Μπουμπούκιασε η φύση.
Βγήκαν ρωμαλέα τα πρώτα ζουμπούλια,
οι φρέζες κι οι λιλά βιολέτες.
Μοσχοβόλησε άνοιξη το σώμα κι ηδονικά
μαζεύει χυμούς από τις ολάνθιστες ζαρντινιέρες.
Μαζεύτηκε η στάχτη από τη γωνιά.
Στραβοπατώντας σαν μεθυσμένος γέροντας ο χειμώνας
μας εγκαταλείπει αγριεμένος, κουνώντας απειλητικά το ραβδί του.
Στάλα - στάλα πίνει ρούμι, σκοντάφτει σε μια ρίζα.
Κρύα έχει τα χέρια, φοβάται να στραφεί στους ανθόκηπους.
Φοβάται τις μέλισσες, τις πεταλούδες, το χνούδι της αγκινάρας
Καταπίνει το σάλιο του και φεύγει βλαστημώντας.
Έχασε την εξουσία του, έχασε τους έμπιστους φίλους του,
τον βοριά, τους κρυστάλλους, τα σκοτεινά απογεύματα
κι εκείνα τα μουντά δειλινά που με της λήθης παίζουν την τράπουλα
Στους αγρούς βγήκαν τα πρώτα αγριολούλουδα
Στο χωνάκι της παπαρούνας μεταλαμβάνουν οι κορασίδες
και ζητούν άφεση αμαρτιών, λες κι έχουν παραστρατήσει ποτέ.
Περιμένουν να βγουν τα λεμονάνθια, τα ανθογυάλια τους να στολίσουν.
Τους αγαπημένους τους να πάρουν, να ανεβάσουν με σκοινί διπλό
τους κουβάδες με το ανθόνερο.
Εκεί να λουστούν μετάξια.
Εκεί να ξανασμίξουν με τα γαλάζια όνειρα.
Εκεί να φιληθούν με την απαλή σάρκα των βλαστών.
Σφριγηλοί κι ωραίοι να να περάσουν πορφυρή κλωστή
στο νιόβγαλτο λουλούδι της ροδακινιάς, να καρπίσει αρώματα.
Χάρισμα να δώσουν, το χρυσό δακτυλίδι τους, στους κορυδαλλούς
που κατοικούν στις λαγκαδιές μαζί με τις μούσες.
Αφοσιωμένοι και δυνατοί να γεμίσουν με σχέδια τα μπράτσα τους
με το αίμα του αγριάγκαθου και μαζί να διαβούν τα πάθη της σταύρωσης.
Πάντα η ομορφιά θα κρύβει λίγο μαύρο στον πυρήνα της.
Πάντα η αγάπη θα συμπλέει με το όχι της μαργαρίτας.
Πάντα το ωραίο θα το σκάβει ο πανδαμάτωρ με το υνί του.
Αντιθέσεων αρμονία, βάρκα που βγήκε στη ακτή ξεχνώντας το κύμα.
Κόρη που ξέμπλεξε τις κοτσίδες της και ο καθρέφτης θρυμματίστηκε.
Μάζεψε τα κομμάτια, άφοβος να βγεις στου έρωτα το λημέρι
Το κοπίδι του να πάρεις της λύπης να αφαιρέσεις το σκληρό νύχι.
Οργιαστικά να χορέψουν οι ντερβίσηδες στα παλάτια του ήλιου
κι αυτός να τους κεράσει χρυσά κουμπιά και εσπερινά φιλιά.
Φιλιώνουμε με το ξύλινο ξόανο του άγριου δαίμονα.
Διεκδικούμε το άπιαστο στις απόχες των σύννεφων.
Μαζεύουμε τετράφυλλα τριφύλλια τύχη να έχουν τα αποδημητικά.
Χαμογελάμε και λύνονται οι αλυσίδες των κρατουμένων.
Εμείς θα γεμίσουμε τα μπαλόνια με του πουνέντε τα ξυράφια.
Στα κιούπια μας πάντα θα έχουμε μια σταξιά λάδι, λίγο κρασί
και μια κερήθρα με θυμαρίσιο μέλι μην και πεινάσει η άνοιξη
και τα παιδιά της τα πουλήσει μισοτιμής στους γυρολόγους.
Αρκεί να βρούμε τους τρόπους να πληρώσουμε το τίμημα ακριβώς.
