Το σώμα μου
όταν σε γνώρισε μεγαλοπρεπής
ναός έγινε να έρχεσαι
να τον προσκυνάς αγάπη μου.
Στα πόδια μου τα θεμέλια του.
Βαθιά θεμέλια που σκίζουν
το ριζοβούνι κάθετα.
Εκεί οι μεγάλες ιδέες σου,
τα πιστεύω σου και οι
μελλοντικοί σου στίχοι.
Στα χέρια μου το σκουρόχρωμο
τέμπλο και η ωραία πύλη.
Προσκυνητή σε καλώ
να θυμιατίζεις του έρωτα
τη φωτεινή άλω.
Μπροστά στην πύλη στέκεσαι
με τα χρυσοποίκιλτα άμφια
και μεταλαβιά μου δίνεις
αντικρούοντας τις τόσες
αμαρτίες μου.
Στο μέτωπο μου
η κεραμοσκεπή του με τις
φωλιές των χελιδονιών.
Εκεί υψιπετής να με βλέπεις
και να με γνωρίζεις
με τους ουρανούς σου
και με τα απροσδόκητα θέλω.
Στα μάτια μου ο προαύλιος
χώρος με το κωδωνοστάσιο.
Εκεί να έρχεσαι να χτυπάς την
καμπάνα για τη λαμπρή γιορτή
και για το μέγα Πάσχα.
Μεγάλο το ποίμνιο που
σε ακολουθεί και από τις
διδαχές σου αγαλλιάται.
Τώρα που στη λήθη τάχθηκες
δεν έχω που να σταθώ
δεν έχω που να πιστέψω.
Ο θάνατος με τα λουστρινένια
παπούτσια του πατάει πάνω
στα ιερά βιβλία που μετά το
σεισμό του φευγιού σου διέσωσα.
Τα σκίζει.
Τα μαγαρίζει.
Τα ατιμάζει με τη σκοτεινή
ουρά που έχει στα σκέλια.
Το ναό απ' άκρη σ' άκρη
καταλύει στη συνέχεια.
Μένω να τον παρακολουθώ
βυζαίνοντας τη θηλή της
πίκρας και νιώθοντας στα
χείλη μου την αποκρουστική
ανάσα του που με βδελυγμία
κοντά του με καλεί βάζοντας
μου όρο αδιαπραγμάτευτο
να πληρώσω με αίμα
την είσοδο μου στο σκότος.