Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2014

Ο,τι μας είπαν οι σκιές



Φοβηθήκαμε τις σκιές και κρύψαμε τα χέρια μας
Βαθιά στις τσέπες
Ήταν τα χρόνια ψυχρά κι εμείς μικρές φλογίτσες
Που σιγοτρέμανε σε εγκαταλειμμένες πλατείες
Ντυθήκαμε την παλιά κάπα του πατέρα να ζεσταθούμε
Βουλιάξαμε σε ένα παρελθόν με ύπουλα σχέδια
Δεν έπρεπε να αργοπορήσουμε μας περίμεναν
Αμήχανα κρυφοκοιτάξαμε τ' αγάλματα που μειδιούσαν
Και πάνω τους χαράξαμε την τελευταία μας λέξη να φωτιστεί
Ό,τι μας έκρυψαν οι σκιές ήταν κάποια μισοσβησμένα
Χνάρια που κανείς δεν πρόσεξε

Τα απογεύματα τραβάγαμε για τους καφενέδες
Φίλους δεν βρίσκαμε
Είχαν φύγει από παλιά σε μακρινούς προορισμούς
Σε οροπέδια με ανύπαρκτες οριογραμμές
Κάποιοι μας είπαν πως τους είδαν να φιλιώνουν με τ' άστρα
Και στα χέρια τους να εξέχουν κιτρινόμαυρα πηλήκια
Μιας εποχής αλλοτινής
Έτσι τους φέρνουμε τώρα στην μνήμη μας σαν σπάμε
Σαν παιδιά τραυματισμένα με ορφανές τις ματιές
Ό,τι μας φανέρωσαν οι σκιές ήταν δυο στίχοι εφηβικοί
Που κάποτε διαβάσαμε στις ασπρισμένες μάντρες της πατρίδας

Επιφυλακτικά αφήναμε στα ταχυδρομεία τις επιστολές μας
Πάντα ελπίζαμε σε έναν έστω παραλήπτη
Γιατί με τον καιρό τα λόγια μας βάρυναν τόσο
Ώστε έπρεπε ή να τα μοιραστούμε ή να τα αφήσουμε
Σε κάποιο σπλαχνικό ποτάμι
Μακριά να τρέξουν να πληγώνουν τους μαιάνδρους
Πανάκι να γίνουν ιστίο ελαφρύ
Σε βυθούς να φτάσουν κοράλλια αιμάτινα να νοιαστούν
Σε ρουφήχτρες νερού να παίξουν με τον ίλιγγο
Γιατί εμείς αν και φτωχοί αέναα θα είμαστε ταξιδευτές
Ό,τι μας ιστόρησαν οι σκιές ήταν κάποιες αλήθειες ξεχασμένες
Που με τον χρόνο κατέληξαν να τις περιπαίζουν οι πραγματιστές

Με κλώνους αγριελιάς σκεπάζαμε τα μνημεία μας
Είχαμε μάθει να κερνάμε τους νεκρούς μας πικρή μέντα
Ποτέ δεν μας λοιδόρησαν χαμογελούσαν ηττημένοι
Ξεδιάλεγαν τα δώρα που τους φέρναμε
Ένα φτερό ένα μολύβι μια σπασμένη πένα μια ζυγαριά ακριβείας
Όλοι αυτή προτιμούσαν
Σαν να ήθελαν να ζυγιάσουν το βάρος της φύσης τους
Ή των ονείρων τους καρπούς που άδειοι έμειναν πόθοι
Τα βράδια σκεπάζαμε τους καθρέφτες με λινά σεντόνια
Μην δούμε τα προσωπεία των νεκρών μες τη μορφή της σελήνης
Ό,τι μας είπαν οι σκιές ήταν ένας σπασμένος λόγος
Που ένας ακοντιστής άφησε για διαθήκη σε έναν στάσιμο κόσμο




Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Ασκητική




Πληγώθηκαν τα πέλματά μου
Διαβαίνοντας γλιστερά μονοπάτια
Σχεδόν αιωρούμαι στην πέτρα
Σχεδόν φύομαι στα βράχια
Κυκλαμιάς δίχτυ που φυλακίζει το φως
Έτσι θωρώ της ζωής μου την σεπτή εικόνα

Ασκούμαι στα ύψη και πέφτω σε νάρκη γλυκιά
Κρύβομαι και φανερώνομαι
Σαν πουκάμισο πεσμένο στην πυκνή χλόη
Ρουφώ τον αέρα στολίζομαι άγρια φτέρη
Ανεβαίνουν οι παλμοί ξεφεύγω
Αδιαφορώ αν το ποτάμι θα αλλάξει κοίτη
Κυκλαμιάς πέπλο που ανάκλιντρο ντύνει
Έτσι αντικρίζω της ζωής μου το αρχαϊκό όνομα
Ψηλαφίζω τις ακμές του φεγγαριού
Εκείνες που το αίμα μου απέσπασαν
Σε χρόνους ιερούς
Τα δάκτυλα μου πυρσοί πολέμου
Οι φλέβες αιμάτινα πεδία φλεγόμενα
Δεν θα σου αποκρύψω τα μυστικά
Εγώ τα ύφανα με χρυσοκλωστή να τα ζηλέψεις
Κυκλαμιάς άνθος που στα ύψη φύεται
Έτσι ενθυμούμαι της ζωής μου το ανεμογύρισμα
Φυλακίζω τις σκέψεις και τις στρώνω με ομίχλη
Σε κελί παγερό τις ξεχνώ να θολώσουν την εικόνα σου
Επισκέπτομαι θόλους κι απ τα ύψη μιλώ
Δεν φοβάμαι την διπλή σταύρωση μου
Η ματιά μες τα άπειρα μήκη να χάνεται
Κι η καρδιά ελεύθερη στις νεφέλες
Να πεταρίζει σαν πετρίτης τυφλός
Είδα την σκιά μου στον φεγγίτη να στέκει
Κι από τότε μεσίστια την σημαία αναρτώ της ψυχής
Κυκλαμιάς πετρώδης μήτρα που χρυσάφι φως γεννάει
Έτσι θησαυρίζει η ζωή μου από ένα σου μόνο χάδι
Δημοσιεύτηκε στην ποιητική σελίδα "Οι ποιητές του κόσμου"
που διατηρεί ο φίλος ποιητής Στρατής Παρέλης και τον ευχαριστώ πολύ




Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Εγχάρακτες λέξεις



Απόστασαν οι θάλασσες
Σκέβρωσαν απ' την πολύ αρμύρα τα πελάγη
Μαύρο πετούμενο ο πόνος
Και πως να τον δαμάσεις;
Σκύβεις δεν κλαις
Θυμάσαι αρχαία ναυάγια
Σκιές τυμβωρύχων
Και ένα κλειδωμένο σεντούκι
Με τα πιο ακριβά ενθύμια:
Του πατέρα το καπέλο
Της μάνας την εσάρπα
Του αδερφού την ψεύτικη διχάλα
Κι ένα τόπι πάνινο δικό σου

Εχτές πριν νυχτώσει
Κλάδεψες το γιασεμί
Στεφάνωσες με τα κλαδιά του
Την κρύα κάμαρα
Ο πόθος να επιστρέψει
Τα χρόνια να λουστούν με μύρα
Το μπαλωμένο σου πουκάμισο
Την ζεστασιά να πάρει του Ιούλη
Αδίκως όμως...
Απόστασαν οι θάλασσες
Εκείνες που τρελά σε γύρευαν τις αυγές
Θάμπωσε το ματογυάλι του φαροφύλακα
Το καράβι εξέπεμψε s.o.s
Θρήνησαν ως και οι βράχοι
Που το χοντρό ετοίμαζαν αλάτι
Για το στερνό δείπνο του ναυτόπουλου
Εσύ απόμακρος σαν τηγμένο μέταλλο
Εμπιστεύτηκες τα σταυρωμένα φιλιά μας στα χάη
Η πορφύρα της δύσης λεκιάστηκε με μαύρο αίμα
Κι οι αστραπές φοβήθηκαν μη μας βρει κακό θανατικό

