Τράβηξα την κουρτίνα.
Ήσουν εκεί στον περίβολο
του κήπου μου πριν χαράξει
ακόμα η ανατολή και σφύριζες
το αγαπημένο μας κομμάτι.
Το βλέμμα μου σε διέσχισε,
με πρόσεξες με εκείνα
τα σκούρα μάτια όλο υπόσχεση
έρωτα.
Ήσουν ανεβασμένος στη σέλα
του ποδηλάτου με μια κιθάρα
στα χέρια σου να τρέμει από
λαχτάρα και πόθο.
Κατέβηκες κι ακούμπησες
το ποδήλατο στον κορμό
της ακακίας χωρίς να στρέψεις
αλλού το βλέμμα.
Είχες έρθει μετά από πολλά
χρόνια ξενιτιάς κι εγώ ωσάν
περίλυπη αγάπη σε περίμενα
χωρίς πώς και γιατί.
Απλά είχα μαντέψει τον ερχομό
σου κι είχα καλά αφουγκραστεί
το τρίξιμο των φθινοπωρινών
δέντρων καθώς αποχωρίζονται
τη φυλλωσιά τους.
Φύλλο κι εσύ τρεμάμενο στα
ημικύκλια του βοριά με τα
κλαδιά σου ματισμένα από
την φαλτσέτα του χρόνου.
Κάποιο μακρινό φθινόπωρο
σε είχα συναντήσει στο μικρό
καφέ μιας μεγάλης λεωφόρου.
Και τώρα να'σου πάλι εδώ
στο σπίτι με τα πεθαμένα
αγάλματα και τις γλυσίνες
να το περισφίγγουν.
Το καφέ έκλεισε.
Το σπίτι μου όμως είναι ανοιχτό
με τα πορτοπαράθυρα του
να χαιρετάνε την ανατολή.
Το σκυλί μου δες χοροπηδάει.
Σε αναγνώρισε σε αντίθεση
με την γάτα μου που κοιμάται
αμέριμνη.
Μην την ξυπνήσεις, βλέπει
ξανά εκείνη την ερωτική μας
σκηνή πλάι στο παγκάκι.
Το σκυλί μου κι εγώ θα
σε υποδεχτούμε εδώ να φανείς
να σου χτενίσουμε τις γκρίζες
σου τούφες.
Εγώ δεν γκριζάρισα, διατήρησα
το καστανό μου χρώμα
μονάχα λίγο η καρδιά μου
πήρε να φορά το λευκό
της απουσίας σου.
Πέτα την φαλτσέτα στη
φωτιά της λήθης και πάρε
λίγο κόκκινο από τις φλόγες
την καρδιά μου που πάγωσε
να ξεγερέψεις.
(Χτες κάποια παιδιά πετούσαν
εδώ χαρταετό και σου έστειλα
μήνυμα με τον πράσινο σπάγκο
αν το έλαβες...έλα...ξανοίχτηκες
πολύ και δεν σε βλέπω.)