Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2022

Χωρίς περίσκεψη

Θέλησα να μπω στον κόσμο σου τον εαυτό μου 
να συναρμολογήσω και τα λάγνα να βρω φιλιά που 
μαζί σου κάποτε πήρες.
Μακρύς ο δρόμος ως εκεί.
Πολλά συνάντησα εμπόδια και δρόμοι
αχάρακτοι με περίμεναν.
Στην παλαίστρα μπήκα του φόβου με καρδιά 
τρέμουσα και με γάντια φθαρμένα.
Πέτρες με κυνήγησαν αιχμηρές σαν μαχαίρια.
Ιστοί αράχνης με έπνιξαν και μου έφραζαν τα μάτια.
Κάποια σκάρτα ποιήματα μου αφαίρεσαν τη φωνή.
Αέρηδες με παλιά χοντροπάπουτσα με έβγαζαν εκτός
πορείας και στην θάλασσα με οδηγούσαν μες την
αρμύρα των κυμάτων να πνιγώ.
Τους ξεγέλασα ξόρκια προφέροντας κι οδηγίες της γης.

Αναμαλλιασμένη σε τρίστρατα άγνωστα έφτασα.
Οδηγό είχα το ένστικτό και την βαριά μυρωδιά σου 
που κάποτε θελκτική μού ήταν.
Μακριά από τα γήινα σε βρήκα, κιθαρωδός
απέλπις μουσικές καταχθόνιες να παίζεις.
Για φρουρούς είχες βάλει στην πύλη σου 
δυο αφηνιασμένα και μακρύτριχα σκυλιά.
Υλακές με κυνήγησαν και με φόβισαν.
Νύχια μου κατέσχισαν τα πόδια και δόντια 
κοφτερά μου άρπαξαν τον άγιο άρτο και 
τον σφαγμένο κόκορα κι έμεινα νηστική 
με το ταγάρι άδειο και τρύπιο.

Χαμένη έψαξα την άλλη είσοδο να βρω 
μπροστά σου για να αναμετρηθώ. 
Σε βρήκα με το στόμα ξεραμένο και στιφό
απ' την φενάκη.
Ταμπουρωμένος σε πέτρινο πύργο κρυβόσουν.
Βρισιές εξαπέλυες με παρατεταμένα τα φωνήεντα,
ειδικά τα άλφα και το ύψιλον. 
Ποιήματα ανομοιοκατάληκτα πρόφερες σαστισμένος
που ποτέ δεν είχα ξανακούσει.
Δεν έκανα πίσω και τις πληγές μου έδεσα πρόχειρα 
με γάζες ποτισμένες στο χλωροφόρμιο. 

Ήρθα κοντά σου υπό των ήχων των υλακών.
Με υποδέχτηκες με λυτά τα μακριά σου μαλλιά,
με σπασμένα γόνατα και μάτι αγριεμένο για τσιγάρο.
Το σώμα μου είχες αλώσει και νήματα 
μπερδεμένα εξείχαν από τις στιγμές μας που 
άλλοτε με ερωτικά χάδια τις έντυνες.
Θέλησα να βρω την άκρη και δυο μεγάλα 
πλεκτά να φτιάξω λίγο να ζεστάνω τα πέλματα.
Αδίκως όμως μέσα τους μπλέχτηκα σαν έντομο που
ανίδεο πέφτει στους αδιόρατους ιστούς μιας γριας αράχνης.

Εκλιπαρούσα να με σώσεις. 
Τα φιλιά ζητούσα πίσω και τα τρωτά μου μέλη 
να μου επιστρέψεις αλώβητα.
Απαθής με κοιτούσες.
Υπεροπτικά με ανέλυες μετρώντας στα δάκτυλα
τις τυχόν προδοσίες μου.
Τότε κατάλαβα πως μια κρύα προ καιρού μου είχες 
χτίσει φυλακή.
Αλυσοδεμένη μέσα της κλείστηκα χωρίς ανάσα και μιλιά.
Οι πληγές αφόρμισαν και τρέχουν. 
Ποτίστηκαν με αίμα οι γάζες. 
Αργά αργά σε έναν εγκλεισμό επώδυνο και φρικτό
με ξοδεύεις, θυσία ενός έρωτα σκοτεινού.