Απόστασαν κι οι δρόμοι
Θέλησαν σε γκρίζα κουβάρια να μαζευτούν
Αφανίστηκαν πλακάτ πεζοί χαρτορίχτρες
Οι ουράνιοι ταξιδευτές
Θυμήθηκαν ξάφνου
Τη μυστική τους αποστολή
Κι άνοιξαν τις φτερούγες τους
Να σκεπάσουν την σπασμένη του μουσείου προτομή
Προφητικά τα πουλιά μίλησαν
Με λόγια διφορούμενα κι ασαφή:
"Οι Θεοί θα βουβαθούν μπρος
στο πηγάδι με το λιωμένο μολύβι
και μόνο μια καρδιά αιμάσσουσα
θα εξορύξει ευλαβικά
του ανθρώπου το πιο ακριβό ορυκτό"
Προφητικά τα πουλιά μίλησαν
Και μακριά πετάρισαν
Πάνω στα νέφη να απίθωσουν
Των μαρμάρων τις εγχάρακτες λέξεις
Να τις υμνούν οι άγγελοι στις νυχτερινές συνάξεις τους

Αφιερωμένο

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2014

Στη σχισμή του Φθινοπώρου



Χορεύουν τα πεσμένα φύλλα στην άσφαλτο
Μικρές καρδιές που ριγούν στην απώλεια
Χαμίνια που είδαν να σκίζεται το άδειο τους πουκάμισο
Χορεύουν κι οι άνεμοι στην εμπασιά του Νοέμβρη
Τρελοί χαρταετοί επιφανείς στην ασφάλεια του κενού
Παιδίσκες παραδομένες στην ουράνια τέρψη
-Δεν έχω ακόμα σχηματιστεί αργοπόρησα να βγω στα ύφαλα
Να μετρήσω τις μέρες και τα έργα που με θέλησαν μόνη-
Στη σχισμή του Φθινοπώρου άργασα τις γωνίες της σκέψης!

Διάφανα κρύσταλλα αντανακλούν τις φωτιές των άστρων
Στις μεγάλες νύχτες τις παγωμένες απ' τα βήματα της βροχής
Βρήκα μια πέτρα στρογγυλή απ' το αλώνι της πατρίδας
Την έβαλα φυλακτό στο στήθος
Μην και κρυώσει το παιδί στο ταξίδι
Μην και πονέσει του κύκνου ο λευκός λαιμός πριν την κραυγή
Βρήκα μια πέτρα τραχιά απ' του βράχου το στόμιο
Την κράτησα στα χέρια σαν μωρό και την κανάκεψα
Μην και λείψει απ' τον κόσμο ο καλός αγώνας
Μην και αφανίσει η λήθη τα λεπτά μέλη των ερωδιών
Στην σχισμή του Φθινοπώρου συνέλεξα τους θησαυρούς της αγάπης!

Στάζουν οι τρύπιες στέγες στις παράγκες των φτωχών
Τα μεσημέρια αναχωρούν απαρηγόρητοι προς το βορρά
Μελαγχολούν οι μανάδες με αδειανά τα χέρια και τα φθονούν
Προσπαθούν να ξεχάσουν οι προδομένοι την αδικία
Τρέχουν κόντρα στον άνεμο φωνάζουν λοιδορούν την φυγή
Παίρνουν τ' αλέτρι ξεφτούν την σκουριά απ' τα μαχαίρια
Η σπορά ν' αρχίσει να μιλήσει το χώμα ξανά
Μην και μείνει άκληρη η ιστορία και στρεβλή
Μην και ξεχάσει η ανατολή την ορθή της πορεία
Παίρνουν μαχαίρι προγονικό μαυρομάνικο
Στο μεσαίο τον κίονα την εντολή να χαράξουν
Έτσι που να αφήσουν μιαν κληρονομιά στους απόντες
Μιαν γραμμή καθάρια  στον ορίζοντα να διαβαίνουν
Στην σχισμή του Φθινοπώρου πλάνισα τα όνειρα μην και πληγούν!


Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Με συντροφεύουν οι πύρινες ώρες σου



Δακρύζουν τ' αγάλματα
Λεπίδες πύρινες που σκίζουν την πέτρα
Θυμήσου τον πόθο τον καταιγιστικό κι έλα
Αναχωρούν οι νερομάνες πολυδαίδαλες
Αυλάκια να σκαλίσουν στα στήθη της κρήνης
Διέβλεψε την δίψα των απόντων κι άφησε μακριά την λύπη
Φόρα το σκουφάκι της πιο διαλεχτής μέρας που σου πάει 
Δακρύζουν οι σκληροί βοριάδες
Σαν γροικούν τις συνεχείς εκτινάξεις στις φαβέλες 
Παραδέξου πως ήξερες πόντο τον πόντο
Το υφάδι της χλαμύδας που ντύθηκα μόνο για σένα 

Εμένα άσε με μόνη
Να πλανιέμαι στην αίολη νύχτα
Μοναχική κι απόκοσμη χωρίς πλησμονή καμιά 
Να σφυρίζω τρελά σαν έλικας χαλασμένος
Εμένα άσε με εδώ
Επώδυνα να με συντροφεύουν
Οι πύρινες ώρες σου
Αυτές τις ώρες που χρεία τις είχα μεγάλη
Μενταγιόν στο λαιμό να τις δέσω
Κλειδωνιά να τις κλείσω στα χείλη
Γιατί απλά σ' αγαπώ με τις διαστάσεις των θρύλων
Με τις επάλληλες ικεσίες των επαιτών σε ζητώ
Αν χαθείς οι αστερισμοί μου θα συγκλίνουν στο κενό
Μες στην χώρα των βυθισμένων φωνών θα με πάνε
Απλανής να χνωτίζω τα τζάμια μιας φαιάς τεφροδόχου
Αχνό να αντικρίζω το μονόγραμμα σου στους φλοιούς της φιλύρας 

Τρίζουν τα γερτά παραθυρόφυλλα στο νότο 
Άστεγες μνήμες τα αγγίζουν με κλειστά τα φτερά 
Σκέψου τα μικρά χαλικάκια στης ερημιάς το μπαλκόνι κι έλα
Ανασκιρτούν τα κομπολόγια των μαρτύρων 
Σαν να μέμφονται την επάνοδο των φονιάδων φυλών 
Μην δειλιάσεις κι αλλάξουν φορά τα όνειρα σου 
Φύλαξε την εικόνα του ήλιου στην παλάμη
Φύλαξε στην κνήμη του αγέρα το πουκάμισο 
Κι αφουγκράσου την πρώτη μας μέρα στον έρωτα
Σκεβρώνουν τα οστά των πουλιών στα μεγάλα ταξίδια
Κι η αρμύρα συνθλίβει τις λεπτές τους χορδές
Παράφωνα τραγούδια στίχοι του μηδενός 
Μην τα ακούς γνώριζε ο Οδυσσέας από πάντα το πότε 
Παραδέξου το πως ήξερες πόντο τον πόντο
Το υφάδι της χλαμύδας που ντύθηκα...κι έλα ξετύλιξέ το 



Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Νύχτες έρωτα



Κουδουνίζουν τα αστέρια
Τις νύχτες του έρωτα
Κι είναι σαν να θρυμματίζονται
Στο στερέωμα μοσχοκάρφια
Για του φτωχού το πιάτο
Του φτωχού μαραγκού
Που την ύστατη ώρα
Απορρόφησε κόμπο κόμπο
Το φαρμάκι της ζωής
Απ' το λαγώχειλο της μνηστής του

Περνούν μία μία οι σελίδες
Το τέλος προφανές
Απ' τα χωρία της αρχής
Κρύψε το πρόσωπο και κοιμήσου
Θα 'ρθει το φεγγάρι
Να σου κρατήσει το χέρι
Θα 'ρθει κι ο γαλαξίας
Να σου αλλάξει το νερό σε κρασί
Εσύ τον έρωτα φόρεσε
Κι η ιστορία σαφώς θα ξαναγραφτεί

Μεθούν οι εραστές
Με αρώματα κρίνων
Και σε νότες λεπτές νυχτολούλουδων
Ανασκιρτούν
Σκύβουν στο χώμα προσκυνούν
Πετράδια μαζεύουν της μοίρας
Για να πορεύονται
Κλαδεύουν μια φλέβα της γης
Και την κάνουν πηγή τους
Κι ορμητήριο για τα όνειρα τους
Μεθούν οι εραστές
Κι έναν έναν αφήνουν τον οβολό τους
Στης αγάπης την χρυσή θυρίδα
Χάρισμα στους ποιητές και στους τρελούς
Είμαι μια τεντωμένη χορδή
Που χέρια ψυχρά την αγγίζουν
Εύηχη εγώ σπαταλιέμαι
Εύκαμπτη εγώ προσδοκώ
Ένα σου λόγο ερωτικό
Δώσε μου σχήμα
Πέρνα τον λόφο να 'ρθεις
Στο σκοτεινό μου κελί
Σκυφτή σε προσμένω
Σαν δορκάδα πληγωμένη
Σκύψε βαθιά στην πληγή
Δώσε μου γλυκό νερό να πιω
Απ' το πλοκάμι να αποδράσω
Της λευκής αρνησιάς

Θέλω να λουστώ σ' ένα σου δάκρυ
Όμορφη και ποθητή να ξεκλειδωθώ
Μόνο για σένα



Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Αναδρομή στο πρώτο μου ίσως έρωτα



Τρύπας τις νεφέλες
Με τα ακάνθινα βλέμματα σου
Περιπλάνηση λες επιδρομή στο ζοφερό χθες
Αλλά μάλλον νομίζω απατάσαι
Μια μικρή εκτίναξη είναι στο άχρονο μήπως
Μια αντιδικία χωρίς ενόχους και θύματα
Με άδειες τις τσέπες της μνήμης πλανιέσαι
Κλίνη άεργου ναυτεργάτη
Παλάμη θανόντος εραστή
Χρυσή κόμη ανέραστης κόρης
Να τι κρύβουν τα μάτια σου τις νύχτες

Ζεις στη σκιά και δεν μετέχεις
Μπαλώνεις ιστούς και ξεγλιστράς
Κρύβεις ονόματα και διασκορπίζεσαι
Εσύ ο εκλεκτός των αυλικών
Ο ένθερμος υποστηρικτής της φενάκης
Ποιος σε έχρισε τιμητή της ποίησης;
Φορές φορές αναρωτιέμαι
Που έκρυψες εκείνο το καλέμι
Που σε χρόνια γιορτινά
Σκάλιζες σε κορμούς αιωνόβιους
Τα πάθη και τους ιάμβους του πόθου μας
Δεν μαρτυράς
Πάλι ξεφεύγεις φτερό στον άνεμο ζυγιάζεσαι

Δεν μπορώ να διακρίνω τη ζωή
Μέσα στα κρύα υπόγεια που γυρίζω
Σταυρώνω τα χέρια
Δεν προσεύχομαι περιμένω
Οι κρίνοι μαράθηκαν γρήγορα
Μια αχτίδα φωτός δεν με χτυπά
Κάποιοι επιτήδειοι άρπαξαν τα κλειδιά
Μελαγχόλησαν τα ντιβάνια τα βάζα οι πίνακες
Και τα σκονισμένα βιβλία βλασφημούν
Μελαγχόλησε και τα μικρό περιστέρι
Που έφερνε τα μηνύματα
Ποιος σε έχρισε τιμητή της ποίησης;
Εγώ θα ενημερώσω τις θάλασσες
Για τις κρυφές σου εγχαράξεις
Στο κυματώδες μέτωπο τους
Πάλι ξεφεύγεις
Μελίανθος πεσμένος στη λάσπη
Ξέρεις τιμωρός της αθανασίας
Είναι η αγάπη που απαρνήθηκες
Αχ πως ξεχνάς

Μην απορήσεις αν δεις σε όνειρο
Τους αυλικούς σου να απιστούν
Είναι που θα αναδεύω τα τελευταία δηνάρια
Είναι που θα αφανίζω τα περάσματα
Είναι που θα κρυφακούω τις μαντεψιές
Ανοικτή να βρεις τη θύρα που ψάχνεις
Ορθός να κρατηθείς και ετοιμοπόλεμος
Μην απορήσεις λοιπόν
Τα κάστρα πέφτουν από μέσα πάντοτε
Όταν εσύ θα πέφτεις
Εγώ θα γονατίζω στο φως
Όταν εσύ θα απαγγέλλεις τους στίχους σου
Εγώ θα ξεκαρφώνω το καρφί απ' την παλάμη της γης
Κι όταν εσύ θα δακρύζεις
Εγώ θα αναπολώ τον πρώτο μου ίσως έρωτα
Που σαν παλιά αμαξοστοιχία
Στις ράγες θα μπαίνει ξανά για ταξίδια στο πουθενά
Φεύγω ελαφριά και αιθέρια με την περπατησιά του ελαφιού
Μόνο που σου αφήνω ένα χώρο στεγνό δικό σου
Τρεις φορές να με απαρνηθείς
Αυτόν της απουσίας και της υπεκφυγής

Συμμετείχε στο καθιερωμένο πια και τόσο ποιοτικό Συμπόσιο Ποίησης 
που διοργάνωσε υποδειγματικά η φίλη Αριστέα και ολόθερμα την συγχαίρω



     

Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Μικρά πορθμεία


*
Πράσινη μέρα
Σ' αγκυλώνει μ' αγκάθια
Ήλιος κραταιός
Λιπαίνει τους κάκτους
Ανθοφορία

*
Ο ποιητής συνάντησε
Έναν κύκνο αχνοφέγγιστο
Η λίμνη ξέβραζε
Στίχους ψιμύθια
Αμφιλύκη

*
Στον νότο
Στοιχειώνουν τα τοιχία
Ένας αρχάγγελος
Επιβλέπει τα όνειρα
Ελευθερία

*
Πορτοκαλάνθια
Στα μαλλιά σου
Σαν ωριμάσεις
Καταιγίδα θα σε γευτώ
Αναμονή

*
Φεγγριστή η κάμαρα
Μην πεις την αλήθεια
Μελάνι θα γίνει
Για τους αθανάτους
Ανταμοιβή

*
Μια πλώρη θυμάσαι
Κι ένα κατάστρωμα
Γυμνό ένα πέλμα να ακολουθεί
Ράθυμους κυματισμούς
Ονειροπόλημα

*
Πέτα τον γάντζο
Φεγγάρια να πιάσεις
Έρωτες αρχαίους
Σκουριά του χαλκού
Αποστασία

*
Σειέται ένας φίκος
Η καμέλια μπουμπουκιάζει
Νερά φθινοπώρου
Σε σέπια μελαγχολίας
Αναστοχασμός

