Οβολός το φιλί σου που
τον ζητά ο βαρκάρης σαν ανταμοιβή
στα μαύρα περάσματα.
Θάνατος που κουβαλάς
στο στήθος σαν μισοτελειωμένο
τατουάζ.
Πονά η βελόνα.
Πονά και σπαράζει η θύμηση.
Το σώμα πυρπολημένο από φωτιές
άρπαγες τρέχει να σωθεί.
Μαύρα τα νερά σαν βασάλτης
ραγισμένος που πριν λίγο
τον εξόρυξαν.
Το μάτι του βαρκάρη είναι
δίχρωμο σαν της κεραμιδογάτας
που την πάτησε πριν το λεωφορείο.
Το νέον τυφλώνει τα μάτια.
Στις αποβάθρες στριμώχθηκαν
φύλλα από ένα αόρατο δέντρο.
Μπούκωσαν οι ράγες ερημιά.
Οι επιβάτες δυσαρεστημένοι
χτυπούν τα πόδια στα πλακάκια.
Το τρένο που θα σε έφερνε
ακύρωσε το δρομολόγιο του.
Μην ήρθες κι έλειπα;
Ρωτάω τους επιβάτες
δεν γνωρίζουν.
Ο ζητιάνος μόνο μου έδειξε
το μισοάδειο τασάκι του απελπισμένος.
Ένα δίδραχμο το φιλί σου
που θορυβεί ακόμα σαν χαλασμένο
κλάξον.
Φεύγω σαστισμένη μήπως
και σε συναντήσω.
Δεν σε βρίσκω.
Γύρω μου οι άνθρωποι απορούν,
κάποιοι βιάζονται.
Βρέχει.
Σφυρίζουν οι άνεμοι κι εγώ
κλαίω σαν ορφανό παιδί στο
πολύβουο σταυροδρόμι.
Ακούω το τρένο να περνά.
Τρέχω αδίκως.
Ο ζητιάνος με συμπονεί και
μου δίνει το κέρμα.
Άδειο απομένει το τασάκι.
Πήχτρα η καρδιά από την απουσία.
Φεύγω.
Βρέχει.
Πετάω το κέρμα στον υπόνομο.
Μικροποσό το φιλί σου και
μακάβριο ανταλλάξιμο είδος.
Πάλι με γέλασες.
Πήρε μέρος στο 32ο Συμπόσιο Ποίησης που
διοργάνωσε η άοκνη πριγκιπέσσα μας.
https://princess-airis.blogspot.com/2024/12/32-1-11th-anniversary.html?m=1