Ήμουν κρυμμένη πίσω από ένα δέντρο
και δεν με βρήκες όσο κι αν έψαχνες.
Οι ρίζες του με προστάτεψαν, οι φυλλωσιές,
ο κορμός του και τα κλαδιά με φύλαξαν
για να γίνω αθέατη, ένα μικρό σημαδάκι
σε ένα άγνωστο σύμπαν, πολύ μακριά σου.
Ζητούσα επιτακτικά να μπορέσω να υπάρξω
χωρίς σου.
Φιλί πεταμένο σε κάποιες ράγες ενός τρένου
παροπλισμένου που ξέχασε τις διαδρομές
κι εσύ ωστόσο συνεχίζεις να το καρτερείς.
Εκεί κάτω από το δέντρο μετρούσα παλμούς.
Οι βαθιές ρίζες του έδεσαν τα πόδια μου
με τη γη για να μην έρθω κοντά σου όσο
κι αν το λαχταρούσα.
Ο κορμός και τα κλαδιά μού πρόσφεραν
τη σκιά τους και τη φροντίδα τους.
Οι φυλλωσιές μού μουρμούριζαν στίχους
για μια αγάπη ανεκπλήρωτη.
Παθιαζόμουν κι έστρεφα τα μάτια ψηλά
πέρα από την επικράτεια σου για να μην
ανακαλύψεις τη λάμψη τους.
Κράτησε χρόνια αυτό το περιστατικό.
Σε έβλεπα καθώς περνούσες μα η καρδιά
σφαλιστή δεν μίλαγε.
Συντρόφευσα με το δέντρο και φίλος
μου έγινε αχώριστος, η φυλακή μου.
Ένα πράγμα μόνο δεν υπολόγισα:
Εκείνα τα καυτά δάκρυα που στο κοντινό
μέλλον θα ξεράνουν σίγουρα εσένα κι εμένα.
Τα δάκρυα πολλά κι απορώ πώς ακόμα
επιζείς και δεν πνίγηκες μέσα στα κανάλια
που δημιουργήθηκαν κι εγώ χέρια ελεύθερα
δεν έχω για να σε σώσω.