Από όλες τις εποχές
αγαπώ εκείνη που γεννά
τις παπαρούνες.
Κόκκινα πουλιά που ήρθαν
τη χλόη να στολίσουν.
Αχ αυτό το χρώμα πόσο
παθολογικά το ζηλεύω.
Θα το ήθελα στα μάγουλα μου
το ωχρό να κρύψει πρόσωπο
μου, όμορφη να βγαίνω
στα λυρικά μονοπάτια.
Εύθραυστο λουλούδι σαν τις
τρεμάμενες πένες των
ποιητών λίγο πριν συλλάβουν
το ποίημα.
Δύσκολη ώρα όπου μέσα
στην αρένα βρίσκεσαι να
μάχεσαι με τις λέξεις και
τα νοήματα.
Πονούν οι λέξεις.
Αν δεν τις περιποιηθείς το
βέλος σου δεν θα βρει στόχο.
Γιατί οι λέξεις είναι κόκκινα
πουλιά που ήρθαν στη γη να
συντροφεύσουν τις παπαρούνες
και δεν τα φτάνεις.
Να το θυμάσαι καλά αυτό,
γιατί αλλιώς αυτά τα πουλιά
μαύρα γίνονται και σε λαβώνουν.
Θυμάμαι όταν ήμασταν παιδιά
ανοίγαμε τα κλειστά
μπουμπούκια της παπαρούνας
για να δούμε τι χρώμα έχουν.
Αν ήταν άσπρα, κόκκινα ή ροζ.
Στο κόκκινο κέρδιζες, στο ροζ
ερχόσουν δεύτερος και στο
άσπρο πήγαινες μια θέση πίσω.
Έτσι κι οι λέξεις έχουν
περίβλημα και κρύβονται.
Αν βρεις αυτή την κόκκινη,
αναταράξεις θα συμβούν και
θα σου φανερωθεί το ποίημα
στιβαρό σαν βάδισμα κορμοράνου.
Κατά τη θητεία μου στην ποίηση
άνοιξα πολλά άσπρα
μπουμπούκια και βρέθηκα στο
τέλος μιας μεγάλης ουράς
μπροστά από το βωμό της
τέχνης.
Δεν πτοήθηκα, δεν λύγισα,
δεν το έβαλα στα πόδια.
Παρέμεινα εργάτης που
συνδαυλίζει τη στάχτη
κάρβουνα να βρει για να
ζεσταθεί.
Αν κάποτε αξιωθώ να ανοίγω
κόκκινα μπουμπούκια θα
αλλάξω σειρά και στο βωμό
της τέχνης μπροστά θα
αποθέσω ένα μπουκέτο άλικες
παπαρούνες σαν ανταμοιβή για
την εύνοια τους κι έπειτα
μαχητής εμπρός στην πίστα θα
σταθώ για να ταΐσω τα κόκκινα
πουλιά πριν αλαργέψουν.