Ελαβε μέρος στο παιχνιδι "Παιζοντας με τις λεξεις" με πραγματικά υπέροχες συμμετοχες
Βγήκαν ρωμαλέα τα πρώτα ζουμπούλια,
οι φρέζες κι οι λιλά βιολέτες.
Μοσχοβόλησε άνοιξη το σώμα κι ηδονικά
μαζεύει χυμούς από τις ολάνθιστες ζαρντινιέρες.
Μαζεύτηκε η στάχτη από τη γωνιά.
Στραβοπατώντας σαν μεθυσμένος γέροντας ο χειμώνας
μας εγκαταλείπει αγριεμένος, κουνώντας απειλητικά το ραβδί του.
Στάλα - στάλα πίνει ρούμι, σκοντάφτει σε μια ρίζα.
Κρύα έχει τα χέρια, φοβάται να στραφεί στους ανθόκηπους.
Φοβάται τις μέλισσες, τις πεταλούδες, το χνούδι της αγκινάρας
Καταπίνει το σάλιο του και φεύγει βλαστημώντας.
Έχασε την εξουσία του, έχασε τους έμπιστους φίλους του,
τον βοριά, τους κρυστάλλους, τα σκοτεινά απογεύματα
κι εκείνα τα μουντά δειλινά που με της λήθης παίζουν την τράπουλα
Στους αγρούς βγήκαν τα πρώτα αγριολούλουδα
Στο χωνάκι της παπαρούνας μεταλαμβάνουν οι κορασίδες
και ζητούν άφεση αμαρτιών, λες κι έχουν παραστρατήσει ποτέ.
Περιμένουν να βγουν τα λεμονάνθια, τα ανθογυάλια τους να στολίσουν.
Τους αγαπημένους τους να πάρουν, να ανεβάσουν με σκοινί διπλό
τους κουβάδες με το ανθόνερο.
Εκεί να λουστούν μετάξια.
Εκεί να ξανασμίξουν με τα γαλάζια όνειρα.
Εκεί να φιληθούν με την απαλή σάρκα των βλαστών.
Σφριγηλοί κι ωραίοι να να περάσουν πορφυρή κλωστή
στο νιόβγαλτο λουλούδι της ροδακινιάς, να καρπίσει αρώματα.
Χάρισμα να δώσουν, το χρυσό δακτυλίδι τους, στους κορυδαλλούς
που κατοικούν στις λαγκαδιές μαζί με τις μούσες.
Αφοσιωμένοι και δυνατοί να γεμίσουν με σχέδια τα μπράτσα τους
με το αίμα του αγριάγκαθου και μαζί να διαβούν τα πάθη της σταύρωσης.
Πάντα η ομορφιά θα κρύβει λίγο μαύρο στον πυρήνα της.
Πάντα η αγάπη θα συμπλέει με το όχι της μαργαρίτας.
Πάντα το ωραίο θα το σκάβει ο πανδαμάτωρ με το υνί του.
Αντιθέσεων αρμονία, βάρκα που βγήκε στη ακτή ξεχνώντας το κύμα.
Κόρη που ξέμπλεξε τις κοτσίδες της και ο καθρέφτης θρυμματίστηκε.
Μάζεψε τα κομμάτια, άφοβος να βγεις στου έρωτα το λημέρι
Το κοπίδι του να πάρεις της λύπης να αφαιρέσεις το σκληρό νύχι.
Οργιαστικά να χορέψουν οι ντερβίσηδες στα παλάτια του ήλιου
κι αυτός να τους κεράσει χρυσά κουμπιά και εσπερινά φιλιά.
Φιλιώνουμε με το ξύλινο ξόανο του άγριου δαίμονα.
Διεκδικούμε το άπιαστο στις απόχες των σύννεφων.
Μαζεύουμε τετράφυλλα τριφύλλια τύχη να έχουν τα αποδημητικά.
Χαμογελάμε και λύνονται οι αλυσίδες των κρατουμένων.
Εμείς θα γεμίσουμε τα μπαλόνια με του πουνέντε τα ξυράφια.
Στα κιούπια μας πάντα θα έχουμε μια σταξιά λάδι, λίγο κρασί
και μια κερήθρα με θυμαρίσιο μέλι μην και πεινάσει η άνοιξη
και τα παιδιά της τα πουλήσει μισοτιμής στους γυρολόγους.
Αρκεί να βρούμε τους τρόπους να πληρώσουμε το τίμημα ακριβώς.
Ελαβε μέρος στο παιχνιδι "Παιζοντας με τις λεξεις" με πραγματικά υπέροχες συμμετοχες