*
Τρεμίζει ένα δάκρυ
Κίτρινη η παρειά
Υποδέχεται τους ψαλμούς
Όλα αποδομούνται
Παράδεισος

*
Όταν πλαγιάζεις
Θερμό ένα ρεύμα στο αίμα
Σου υπογραμμίζει
Την κρυφή αμαρτία
Αναγέννηση

*
Σε ουράνιο
Περιβόλι σε πήγα
Στων άστρων τα πολυβολεία
Να δώσεις το σύνθημα
Ανακατάληψη

*
Χάλκινα όργανα
Χοροί που διπλώνουν
Ξεχνάς το μαντήλι
Τολμάς να αγαπάς
Ανασασμός

*
Φοβόσουν τους κούρους
Τα άλκιμα μέλη
Τα κόκκινα στάδια
-Οικτρά πως μιλούσες-
Πενιχρότητα

*
Σιωπούν οι ποιητές
Οι αμαζόνες διπλώνουν τα βέλη
Κλειστές οι αυλόπορτες
Στα δειλινά νησιά
Εγκαρτέρηση

*
Στα μικρά πορθμεία
Μετράς με παλάμες
Τα κουφάρια των γλάρων
Δρεπανηφόρος άνεμος
Ξιφουλκείς τις φωτιές των παλμών
Συγκομιδή

Συμμετέχει στο δρώμενο "η στιγμή σου σ' ένα ποίημα"
στην σελίδα της Μαρίας Ν 




Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Σαν έφυγες...




Ανασκιρτά η καρδιά
Φεύγει ένα πλοίο
Αιμάτινη η σκέψη
Κι η προφητεία δεν βγήκε...
Ξιφουλκώ χαμένες μελωδίες
Και σε αποχαιρετώ επηρμένη
Απ' του πόνου την γοητεία
Μη με γυρέψεις

Έχω μια φωτογραφία σου παλιά
Δεν ξέρω πως είσαι τώρα
Έχω και μια ανάμνηση
Καμένου σπίρτου σαν σε σκέφτομαι
Οι φλόγες δεν θα αργήσουν
Να επιτελέσουν το έργο τους
Φύλλο στον άνεμο σκαιό
Φαιό λουλούδι ήσουν
Ένα ποίημα χωρίς ουσία
Σχεδίασα με κιμωλία πάνω του
Την σπίθα της ματιάς σου πριν χαθείς
Μη με δώσεις

Λευκό τραπεζομάντηλο
Λευκή βουκαμβίλια
Ανοιχτό ένα βιβλίο
Τα ποιήματα τραυματισμένα
Ψάχνω ένα αστέρι
Κι έναν μαγικό καθρέφτη
Εκεί να σε γνωρίζω
Εκεί να σε ποθήσω
Άυλο να σε παρατηρώ
Χωρίς να σε ποθώ τα πρωινά
Μη με παρηγορείς

Στα σύννεφα βγήκα
Στους ωκεανούς κοιμήθηκα
Στους γλάρους είπα μυστικά
Κι ύστερα φύτεψα ένα δέντρο
Στο πλέγμα των λίθων
Δεν περιμένω καρπούς να μου δώσει
Μα να χαράξω στον κορμό του
Μια μέδουσα να με φυλάει
Απ΄του καπνού τις αναθυμιάσεις
Μη με σώσεις

Στην υψικάμινο της λαγνείας
Παραδόθηκαν τα στερνά φιλιά σου
Δεν σε πίστεψα
Δεν σου δόθηκα
Έμεινα πάναγνη κι αληθινή
Τώρα ακουμπώ στα τοιχώματα
Της φυλακής μου καπνίζοντας
Πεθαμένο καπνό
Σιωπώ σαν δρόμος απόμερος
Μεθώ σαν αδιάφορος ναύτης
Αν με δεις γύρνα μου πλάτη
Θα σε κλείσω σε μαύρο κέλυφος
Παντοτινά να σε έχω δικό μου
Μη με αποζητάς

Κι αν δεν μου κράτησες το χέρι
Δεν με πονά καθόλου
Έχω την ζεστασιά σου και το χνάρι σου
Κι έναν αέρα στην ψυχή μου
Απ' την ανάσα σου πριν ακόμα φανείς
Όταν σε γεύομαι στ' όνειρά μου
Γλυκαίνουν οι ρίζες μου
Θέλω μικρή να γίνω ξανά
Σχεδόν παιδί να πιστεύω στα παραμύθια
Και στους καλούς δράκοντες
Ίσως έτσι σε αναστήσω στο αίμα μου
Και σε ξαναβρούν ρευστό τα κύτταρα μου
Μη με ακολουθήσεις

Σαν έφυγες
Γκριζάρισαν οι πέργκολες
Με τα αναρριχώμενα φυτά
Κάηκαν τα ριζώματα του γιασεμιού
Και η μπιγκόνια μαράθηκε
Κι εγώ
Έμεινα να κοιτώ δυο βότσαλα
Που στριμώχτηκαν
Στου μπάτη το πλατύ καπέλο
Αν προφτάσω εκεί θα ζωγραφίσω
Ένα μαχαίρι κι ένα φεγγάρι
Από εκείνα που μου είχες χαρίσει
Για να οπλίζουν με φέγγος τη ζωή μου
Μη με ξεχάσεις

Πικρή η στέπα κι η άμμος γόνιμη 
Εκεί ανθώ μες στον θυμό μου!





Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Νυχτερινά




*
Ένα κομμάτι ουρανού
Κάποιες φορές ανοίγει μπροστά σου
Τα γαλαζωπά παράθυρα
Της έμπνευσης
Κι εσύ απλά
Επιτελείς το χρέος σου
Να ονοματίσεις την ουτοπία

*
Λευκό υφάδι
Μαλλιά ατίθασα
Ψυχή διαυγής
Τι επίθετο ταιριάζει
Στην ηλικία της ποίησης
Που να μην θυσιάζει στο ακραιφνές
Την καντηλήθρα της σκέψης

*
Άκου το σήμαντρο
Άκου το αηδόνι
Άκου τον τροχό της άμαξας
Μόνο πέτα αυτά τα στολίδια
Θα σε πλησιάσουν
Οι στρατιές των εμπόρων
Να σε πουλήσουν στα ντόκια
Για μιαν λίμπρα βαμβάκι
Βουτηγμένο στη λήθη

*
Κέραμοι σπασμένοι
Χάντρες του αβεντουρίνη
Μάρμαρα στιλπνά
Μια ανάσα ηδονής
Το πρόσωπό σου φαιό
Σαν μεταλλική ράβδος
Σε περιπλανώμενο τσίρκο
Τέμνει το χάρτη της ζωής μου
Νέες πληγές εμφυτεύεις
Στο σώμα του έρωτα
Κι εγώ σε εγκαλώ
Με το βλέμμα στραμμένο στο αρραγές

*
Στο στερέωμα ζω
Σε κρηπίδες ουράνιες γονατίζω
Σε δέντρα αστραπής καρπίζω
Κι όταν η γη με ζητά
Αφήνω την εσάρπα μου απαλά στο χώμα
Να ποτιστεί από το αίμα της ροδιάς
Ύστερα χαλικάκια πετώ
Στο ουράνιο δίσκο
Να μην χάσω τον δρόμο της επιστροφής

*
Πλέκω πανέρια με λυγαριές
Αφουγκράζομαι τις κρυφές ανάσες των εραστών
Ενδημώ στα βυθισμένα πλοία
Δεν φοβάμαι να ονοματίσω τον πόθο
Στα πανέρια μου μέσα φυλάω
Του αλφαβηταρίου τα ψηφία
Ποιήματα να γράφουν τα παιδιά της γειτονιάς
Εγώ θα δραπετεύσω
Στις φλέβες της καρίνας
Το στίγμα μου να αφήσω
Κι ένα εισιτήριο από ένα ταξίδι μαζί σου

