
Κάνω να γκρεμίσω τις πέτρες
μα λαβώνομαι.
Κολλάω στις ρίζες, κολλάω στο χώμα
κολλάω στο συμπαγές των επιφανειών.
Σπάω τα νύχια μου.
Τσακίζω τα δάκτυλα.
Χρόνια λοιπόν ζω στο ίδιο τετραγωνικό
μέτρο του έρωτα με εσένα
Χρόνια σού κλέβω στίχους και με μουσική
τους ντύνω.
Άκου την αγάπη, άκουσε την άρπα μου.
Ψήλωσε.
Φτερά βγάλε.
Αφέσου.
Φτιάξε μια σκάλα, μια σκαλωσιά έστω
κι αν δεν μπορείς πάρε την ευλυγισία
από το κλειδί του σολ κι αγκάλιασε με.