αφιερωμένο στον Ελισσαίο
Παλιά τα ποιήματα μας τα γράφαμε
σε πινακάκια μαθητικά.
Σχεδόν, πριν τελειώσουμε
τα σβήναμε για να έρθουν τα επόμενα.
Δεν τα χάναμε καθώς στις σελίδες
της καρδιάς μας καταχωρούνταν
ένα προς ένα.
Βολική η καρδιά τα φιλοξενούσε
και τα παραχωρούσε ένδοξα
στην αιωνιότητα.
Με αχλή τα έντυνε κι αίμα ζεστό, αφρίζον.
Πάλλονταν και ζούσε μέσα από αυτά
και στα κύτταρα του σώματος
κατόπιν τα διασκορπούσε για να μην
βαραίνει εντός η πέτρα του πόνου
και η υπερβολική των λέξεων
φρενίτιδα.
Τώρα τα ποιήματα μας
τα γράφουμε και τα καταχωρούμε
σε αρχεία ηλεκτρονικά
καθώς οι σελίδες της καρδιάς
αδυνατούν πια να τα προσαρτήσουν.
Ο όγκος πολύς και το αίμα λίγο.
Τα κύτταρα άρρωστα και το σώμα
καταπονημένο απ' την πολλή συνάφεια
του πλήθους.
Επιλεκτικά τα στέλνουμε σε δυο τρεις
φίλους που τα συναισθάνονται
και δεν τα κλωτσούν σαν παραγινωμένο
φρούτο.
Έτσι καταφέρνουμε να μοιράζουμε
τον πόνο σε μικρές μερίδες
για να αντέξουμε τη σφοδρότητα του.
Ελεήμονες οι φίλοι μας
τα δέχονται και τα κοινωνούν.
Κάποια όμως τους ξεφεύγουν
και συνθλίβονται κάτω από
τα τρακτερωτά τους παπούτσια.
Κι αλίμονο είναι αυτά
που διαθέτουν το πιο υγιές
χαμόγελο εκείνο το παιδικό
που απεμπολήσαμε και σε χρόνους
άλλους τώρα περιπλανάται
ανερμάτιστο δίπλα στα εχθρικά
στίφη των αδιάφορων με τα
καλογυαλισμένα σαρανταπεντάρια.