Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

η έξοδος του φιλιού

Στον οικουμενικό πόντο αγρυπνάς
Παρέα με τους ναυαγισμένους μύθους σου
Δεν είχες εστία να προστρέξεις
Χώμα να ακουμπήσεις
Θάλασσα να περιφράξεις
Βάγια σεπτή του ερχομού
Το κλωνάρι της να διαβάσεις
Μόνος και ανέσπερος
Προσεύχεσαι με ολοφυρμούς
Κι η φλούδα του πορτοκαλιού
Μοιραίνει τους ύμνους σου
Στο διπλό πέλεκυ της νύχτας
Παραδίδεσαι μυστικά
Βασίλεια μυθικά
Και χώρες του σπάργανου
Ποτέ εσύ δεν γνώρισες
Περιπλανάσαι νεκρός και αίολος
Στους τροχούς του γαλαξία
Πόθος οι ώρες σου
Και άλιος ο κατατρεγμός σου
Μαζί σου ανεβόησα στην εσοχή
Των λευκών σπάργανων
Την άηχη μνήμη της λάβας
Τις ωδές του φίλιου έρωτα διαμοίρασα
Στην ειμαρμένη κόψη των κρατήρων
Της σελήνης
Απρόσμενα σε βρήκα την εσπέρα
Στην υψικάμινο της ερήμου
Να φλέγεσαι
Λίθινη η μορφή σου
Έχασα το κλειδί που θα άνοιγε
Το κράσπεδο της πυραμίδας
Μου είπες
Κι ύστερα επέδρασες
Επενδυμένος τα σπλάχνα μου
Δραπέτης της φυλακής των παθών
Ιερομάρτυρας και ποιητής της λέξης
Τώρα φοράω τις μούσες σου
Ντύνομαι τον καπνό σου
Σε αφορίζω στην έξοδο φιλιού
Ηττημένη και νηστική προχωρώ πάνω
Στη μονοκοντυλιά των βημάτων σου
Σε χάνω και σε βρίσκω μέσα
Στον θρήνο του καμηλιέρη
Προσπέφτω
Φτερά σπασμένα
Γύρη ιδιαζόντων διαδρομών
Φέρω στους ώμους
Ο δικαστής έφυγε φορώντας
Την αμαρτία του κάτοπτρου
Κήποι χλωμοί σε αποχαιρετούν
Πάγοι απρόσιτοι σε κρύβουν
Και ξαρμυρισμένες θάλασσες
Φιλιώνονται μαζί σου
Στου Σηκουάνα τον αφρό
Μια πέστροφα σε κρυφοκοιτάζει
Και στην ακτή των θαυμάτων
Περιπαίζει το μαγικό
Ράβδισμα των υδάτων σου
Βουλιάζω στην σκέπη των δρόμων σου
Και σαν έμβρυο θηλάζω τις ωδίνες της μήτρας
Προτεταμένο το δάχτυλο των ποταμών
Νουθετεί τις πτυχές σου
Και η φτέρνα της άμμου απορροφά
Τις ικμάδες του αίματος σου
Μια ακίδα από το φιλί σου διαπερνά
Τους αιώνες μου
Στον οικουμενικό πόντο αγρυπνάς