*
Έχεις χρόνους που έφυγες
Τρομάζω να θυμηθώ τα μάτια σου
Τρομάζω να πω τ' όνομά σου
Πετούμενο γίνομαι αποδημητικό
Δεν κρώζω δεν πετώ δεν φεύγω
Μόνο φωλιάζω στις μαρκίζες
Να μην βραχεί η μελάνη
Που πότισε τα στήθια μου
Με της γραφής σου τα αινίγματα

*                                                                          
Έλαβα το σήμα
Την απάντηση δεν την έχω
Έτσι που αποτραβήχτηκαν οι σκέψεις
Στης τρέλας το δίχτυ
Δεν περιμένω τίποτα άλλο
Παρά να γεμίσουν
Οι στέρνες του φεγγαριού
Και μ' απλωτές να φθάσω
Στους ανοιχτούς κρατήρες
Να απομυζήσω το ημίφως
Αυτό που ξυπνάει της μνήμης τ' αγρίμι
Στα πικρά της ανίας μου βράδια

*
Στον πευκώνα έπεσε
Βαρύ το πούσι
Ξετυλίχτηκαν μαύρα κουβάρια
Κι έμεινα μόνη να συγκολλώ με στίχους
Τις βαριές αλυσίδες των ψυχών
Που στα πρότερα χρόνια
Σκαλίζοντας τ' αρχικά μου στους κορμούς
Με έχρισαν
Κυνηγό και επιστήθιο μάρτυρα μαζί
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                 


Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

Αντίποινα



Δεν ξέρω πως αποκόπηκα απ' τα φεγγάρια μου
Εξετάζω ενδελεχώς τις αιτίες
Αυτές που με πλάνεψαν με σκιώδη φιλιά
Αυτές που με έσυραν σε μπερδεμένα όνειρα
Αυτές που τράβηξαν την αλυσίδα του αίματος
Και με άφηναν ζαρωμένη να παρατηρώ ένα μαραμένο λουλούδι

Είναι στιγμές που μεθώντας με μουσική
Μεταμορφώθηκα σε άδειο αγγείο
Πάνω του σειρές από αστρικές μορφές χρησμοί και μύθοι
Ένα παιδί κρατάει το χερούλι σφιχτά
Ένα άλλο ξεφτάει τις παραστάσεις
Κι ύστερα φεύγουν αποκαρδιωμένα γιατί δεν είδαν
Τον άγγελό τους να περνά με ποδήλατο μέσα απ' τα λυγερά δέντρα

Πεζοπορώ πάνω σε δρόμους με συστάδες καλαμιών στο πλάι
Πουθενά δεν στεριώνω
Αν και στην ανατολή προσβλέπω
Διαρκώς αλλάζω κατευθύνσεις
Μικρά πουλιά με ακολουθούν τιτιβίζοντας
Είναι τα χαμένα μου χρόνια
Εκείνα τα χρόνια που μειδιούσαν ως κι οι κορμοί των δέντρων
Σαν τους αγκάλιαζαν τα χέρια του γρέγου
Πίσω δεν κοιτώ δεν με ωφελεί
Άλλωστε τα χρέη μου τα ξεπλήρωσα και με το παραπάνω
Μόνο βαστώ καθαρή τη χάντρα της μνήμης στον κόρφο
Εκεί που χάραξα πριν φύγω τα ψηφία της αγάπης μας

Είμαι αφοσιωμένη στους πυράκανθους
Προς στιγμή στήνω γιατάκι
Για μια νύχτα μοναχά
Στην επιφάνεια της αργίλου
Εκεί βλέπω τα πιο αινιγματικά όνειρα
Ανακινώ την σφαίρα της μοίρας
Τίποτα δεν σαλεύει
Εικόνες με ακολουθούν καμπουριασμένων κλόουν
Και μια μπέρτα μάγισσας ολόγεμη με φυλαχτά
Κρύβεται πίσω από τους θάμνους της λίμνης
Δεν ψάχνω να τη βρω η λήθη έχει διάλειμμα σήμερα

Τώρα δεν φοβάμαι να απαριθμήσω
Τις ημέρες που σπατάλησα στα πάθη
Κρατάω στην καρδιά το μυρτολούλουδο
Απ' τα λιβάδια της πατρίδας
Μιαν εικόνα της θάλασσας πριν την παλίρροια
Κι ένα ήχο κεραυνού που με γοήτευε από παιδί
Τώρα δεν φοβάμαι να ακούω τα βραδινά αλυχτήματα
Των μοναχικών ψυχών στα κενοτάφια των πόλεων
Έκρυψα τα φεγγάρια μου σε ιστού σημαία
Και δακρυσμένη γονάτισα στο χώμα περιμένοντας τα αντίποινα


Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Το παιδί του πολέμου



Ματώνουν τα σπλάχνα
Φωνή δεν βγαίνει
Μία χούφτα σκληρή σκορπίζει τον σπόρο μακριά
Ένα παιδί κρατώντας μια τρύπια μπάλα
Έπαιζε στο ξέφωτο χτες
Τώρα στο χώμα θλιμμένο
Να αναπνεύσει ζητά
Της ζωής να ενώσει το νήμα
Την μικρή αδερφή του
Απ' το χέρι να πάρει στους μεγάλους τους δρόμους να πάνε
Να σηκώσει της μάνας την πίκρα
Να λειάνει τη βαθιά της ρυτίδα
Το δάκρυ να σφουγγίξει της πέτρας
Της επιστήθιας πέτρας
Που στη ζέστα της έγερνε τα καλοκαίρια
Να ξορκίσει το κακό που για χρόνια βιάζει τη γη του

Φλογίζεται ο νους
Καπνίζει το τσουκάλι της οργής δυνατά
Ανασκιρτά η καρδιά
Ένα παιδί με γρατζουνισμένα τα γόνατα τρέχει
Σε ουρανού γειτονιές κυανές
Σε λωρίδες ανέμου λεπτές
Και σε χέρσα οροπέδια με σβηστά ηφαίστεια
Ένα παιδί που σφαγιάστηκε άδικα
Πριν προλάβει το αίμα να ακούσει
Πριν να λύσει της καλής του το αίνιγμα
Πριν δονήσει την φύση του το μεγάλο πιστεύω
Ένα παιδί θυμωμένο
Κυνηγημένο από χίλιες ριπές
Νήματα κρύα τώρα σκεπάζουν την ακμή του αίματος

Πονούν τα βλέφαρα
Οι ίσκιοι πυκνώνουν
Το ταξίδι αργεί
Ένα αγγελούδι κρατά λεμονάνθια
Κάτω από τις φτερούγες του
Λεμονάνθια του γάμου
Που στα πέταλα τους πάνω δραπετεύανε τ' άστρα
Μην και λείψει το φως της ειρήνης
Η καλή καρτερία
Η γλυκιά προσμονή
Ένα αγγελούδι με μάτια γαλάζια
Με χείλη ρόδινα κι έναν άγουρο πόθο στα στήθη
Ένας επίγειος Θεός που γεμίζει τις άδειες στέρνες των ονείρων
Που στη μέση κόπηκαν από φονικό μανιτάρι
Πριν προλάβουν να μεθύσουν με οίνο χαράς
Στης πατρίδας τα χέρια θυμωμένα στιλέτα να γίνουν

