Ο πατέρας ήταν πολύ ευσεβής και πίστευε βαθιά στα θεία. Άγιος άνθρωπός ασκητικός κατά γενική παραδοχή.Πήγαινε ανελλιπώς κάθε Κυριακή στην εκκλησία, νήστευε, διάβαζε τις γραφές, άναβε συχνά τα καντήλια των κοντινών εκκλησιών κι ήταν επίτροπος στον τοπικό ναό.
Μια μέρα ηλιόλουστη, Μάρτης ήταν, πήγε σε ένα μακρινό χωράφι που συνόρευε ανατολικά με το ξωκλήσι της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής.
Ήταν το μόνο χωράφι που δεν του είχε δώσει σταγόνα λάδι την προηγούμενη χρονιά και ζητούσε περισσότερο από τ' άλλα την προσοχή του.
Όταν τελείωσε με το σκάψιμο και το ανάριεμα σκούπισε με την ανάστροφη το ιδρωμένο μέτωπο και κατευθύνθηκε στο ναό για να προσκυνήσει. Πριν περάσει το κατώφλι έσκυψε κι έσβησε τη δίψα του από την ιερή κρήνη του αυλόγυρου. Μετά άνοιξε την σαρακοφαγωμένη πόρτα και σεβάσμια μπήκε στο χώρο βγάζοντας το καπέλο του.
Αφού ασπάστηκε τις εικόνες έφτασε μπροστά στην ωραία πύλη κι είπε να ανάψει τις οχτώ καντήλες που βρίσκονταν εκεί. Τις γέμισε ευλαβικά με λάδι κι έβγαλε από την τσέπη τα σπίρτα.
Τότε ήταν που έγινε κοινωνός ενός απίστευτου θαύματος.
Οι φλόγες ξεπετάχτηκαν ατίθασες και ξεπέρασαν σε ύψος τα εικοσιπέντε εκατοστά. Δυο παλάμες πάνω κάτω αντρίκιεςαγγέλους. Ανέβαιναν οι φλόγες ασυγκράτητες σαν να ήθελαν να διατρυπήσουν με μανία το ετοιμόρροπο ταβάνι και να συναντηθούν με τους αγγέλους. Ο πατέρας αποσβολωμένος σταυροκοπήθηκε και τσίμπησε τα πλευρά του για να βεβαιωθεί ότι δεν έβλεπε όνειρο.
Ταράχτηκε τόσο που τα πόδια έγιναν βαριά σαν τσιμέντο και δεν τον βαστούσαν άλλο όρθιο.
Διάλεξε το πιο κοντινό στασίδι κι έκατσε. Μια χοντρή σταγόνα
από δάκρυα διέσχισε το δεξί του μάγουλο κάνοντας την όραση του θολή. Έτριψε τα μάτια του με το μαντήλι για να δει καλύτερα.
Οι φλόγες εξακολουθούσαν να είναι τεράστιες.
Με κόπο πήρε από το ψαλτήρι το ευαγγέλιο κι άρχισε να διαβάζει με τρεμάμενη φωνή αποσπάσματα και ύμνους.
Έμεινε εκεί ως το σούρουπο. Για ένα τρίωρο οι φλόγες δεν έλεγαν να καταλαγιάσουν.
Η φοράδα του δεμένη στον πλάτανο έξω από το ναό φούρμαζε αναστατωμένη. Λίγο έλειπε να κόψει την τριχιά της. Με ασταθή βήματα βγήκε από την εκκλησία και πήγε κοντά της. Την χάιδεψε με ταπεινότητα και παραλογισμένος ακόμη από τη μέθεξη ξεκίνησε να φύγει. Την ίδια νύχτα κι ας ήταν απαγορευτική η ώρα κατέφυγε σχεδόν παραπαίοντας στον παπά του χωριού.
Του διηγήθηκε το περιστατικό με φωνή τρεμουλιαστή, αυτός τον άκουσε προσεχτικά και τον συμβούλεψε να νηστέψει για ένα μήνα. Δεν παρέλειψε να του τονίσει πως πρέπει να νιώθει ευλογημένος για αυτό που έγινε και να μην το πει παραέξω.
Εκείνο το βράδυ και για πολλές νύχτες ακόμη δεν κοιμήθηκε καθόλου. Η χαραυγή τον έβρισκε γονατιστό μπροστά στο εικονοστάσι να σταυροκοπιέται και να προφέρει εδάφια από την Αγία γραφή.
..................................................................................................................................................................
Την επόμενη χρονιά κι ενώ όλο το χωριό είχε ακαρπία, τα δικά του χωράφια ήταν υπερβολικά γεμάτα ειδικά αυτό της Παναγίας. Ο πατέρας είχε αξιωθεί κι ενός άλλου θαύματος και έτσι απόλυτα θρήσκος καθώς ήταν αποφάσισε το λάδι που έβγαλε από την απρόσμενη φετινή λαδιά να μην το κρατήσει για την φαμίλια παρά να το μοιράσει στους άπορους και στους ναούς της ευρύτερης περιοχής.
Κάπως έτσι ησύχασε το παραδαρμένο του πνεύμα κι ενισχύθηκε τα βέλτιστα η πίστη κι η προσήλωση του στα θεία.