Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2024

Μάχιμες παπαρούνες

Από όλες τις εποχές
αγαπώ εκείνη που γεννά
τις παπαρούνες. 
Κόκκινα πουλιά που ήρθαν
τη χλόη να στολίσουν. 
Αχ αυτό το χρώμα πόσο
παθολογικά το ζηλεύω. 
Θα το ήθελα στα μάγουλα μου
το ωχρό να κρύψει πρόσωπο
μου, ετοιμοπόλεμη να βγαίνω
στις στράτες και χαμογελαστή. 

Εύθραυστο λουλούδι σαν τις
αποκαμωμένες πένες των
ποιητών λίγο πριν συλλάβουν 
το ποίημα. 
Δύσκολη ώρα που σε μια αρένα
βρίσκεσαι να μάχεσαι με τις
λέξεις και τα νοήματα. 
Πονούν οι λέξεις. 
Αν δεν τις περιποιηθείς θα
αποτύχεις και το βέλος σου
δεν θα βρει στόχο. 
Γιατί οι λέξεις είναι κόκκινα
πουλιά που ήρθαν στη γη να
συντροφεύσουν τις παπαρούνες
και δεν τα φτάνεις. 
Να το θυμάσαι καλά αυτό
γιατί αλλιώς αυτά τα πουλιά
μαύρα γίνονται και σε λαβώνουν. 

Θυμάμαι όταν ήμασταν παιδιά
ανοίγαμε τα κλειστά
μπουμπούκια της παπαρούνας
για να δούμε τι χρώμα έχουν. 
Αν ήταν άσπρα, κόκκινα ή ροζ.
Στο κόκκινο κέρδιζες, στο ροζ
ερχόσουν δεύτερος και στο
άσπρο πήγαινες μια θέση πίσω. 
Έτσι κι οι λέξεις έχουν
περίβλημα και κρύβονται. 
Αν βρεις αυτή την κόκκινη,
αναταράξεις θα συμβούν και
θα σου φανερωθεί το ποίημα
ένδοξο σαν παιάνας. 

Στη θητεία μου στην ποίηση
άνοιξα πολλά άσπρα
μπουμπούκια και βρέθηκα στο
τέλος μιας ατελείωτης ουράς
μπροστά από το βωμό της
τέχνης. 
Δεν πτοήθηκα, δεν λύγισα, 
δεν το έβαλα στα πόδια. 
Παρέμεινα εργάτης που
συνδαυλίζει τη στάχτη 
κάρβουνα να βρει για να
ζεσταθεί. 

Αν κάποτε βρεθώ να ανοίγω
κόκκινα μπουμπούκια θα
αλλάξω σειρά και μπροστά στο
βωμό θα αποθέσω ένα
μπουκέτο άλικες παπαρούνες
με την καθαρή υπόσχεση να
κερδίσω την εύνοια τους
και μαχητής να μπω στην 
πίστα να ταΐσω τα κόκκινα
πουλιά.