Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Οι δρόμοι των ονείρων

Αποτέλεσμα εικόνας για Παλιό σκαρί

Κοιμήθηκα μ' ένα αστέρι απόψε,
ένα αστέρι που είχε αποδράσει
από τον καμβά ενός πίνακα του Μιρό.
Λαμπρό αστέρι ακτινωτό.
Είδα φεγγερά όνειρα:
ένα λιβάδι με ηλιοτρόπια, ένα ποδήλατο ασημένιο
και μια πλατεία πνιγμένη στο φως.
Υγρό το μαξιλάρι μου το πρωί.
Μόχθησα απ' τις τόσες πολλές διαδρομές.
Κάπου στα μισά συνάντησα κι εσένα,
ήσουν πάνω σε μια κληματαριά κι έκοβες σταφύλια
Μαύρα σταφύλια στο μέγεθός μιας μικρής ελιάς.
Δεν με κοίταξες, είχες τα μάτια γεμάτα θερινούς χυμούς
και στα χέρια κρατούσες λεπτό λεπίδι
κι έμοιαζε σαν να χαράκωνες της λήθης το σταχτόμαυρο κιούπι.

Το πρωί είχα στα μαλλιά μου ένα αθάνατο φως.
Συγύρισα τις δίχρωμες ορτανσίες,
ανέβασα στα σκαλοπάτια δυο άγουρα μήλα,
δρόσισα τα φύλλα της κλαίουσας με πρωινή δροσιά,
πήρα μια κορδέλα κι έδεσα τα μυστικά μου.
Από παιδί είχα πολλά μυστικά,
στο ημερολόγιο μου ζωγράφιζα τουλίπες, κρινάκια της άμμου
και λυγερές κληματσίδες.
Ακόμα υπάρχει αυτό το ημερολόγιο,
ποτέ δεν το ανοίγω, τυφλό το αφήνω να τρέχει στις νύχτες,
να σβήνει τα κεριά της εισόδου,
να παίρνει τη σκόνη απ' τα βιβλία μ' ένα χρυσό φτερό,
να εμπεριέχει άρρητα λόγια και οβάλ καθρεφτάκια
Αναμνήσεις θα μου πεις,
χρωματιστά χαρτάκια στο ξύλινο τέμπλο
μιας αλειτούργητης μνήμης που στο βάθος πονά,
μην το εξετάζεις.

Χτες το απόγευμα άπλωσα τα σεντόνια στο ερημικό σπίτι,
όχι για να καλύψω τα έπιπλα, ξέρω να συνομιλώ με τους νεκρούς,
χωρίς να φοβάμαι,είναι τόσο αθώοι.
Απλά θέλησα να βγάλω στην επιφάνεια το απεριόριστο των στιγμών μας.
Ευωδίαζαν λεβάντα και λιωμένη καραμέλα.
Γέμισε το σπίτι γλυκές νότες παιδικής επιδερμίδας.
Ύστερα τα άπλωσα στις κρεμάστρες της εισόδου
κι ήταν σαν να ταξίδευα με χίλια πλοιάρια ανοιχτά της θάλασσας.
Βρέθηκα σε νησιά ακατοίκητα, σε σπηλιές με χάλκινες γοργόνες,
σε ακρωτήρια με αφρισμένα τα μυώδη μπράτσα.
Πόσο θα ήθελα να βρω ναυαγούς ή έστω μια πειρατική λέμβο,
διαύλους να μου υποδείξουν
Ολομόναχη πήγαινα με αναρριχτό στους ώμους το σακάκι σου.
Αν κάποτε ρθεις θα σου μιλήσω γι αυτά τα ταξίδια,
μόνο μη ξεχάσεις να μου φέρεις εκείνο το κεχριμπαρένιο κομπολόι
που ταιριάζει με τα δάκτυλα μου.
Ξοπίσω στην αυλή έχω  κρύψει τα εισιτήρια κι ένα χάρτινο αστέρι,
μην ξεχαστείς.
Πένθησαν οι σελίδες μου απ' τα πολλά αγκυροβόλια.
Μόνο εσύ μπορείς με τα σκοτωμένα σου χέρια τα σκαριά μου να βυθίσεις.