Παγώνει της σελήνης το τόξο
Λυγά η σημαία δακρυσμένη
Το αγκάθι κουμπώνει τα χείλη
Ένα παιδί γονατίζει στην άμμο
Να ξεθάψει πολέμου οβίδα
Να την κάνει σπιτιού ανθογυάλι γιασεμιά να το στολίσει
Να γελάσει η μάνα ξανά σαν μωρό χαρωπό
Φλοκωτά να υφάνει στολίδια
Να γελάσουν κι οι δρόμοι
Να λουστούν στον ασβέστη και στην δροσό της αυγής να πνιγούν
Ένα παιδί σαν όλα τ' άλλα της γης
Το παιχνίδι ν' αρχίσει ξανά
Με την τρύπια του μπάλα τη σφεντόνα τη παλιά του παππού του
Τον Θεό να κάνει συμπαίχτη
Κι ο Θεός να του πει παραμύθια
Το απόκρυφο να του μάθει τραγούδι της δικαίωσης




Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

Ρόδι χρυσό



Με χέρια τρεμάμενα και βιαστικά
Στεριώνω σκόρπιες παγίδες
Στα μέρη εκείνα που θα περάσει
Ο ιριδίζων κόκκος της αυταπάτης
Έτοιμη συναντώ ξανά τα θαύματα
Ήρθε ο καιρός της πολιορκίας
Έφθασε η μέρα της αναμέτρησης
Στη θάλασσα κατοικούν πάλι οι μνήμες
Στη στεριά ακούγονται ακόμη τα πριονάκια των γρύλων
Κι εγώ καταδιωκόμενη με ένοχα όνειρα κυκλοφορώ
Σε μονοπάτια που με πηγαίνουν σε χώρες που μάτωσαν χρόνια πριν

Τολμώ να κοιτάξω προς τον πυργίσκο του ήλιου
Χωρίς να τυφλώνομαι
Τολμώ να φωνάξω το ρήμα που κατακαίει τα νέφη
Χωρίς καμιά ανάσα
Μα εκείνο που καταφέρνω καλύτερα απ' όλα
Είναι να ατενίζω καθαρά τα πορθμεία που το ταξίδι τάζουν
Ήρθε ο καιρός των εξεγέρσεων
Έφθασε η μέρα των μεταμορφώσεων
Κουκούλι με ντύνει η ζωή
Αθώρητη έγινα
Μικρή χρυσαλλίδα
Κι αλλάζω μυστηριακά το σχέδιο στον χάρτη του κόσμου

Άνθισαν οι βραχόκηποι πλάι στη θάλασσα
Βγήκαν οι κυκλαμιές πάνω στα βουνά
Ακούς που τροχίζουν τα σπαθιά τους τα πεύκα
Έτοιμη συναντώ ξανά τα θαύματα
Τώρα αιωρούμαι μαγικά πλάι στα χάλκινα τόξα των βροχών
Τώρα ασπάζομαι μια μόνη θρησκεία: Της ζωής μου το ελεύθερο φάσμα
Τώρα φυγαδεύω τους νεκρούς μου
Ξαποσταίνουν τα μνήματα απ' των δακρύων τη θλίψη
Πως γίνεται ενώ ξεμακραίνω
Ξανά να επιστρέφω στην πηγή
Λαβύρινθος χαοτικός
Κι εγώ βηματίζω τυφλά
Πειράζω τις ώρες τις μεθώ με ρακί
Αργούν τα χρόνια να με βρουν εδώ κάτω
Πλίνθοι με ζώνουν
Ναοί με καλούν
Μητέρα του άγους με χρήζουν
Σκοντάφτω στην πέτρα και απ΄την ρωγμή της ξεπροβάλλει
Η πρώτη αχτίδα του νέας σελήνης
Αφήνομαι στην πλέρια αγκάλη κι εκεί αποθέτω χρυσή τη σπορά
Τολμώ να τραβήξω τα γκέμια της μοναξιάς
Χωρίς να φοβηθώ
Τολμώ να ονοματίσω το κενό με τις κραυγές του θανάτου
Χωρίς να χαθώ στις σκιές
Μα εκείνο που καλύτερα χειρίζομαι απ' όλα
Είναι να οδηγάω μικρά πλεούμενα στα άσπρα νησιά
Ήρθε ο καιρός των εκπλήξεων
Έφθασε η μέρα της ανταμοιβής
Αρματωμένη φυλάω την πύλη
Εχθρός δεν διαβαίνει
Κι οι πόλεις που αγάπησα με τόσο πάθος
Περιμένουν απλά
Την έλευση του παιδιού που η δόξα με ρόδι χρυσό το ανάθρεψε



Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Έλα με τις νεφέλες του πρωινού να σκεπάσεις το σώμα μου



Λιγόστευσαν σιγά - σιγά των οιωνών τα σημάδια
Εκείνα που κρυφά εμπιστευόμουν και μου αποκάλυπταν
Την καλή προοπτική του ερχομού σου
Δεν απορώ και στιγμή δεν τα μέμφομαι
Τα καλά της τύχης σημάδια βιούν
Μόνο μέσα σε αγκάλες που ποτέ δεν γνώρισαν την οργή της τέφρας
Δεν περιμένουν τίποτα απολύτως
Από τις κλίνες των σκοτεινών εραστών
Αυτών που απαρνιούνται τα άλικα ηλιοβασιλέματα
Τα αδειανά από ρήματα ποιήματα
Τους όμορφους κούρους
Που σκαπανείς έφεραν στο φως τυχαία μια μαρτιάτικη μέρα

Ωστόσο ξέρε το ήμουν κι εγώ κάποτε πέρα απ' την άλλη όχθη
Εκεί που φύτρωναν φλισκούνια μέντες κι αγριαψιθιές
Ήμουν εκεί μαζί με τις παλέτες μου
Να αναμειγνύω τα χρώματα που σ' αρέσανε να αφιερώνεις
Στο πρώτο ερωτικό κάλεσμα της Άνοιξης
Ζωή να δίνεις  στον κόσμο μου
Να χτυπάς με βουκέντρα το χάσμα των ωρών
Ήμουν εκεί στων χρωμάτων την περιπέτεια  παραδομένη
Στο κόκκινο του πάθους
Στο σμαραγδί της ελπίδας
Στο χάλκινο της μουσικής
Τώρα το υποκύανο στη ζωή μου κυριαρχεί
Έλα μην αργείς έλα ξανά
Έλα με τις νεφέλες του πρωινού να σκεπάσεις το σώμα μου
Που στα κρίνα των δακτύλων σου κάποτε ξημέρωνε

Πλάθω την εικόνα σου με σκληρότητα τις νύχτες
Και ξάφνου την χάνω στην καρδιά των διαδρομών
Μένω να κοιτώ τα σπασμένα κομμάτια
Ένα ψηφιδωτό δίπλα σε σέπιες κατεστραμμένες
Προσπαθώ να λύσω τα κλειδωμένα μυστικά σου
Εσύ χλωμός προτάσσεις ένα αόριστο "θα τα πούμε"
Σαν στερνή προσευχή από χείλη αμαρτωλά φαντάζεις
Βρύα καλύπτουν τα μέλη που δεν άγγιξες
Πύο σκεπάζει τις πληγές που δεν είδες
Αίμα ρέει στους ποταμούς που κάποτε σε δρόσιζαν
Κι ένα φαρμάκι πικρό κοχλάζει στις φλέβες των δέντρων
Αλλά εγώ ορθή θα σταθώ μόνο για σένα
Έλα μην αργείς έλα ξανά
Να ξεντύσεις το παιδί που συλλαβίζει το όνομα σου
Έλα κι εγώ θα γίνω ουρανός
Κι εσύ θα το δεις πως θα με ζητάς σαν λιανόφτερο πεταλούδας




Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Φιλιά λησμονημένα



Χαλίκια τριγύρω
Στρογγυλεμένα βότσαλα
Τα πέλματα να γελούν ξετρελαμένα
Στη θελκτική επιστροφή της πέτρας
Δεν είναι μακριά η θάλασσα
Οι ήχοι των κυμάτων
Φτάνουν ως εδώ μαζί με τους ήχους
Από τα γέλια των παιδιών
Οι αμμουδιές με καλούν
Κι εγώ καλώ τις καλές μου νεράιδες
Τις νύχτες που σφίγγει ο κλοιός της ζωής σαν μάνταλο
Δες με απειροελάχιστη έγινα για να με ψάχνεις στο χάρτη σου

Περιεργάζομαι βουβή το στέμμα του ήλιου
Κλέβω μια αχτίδα μικρή
Τη φορώ στη μέση σαν κορδέλα
Ποιος σου είπε πως δειλιάζω τη νύχτα
Κοίτα με πως λάμπω σαν ιριδίζουσα στεφάνη
Ξεσφίγγω τα χέρια
Δεν είναι μακριά η θάλασσα
Δεν προσεύχομαι απλά παρατηρώ
Την καταιγίδα που φτάνει
Ποιος θα το 'λεγε
Εγώ που μετέχω στις μέρες του σύννεφου
Να αναρριγώ απ' των δακρύων τους το εικόνισμα
Ξεσφίγγω τη ζώνη
Ακριβοθώρητη έγινα για να με θέλεις τις υγρές νύχτες σου

Συνεπαρμένη βαδίζω στο φως
Αόρατοι άγγελοι με περιστοιχίζουν
Μουδιάζουν οι ώμοι φτερά βγάζω
Τα άκρα πονούν
Τα μαλλιά μου γέμισαν χώμα αργίλου
Φυτρώνουν πανσέδες
Στις γύρω πρασιές
Η γη με προσφωνά αδερφή της
Δες με πετώ με φτερά σκονισμένα
Η γη με καλεί αλλά εγώ αιθέρια  πετώ
Τινάζω την κόμη
Φυκιάδα λουσμένη με φως
Άρχομαι απ' το φέγγος
Δεν είναι μακριά η θάλασσα
Περιστρεφόμενη πεταλούδα σε λυχνία
Τους κύκλους μετρώ στην κρύα σου αγκάλη
Μεθώ με τις ηδονικές εκτινάξεις των κυμάτων
Απεριόριστη έγινα να με μετράς στα πελάγη των στίχων σου

Σου χρωστώ ένα ταξίδι
Μου χρεώνεις μια ζωή
Σκάβω στις θίνες πονάει η αρμύρα
Κλειδώνει τη σκέψη τον πόθο στοχεύει
Δεν είναι μακριά η θάλασσα
Σφυρίζει ανοιχτά ένα καράβι
Δένω τον μπόγο μου σφιχτά μακραίνω
Ξεχνώ τη καρδιά να ποτίσω
Σε βλέπω που φτάνεις σκυφτός
Συνεπαρμένη τρέμω σαν διάφανη μέδουσα
Ανοιχτά μια σωσίβια λέμβος
Σινιάλα δεν στέλνω
Στα κύματα θεριεύω
Δίχτυα περνώ στα πέλματά μου
Ανασύρω υδάτινες κόρες
Φιλιά λησμονημένα
Αλαργεύω κι εσύ με κυνηγάς σαν βέλος το στόχο του
Αόρατη έγινα να με πενθείς με λυγμούς στα όνειρά σου

Συμμετέχει στο δρώμενο " Η στιγμή σου σ' ένα ποίημα" της  Μαρίας Νι
όπου θα απολαύσουμε πολλές και σημαντικές φωνές




Τρίτη 24 Ιουνίου 2014

Ο τόπος μας




Ο τόπος μας είχε φραγκοσυκιές στους όχτους
Σειρές πολλές κατάφορτες με άνθη κίτρινα
Ξεραμένους καρπούς με χρώματα ψυχρά
Δείλιαζαν τα χέρια μας να τις περιεργαστούν
Όλο πλήθαιναν κι ογκώνονταν τα ριζώματα τους
Απλώνονταν παντού σαν το σπιτικό προζύμι της προγιαγιάς
Πονούσε η γη στο διάβα τους και σκλήραινε
Το χώμα της γίνονταν κόκκινο σαν τη φλόγα της ασβεστοκάμινου
Τρυπούσαν βαθιά οι ρίζες τους το τρυφερό μας στέρνο
Τρυπούσαν και τα πληθωρικά όνειρά μας
Κατέβαιναν η μανάδες μας τη σκάλα και μας ψηλάφιζαν
Ο φόβος τους ένας: μην ξεχάσουμε ανοιχτή την πληγή
Και δραπετεύσουν οι καλές μοίρες της γενιάς μας

Οι κήποι μας είχαν πορτοκαλιές και νεραντζιές
Πλούμιζαν τον Απρίλη με ευωδιές κι άνθη
Κατεβαίναμε τις σκάλες και τραβούσαμε για τον ποταμό
Ιδρωμένοι απ' τα αρώματα να ξεπλυθούμε λίγο
Το άστρο της ψυχής να γαληνέψει κι αλλο μην τρικυμίζει
Έρχονταν οι κυράδες με τα φλογάτα μαντήλια
Μας χάιδευαν και μας νουθετούσαν κι έμεις γελούσαμε
Έρχονταν κι οι μικραγγέλοι και μας ζητούσαν φιλιά
Κρύβοντας στις φτερούγες τους ροζ τριανταφυλλιές
Παίρναμε πέτρες και χοντρά βότσαλα
Περιφράζαμε τα δέντρα στήναμε κάστρα με πολεμίστρες
Έτσι κατακτούσαμε έναν χώρο γης ολοδικό μας
Είχαμε φως κι είχαμε τις μάνες μας γελαστές στις αυλές
Κι έναν μεγάλο προορισμό: να πάρουμε την ανέμη
Να υφάνουμε το πέπλο της καλής μας θεάς

Ο τόπος μας ήταν γεμάτος από ασημένια λιόδεντρα
Κούρντιζε την άρπα του στις λόγχες τους ο ήλιος
Μας πολιορκούσε τα μεσημέρια με τις εξαίσιες μελωδίες του
Βγαίναμε στους αγρούς με σπιρτόκουτα στα χέρια
Να κρύψουμε εκεί τους θησαυρούς του καλοκαιριού
Τζιτζίκια και χρυσόμυγες και μικρές πυγολαμπιδες                   
Έμοιαζε η τσέπη μας σαν περιβόλι παραδείσου
Ανεβαίναμε τ' αψήλου χανόμασταν στα ακροκέραμα τ' ουρανού
Χτυπούσαμε των νεφών τα ασημένια σήμαντρα
Αχνογελούσαν οι γερόντοι στους καφενέδες και μας χαίρονταν
Έπιναν τον καφέ τους παρέα με τις χαρτορίχτρες
( Η χαρτωσιά καλή έδειχνε πάντα τη ζωή την αγάπη και τον αγώνα )
Χορταίναμε την πείνα μας με ένα μόνο ποτήρι δροσερό νερό
Με πείσμα μοιραζόμασταν το βάρος της αδικίας
Που είχε χτυπήσει σαν χαλάζι τα γονικά μας
Παρηγοριόμασταν
Είχαμε το κλειδί που ανοίγει τις αυλόπορτες της Άνοιξης
Ανάβλυζε τότε - σαν από θαύμα - το λάδι στα κιούπια μας
Πλήθαιναν οι σπόροι χαιρόμασταν για το βιο μας τρανεύαμε