Πέμπτη 20 Μαΐου 2010

οι νύμφες του έρωτα

Λάμνω το φως σε ακρωτήρια διάπυρα
Και σε φιόρδ απάνεμα συναντώ τις νύμφες
Με τις χάλκινες προσωπίδες στο χέρι
Θαλασσινή αύρα διακόπτει τον ίσαλο της ζωής μου
Προσμετρώντας τα άγια πάθη
Στο αριθμητήριο του έρωτα
Εμείς ποτέ δεν εξαντλήσαμε την κάματο των κυμάτων
Λαχουράτοι οι κήποι της Μεσογείου
Φορτώνουν στους κλώνους τους χρυσές εσπερίδες
Ένιπποι αργοναύτες μετοικίζουν
Το χρυσόφυλλο δάκρυ στη χώρα της αμφιλύκης
Χλωμή η παρθένα του πελάγους
Υφαίνει το σεντόνι της αποκάλυψης
Στο αναστάσιμο κύτταρο του ιππόκαμπου
Διάβασες τη σκούρα άρμη της μοίρας σου
Η Ιωλκός χαμένη από το χάρτη
Έναρξη της ζωής συναπάντημα του θανάτου
Σε αποκοιμίζει
Όνειρα ποδηλατούσες
Και κρύο θειάφι γευόσουν τις νύχτες
Του πανσέληνου πόνου
Ο αιματίτης στα χέρια σου σπασμένος
Από φτέρνα θεϊκή
Σε είπαν ρήγισσα του πόντου
Σε φώναξαν ταπεινό αρμυρίκι
Στην αμμουδιά της Χάλκης
Και το όνομα σου απέκρυψαν στους παλλόμενους
Πνεύμονες του δελφινιού
Αδερφή εσύ
Ελένη Ελπινίκη Ερατώ Έλλη Ελισάβετ
Καμία
Βουεροί ποταμοί σχημάτιζαν πάνω στους ύφαλους
Το δέλτα της ανθρώπινης συγκομιδής
Φτερά των γλάρων αποσκιρτούσαν
Δίπλα σε κλειστά βιβλία
Βιάζοντας τη πορεία της ειμαρμένης Ιστορίας
Η Ιωλκός χαμένη από το χάρτη
Σώπαινες
Με μπράτσα από πηλό και δέρμα αγγέλων
Κωπηλατούσες στο αχανές αύριο
Κρατώντας ένοχα στη παλάμη σου
Το αιμάτινο μαντήλι από τις δροσοσταλίδες
Της λάγνας δύσης

Άκαμπτη και μόνη περιφέρεσαι αργά
Σαν το φαιό σώμα της μυροφόρας νύχτας
Στη γαλαζόπετρα το σπίτι σου
Και στον αιθέρα οι έρωτες σου
Ποτέ κανείς δεν θα σε βρει
Μέσα σε μαιάνδρους πλέκεσαι
Και σε δροσάτα κρίνα ανεβάζεις το λυγμό σου
Μικρή θεραπαινίδα του δεσμώτη χρόνου
Τους μύθους σου σιγοκαίς
Μέσα σε βαθύ πιθάρι
Άκαμπτη και μόνη παραδίνεσαι απαλά
Στο χοροστάσι του ήλιου
Χωρίς πορεία και οδηγούς
Αναβαπτίζεσαι στο χνώτο του θανάτου
Στη κολυμπήθρα σου σιωπούν
Ένδοξες σειρήνες της αυγής
Στους κοραλλιογενείς σου κήπους
Εφορμούν τα μουσκεμένα πηδάλια
Του μαΐστρου
Πατρίδα δεν γύρεψες
Στην γεωμετρία της υδρογείου
Κατέλυσες
Ένας άνεμος βαρκάρης σε καθελκύει
Με σπασμένα ιστία
Στη χώρα σου ποτέ δεν θα εκπνεύσει
Ο στεναγμός
Και το τραγούδι του έρωτα
Μόνη θα χτίζεις εξαρχής
Των εραστών τα κοιμητήρια
Ιδού το έργο σου και το μέγα σου πάθος
Ιδού η θάλασσα και του καημού το αλάτι
Την ανάσταση θα προσδοκάς
Του εξαπατημένου μπάτη
Χωρίς ποτέ να γυρίζεις σελίδα
Στο συναξάρι της Αφροδίτης
Λάμνω το φως σε σκιερά ακρωτήρια
Και με το νύχι χαράζω
Στους κάβους το τραγούδι του έρωτα
Ακάνθινο φορώντας το στεφάνι
Στα τριζόνια εμπιστεύτηκες το μύθο σου
Για αυτό αργοπεθαίνεις τις μελαψές νύχτες
Του Αυγούστου
Χρυσή κλεψύδρα σου χαρίζω
Από ένα βουβό πεντάγραμμο
Μονάχη να συνθέτεις τις επίορκες αλήθειες σου

Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

οι άυλοι δρόμοι του φεγγαριού

Μια μελανιά ακριβή χάραξες στο στήθος σου
Γυναίκα πανωραία
Γοργόνα του βυθού
Δυο μαύρες τουλίπες προσέκρουαν τους άσπρους
Κυματισμούς των ματιών σου
Που κοιμήθηκες;
Οι λωτοφάγοι εξυμνούσαν τις γραφές σου
Μπακιρένια τα χέρια σου
Στη κουπαστή σου ξεψυχούσε η φωνή του παπαγάλου
Πολύχρωμες ώρες πολιορκούσαν τα τείχη σου
Δεν υπάρχει βυθός μου είπες που να μην τον έχω διαβεί
Εκεί έζησα, με το περήφανο φτερό
Του παγωνιού στο χέρι
Ένα βράδυ μόνο κατέλυσα στην αμμουδιά των Παξών
Ανεμοστρόβιλοι τύπωναν πηγάδια στην άμμο
Ήχοι ισχυροί μονότονοι της γης
Στην εμπασιά του ορίζοντα μανάδες θρηνούσαν
Τον επίορκο βίο της Κόρης
Αγρίμια θήλαζαν τα μωρά τους
Με το γάλα της λήθης
Και καμαρωτά δελφίνια νανούριζαν
Τη ψίχα της αρμύρας

Δεν υπάρχουν προβλέψεις στη ζωή φώναξες
Ούτε προσδοκώμενα
Την μέρα μου ζω σαν αιώνα
Ανάβοντας τη μικρή καντηλήθρα των άστρων
Δεν υπάρχουν προβλέψεις ούτε προσδοκώμενα
Όταν ο άνεμος παρασέρνει τα δάκρυα της φιλύρας
Και στωικά τα κλείνει στις στοές του ωκεανού
Μόνο ένας αρχάγγελος με χρυσή ρομφαία
Που ακυρώνει τις αποστάσεις της καρδιάς
Ένα τραγούδι πρωινό πλάι στο παλλόμενο κύμα
Σαν αναριγά της μορφής σου η ώρα

Μεταλαμβάνω το φως του κρύου ρείθρου
Και στα μάτια σιγοκλείνω βουερές επαναστάσεις
Στα υπέρθυρα του κόσμου ματώνω
Και χωρίς μαντήλι κατευοδώνω τους νεκρούς
Διανοίγοντας πανάγιους τάφους
Στη χώρα της συκομουριάς
Προσευχές και τερπνούς ύμνους σιγοψιθυρίζω
Και χωρισμούς ανήλικων εραστών κρατώ στα χέρια μου
Δεν θα με βρεις
Στο στήθος μου χάραξα το αντίο
Και στις πόλεις του Νότου μοίρασα αντίδωρο
Στα μοναχικά περιστέρια των νόστων
Με τη αχλή της αύρας διασπείρω τη στάχτη μου
Και Κόρες με σεντεφένια φορέματα
Απαγάγω τις νύχτες

Ο μέγας καβαλάρης διαρρηγνύει
Τις χάλκινες ώρες της ανατολής
Ξέχασα το όνομα σου
Και στους ιστούς της πέτρας
Έκρυψα το πανάρχαιο βόλι του δράκοντα
Στα τέρμινα του βυθού θα ζήσω
Το πολυτάραχο βίο του μαργαριταριού
Μοναχική και μόνη θα φυγαδεύω τα πλοιάρια
Της Αχερουσίας ψυχής
Εγώ ο ουρανός και ο ένδοξος μύστης
Εγώ η φυλακή και ο σιωπηλός αποστάτης
Θα διαβάζω εξαρχής τη τέμνουσα γεωμετρία του πόθου
Μια μελανιά ακριβή χάραξες στο στήθος σου