Φοβηθήκαμε τις σκιές και κρύψαμε τα χέρια μας
Βαθιά στις τσέπες
Ήταν τα χρόνια ψυχρά κι εμείς μικρές φλογίτσες
Που σιγοτρέμανε σε εγκαταλειμμένες πλατείες
Ντυθήκαμε την παλιά κάπα του πατέρα να ζεσταθούμε
Βουλιάξαμε σε ένα παρελθόν με ύπουλα σχέδια
Δεν έπρεπε να αργοπορήσουμε μας περίμεναν
Αμήχανα κρυφοκοιτάξαμε τ' αγάλματα που μειδιούσαν
Και πάνω τους χαράξαμε την τελευταία μας λέξη να φωτιστεί
Ό,τι μας έκρυψαν οι σκιές ήταν κάποια μισοσβησμένα
Χνάρια που κανείς δεν πρόσεξε
Τα απογεύματα τραβάγαμε για τους καφενέδες
Φίλους δεν βρίσκαμε
Είχαν φύγει από παλιά σε μακρινούς προορισμούς
Σε οροπέδια με ανύπαρκτες οριογραμμές
Κάποιοι μας είπαν πως τους είδαν να φιλιώνουν με τ' άστρα
Και στα χέρια τους να εξέχουν κιτρινόμαυρα πηλήκια
Μιας εποχής αλλοτινής
Έτσι τους φέρνουμε τώρα στην μνήμη μας σαν σπάμε
Σαν παιδιά τραυματισμένα με ορφανές τις ματιές
Ό,τι μας φανέρωσαν οι σκιές ήταν δυο στίχοι εφηβικοί
Που κάποτε διαβάσαμε στις ασπρισμένες μάντρες της πατρίδας
Επιφυλακτικά αφήναμε στα ταχυδρομεία τις επιστολές μας
Πάντα ελπίζαμε σε έναν έστω παραλήπτη
Γιατί με τον καιρό τα λόγια μας βάρυναν τόσο
Ώστε έπρεπε ή να τα μοιραστούμε ή να τα αφήσουμε
Σε κάποιο σπλαχνικό ποτάμι
Μακριά να τρέξουν να πληγώνουν τους μαιάνδρους
Πανάκι να γίνουν ιστίο ελαφρύ
Σε βυθούς να φτάσουν κοράλλια αιμάτινα να νοιαστούν
Σε ρουφήχτρες νερού να παίξουν με τον ίλιγγο
Γιατί εμείς αν και φτωχοί αέναα θα είμαστε ταξιδευτές
Ό,τι μας ιστόρησαν οι σκιές ήταν κάποιες αλήθειες ξεχασμένες
Που με τον χρόνο κατέληξαν να τις περιπαίζουν οι πραγματιστές
Με κλώνους αγριελιάς σκεπάζαμε τα μνημεία μας
Είχαμε μάθει να κερνάμε τους νεκρούς μας πικρή μέντα
Ποτέ δεν μας λοιδόρησαν χαμογελούσαν ηττημένοι
Ξεδιάλεγαν τα δώρα που τους φέρναμε
Ένα φτερό ένα μολύβι μια σπασμένη πένα μια ζυγαριά ακριβείας
Όλοι αυτή προτιμούσαν
Σαν να ήθελαν να ζυγιάσουν το βάρος της φύσης τους
Ή των ονείρων τους καρπούς που άδειοι έμειναν πόθοι
Τα βράδια σκεπάζαμε τους καθρέφτες με λινά σεντόνια
Μην δούμε τα προσωπεία των νεκρών μες τη μορφή της σελήνης
Ό,τι μας είπαν οι σκιές ήταν ένας σπασμένος λόγος
Που ένας ακοντιστής άφησε για διαθήκη σε έναν στάσιμο κόσμο