Στο φως του ήλιου δόθηκα και στου νερού τη ροή
τάχτηκα πριν ζήσω.
Ένα ποτάμι το κρεβάτι των ωδίνων κι η μητέρα
μαύρο είχε το νύχι του αντίχειρα.
Διπλός ο πόνος, σφάδαζε.
Στην θάλασσα χαρίστηκα πρωτίστως προτού στην
αγκαλιά της με πάρει και το πρωτόγαλα βυζάξω
απ' τα πέτρινα στήθη της.
Το μελάνι των μαλάκιων άδραξα πριν κραυγή ζωής
βγάλω και αναπνεύσω.
Με αυτό εμπότισα το αίμα μου, τον εγκέφαλο και
τους μυώνες ποιήματα για να γράφω για την ένδοξη
νύχτα και τους αθάνατους παγετώνες.
Πάντα και αεί αυτό νεογνό ακόμα με σφράγισε.
Η μητέρα παρακολουθούσε βουβή το σκηνικό.
Το φουστάνι της σκισμένο.
Το μαντήλι είχε υποχωρήσει απ' το λαιμό της.
Λύθηκε ο κόμπος κι ανυπεράσπιστες οι καρωτίδες
της πάλλονταν σε εξωφρενικό ρυθμό.
Η μαμή της έδωσε ένα ποτήρι κρύο νερό.
Ζεμάταγε το κορμί της.
Ερυθρές οι παρειές.
Τρίζανε τα δόντια της.
Αποκαμωμένη η μητέρα ζουλούσε την κοιλιά της,
μια τούφα μαλλιών έφτανε ως εκεί.
Ζεσταινόμουν κι οι μοίρες που συνάχτηκαν γύρω μου
μαύρα κολλούσαν χαρτιά στο ζαρωμένο μου κορμί.
Έξω ο χειμώνας το μαύρο φορούσε σκούφο
των ναυτικών που άνεργοι τριγυρίζουν στα λιμάνια
με τις νεαρές πόρνες και τους κουφούς εραστές.
Η μητέρα χαλάζι μασούσε και οκτάγωνες χιονονιφάδες.
Δεν ήξερε να μετράει.
Δεν γνώριζε τα ιδεογράμματα των τρελών.
Μόνο νανουρίσματα ήξερε και δυσεπίλυτα αινίγματα
εύκολα να λύνει.
Ντρεπόταν, αναχάραζε στίχους, σκέφτονταν την ξύλινη
σκάλα που ξέχασε να πάρει απ' την γέρικη ελιά.
Δεν μαζεύτηκε ο καρπός ποτέ κι άδεια θα έμεναν τα κιούπια.
Η μητέρα πριν ακόμα γεννηθώ καθάριζε κάθε απόγευμα
τα λαμπατέρ κι έδιωχνε τις αράχνες απ' τις γωνίες.
Στο εικόνισμα πάντα ένα σαμιαμίδι με κομμένη την ουρά
επισκίαζε το σπίτι, το ευλογούσε.
Στην μήτρα της εγώ ακόμα τα πράσινα λαχταρούσα μάτια
της να δω, τα κύτταρά της να διαβάσω.
Βιαζόμουν μα αυτή τυλιγμένη σε ένα σμαραγδί σάλι
γυρνούσε στα δωμάτια με τους Αγίους κι απ' τα πάθη
τους στράγγιζε αίμα κοχλαστό και μου το έδινε.
Αγίαζα, ανακούρκουδα καθόμουν, αφηρημένη εξέταζα
τους βίους των φτωχών και συνεπαρμένη σκοτεινά
ζωγράφιζα φεγγάρια στο περικάρπιο του κόσμου.
Ήρθα στον κόσμο με μαστίγια στα χέρια σαν φίδια
φαρμακερά μού έμοιαζαν.
Πόλεμο δεν κήρυξα σε κανέναν.
Πόνο δεν προκάλεσα και τα μαστίγια έκαψα προληπτικά
στου τζακιού την φωτιά.
Μάζεψα την στάχτη και την έβαλα στο σπιρτόκουτο
με τα τζιτζίκια και τους μπούμπουρες.
-Γελούσσα με έλεγε η γειτόνισσα και στο κατακάθι
του καφέ λαμπρό μου έταζε μέλλον.-
Ευτύχησα από μικρή να μιλάω με τους νεκρούς κι
απ' τα αηδόνια να κλέβω την λαλιά.
Στα ύστερα μου ίσως η μάνα με μάθει να μιλώ με τους
ανθρώπους πριν το μελάνι καθιζάνει στο αίμα
και πρόωρα ξενιτευτώ στου σύμπαντος
την στριφογυριστή σκάλα.