Στο κοκκινόχωμα φύονταν τα δροσάτα αμπέλια μας
Δύναμη αντλούσαμε απ' τους γλυκούς χυμούς τους
Στολίδια φτιάχναμε με τους καρπούς τους
Στρώναμε λινά τραπεζομάντηλα στα τραπέζια μας
Και ακουμπούσαμε εκεί τα πανέρια σεβαστικά
Έρχονταν τα σπουργίτια κι οι σπίνοι και τσιμπολογούσαν
Σκιρτούσε η καρδιά μας απ' την χαρά και τη μέθη
Διπλούς χορούς στήναμε δίπλα στα ρακοκάζανα
Μοσχοβολούσαν οι αυλές μας ασβέστη γιασεμί κι αγιόκλημα
Χαμογελούσαν οι θλιμμένες Παναγίες και μας χάριζαν λευκά κρινάκια
Κι εμείς ξετρελαμένοι τρέχαμε στα σοκάκια
Ακούγαμε  το νυκτερινό τραγούδι των γρύλων
Και συνθέταμε τα δικά μας λιανοτράγουδα
Τα κλείναμε στα σεντούκια μας τα διπλοκλειδώναμε
Σαν έρχονταν οι γιορτές τα τραγουδούσαμε στις πλατείες
Ομόρφαιναν τα κορίτσια κι άστραφταν οι γειτονιές
Ο κόσμος γίνονταν μαγικός σαν τη σάρκα του ροδιού
Ήταν τότε που στο ρολόι του καμπαναριού σήμαινε η μεγάλη ώρα
Η ώρα των ποιητών με τα προγονικά ξυπνητήρια πάρα πόδας να σημαίνουν την ανάσταση


Συμμετέχει στο δρώμενο " Η στιγμή σου σ' ένα ποίημα" της  Μαρίας Νι
όπου θα απολαύσουμε πολλές και σημαντικές φωνές



Παρασκευή 20 Ιουνίου 2014

σπονδή στο Θέρος




Χαρισμένο στην Αριστέα

Ήταν ένα σύννεφο αχνό στην γυάλα της δύσης
Ένα χέρι που αγγελοκρούει το πέτρινο σήμαντρο
Κάτω στον κάμπο και χάνεται
Τα κορίτσια που ερωτεύονται κατάφορτες αγριαπιδιές
Στης μέρας το ζεστό κόρφο και μελένια γίνονται φωτάκια
Σε παραθαλάσσια κέντρα
Οι μικρές Παναγίες των ακτών με τα διάφανα δάχτυλα
Δεν ήταν μύθος που υποβόσκει
Ήταν το Θέρος το φεγγερό ...

Ήταν δροσιά αρμύρα φρεσκάδα
Πέπλα γαλαζοπράσινα που ο ζέφυρος ερωτεύεται
Κορμιά που πάλλονται λέξη που αποκρίνεται
Ήταν η μέθη η παραζάλη και το άγος
Το κρυφό μονοπάτι που σε αρνήθηκα
Και μετά σε απόκτησα για να σε ανακαλώ
Δεν ήταν τα βρύα που στην πέτρα σκοντάφτουν
Ήταν η θάλασσα η γλυκοφιλούσα...

Ήταν το γιασεμί το φτερούγισμα των γλάρων η μυρωδιά
Του κίτρου
Το ανάχωμα που εντός του βρήκε η κόρη το χρυσό περιδέραιο
Του Ιουλίου
Η σπονδή που στον δικό του Θεό κατέθεσε
Το μικρό ναυτόπουλο
Στου άλμπατρος τη φτερούγα ένα ανέμισμα φωτιάς
Το οχυρό της σμέρνας που σπαράσσεται απ' το κύμα
Δεν ήταν οι άνυδρες συκιές και το κρυφομίλημα στον καθρέφτη
Ήταν το Θέρος το ποθητό...

Ήταν τα βράχια που λαξεύονται απ' τον άνεμο
Η χρυσή πλεξίδα που έχασε η αδερφή μες στα δίχτυα του χρόνου
Το θαμπό μανουάλι το θησαύρισμα της γης και το τρίποδο του ήλιου
Τα κρινάκια που σπλαχνίστηκαν τη μοναξιά μας
Και αργά βημάτισαν
Δεν ήταν η αργυρή αστραπή στην οπλή του Κένταυρου
Ήταν η άμμος η πολυσυλλεκτική...

Ήταν το κλεφτοφάναρο κι οι πυγολαμπίδες
Στο μέτωπο του Αυγούστου
Η πέτρα η στιλπνή που θυμίαζε το φεγγαρόφωτο
Ήταν οι όρκοι που πατήθηκαν και ποτέ δεν ξεστόμισες
Το πτερύγιο του δελφινιού που γαλάνιζε πλάι στην μπλε σημαδούρα
Το κοχύλι που σε οδήγησε στα άχρονα πάθη
Κι η γιρλάντα του βασιλικού
Δεν ήταν η επιγραφή που το νύχι αφήνει στον πάγο
Ήταν το Θέρος το αργοσάλευτο...

Ήταν το πανέρι κι η γαλαζόπετρα που απ' την θάλασσα ανεβάσαμε
Μιαν νύχτα αστρόφεγγη για προσκεφάλι
Τα παιδιά που μάτισαν και συναρμολόγησαν τραγουδώντας
Τα δυο ημισφαίρια
Η σχισμή που αλαργεύει κι ο πικρός μισεμός
Η μικρή σαλαμάνδρα που αγρυπνά στην καρίνα
Δίπλα στο " έχει ο Θεός"
Δεν ήταν η αμαζόνα με τα χρυσά τα σπιρούνια
Ήταν τα καράβια τα πολυτάξιδα...

Ήταν οι θεριστάδες και το ιδρωμένο μαντήλι
Τα σκίνα που φορτώθηκε ο μικρός αγωγιάτης για στέγη του
Ήταν ο φώσφορος η αυγή κι ο μυχός του αστερία
Πλάι στον αμπελώνα το σούρπωμα
Ήταν ο πετρόμυλος το ψωμί το φιλί κι ο καημός μας
Το λαχούρι που σαν άμφιο σκέπαζε το δάκρυ της στάμνας
Δεν ήταν οι άκανθοι κι οι στερνές προσευχές
Ήταν το Θέρος το αυτοκρατορικό!

Αυτή είναι η συμμετοχή μου στο 4ο Συμπόσιο Ποίησης της Αριστέας
όπου για άλλη μια άλλη φορά συγκεντρώθηκαν μοναδικές συμμετοχές
από τους φίλους και τους θιασώτες της Ποίησης!

Το παραπάνω ποίημα φιλοξενήθηκε στην σελίδα Ποιητές του κόσμου 
του αγαπημένου φίλου ποιητή Στρατή Παρέλη και τον ευχαριστώ πολύ!


Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Διαρκές

53699-The_Shore_of_the_Turquoise-Sea.jpg

Βράχια και θάλασσα κι απάτητοι όρμοι
Χαμηλές πτήσεις εντόμων στην κορδέλα της άμμου
Μια αστραπή που τρυπάει το χαλκό της δύσης
Με χίλιες πύρινες γλώσσες - κρύψου στα νερά
Διπλώνω τα χέρια
Απασχολώ το μυαλό
Ματίζω τις φλέβες μου
Σκοτάδι, πλοκάμι μαύρο, αφαίμαξη
Τι ήταν εκείνο το καλοκαίρι παραπάνω από την εικόνα σου
Που συγκράτησε η μνήμη απ' το μακρινό παρελθόν

Βγαίνω με κόκκινο μεσοφόρι γιορτινή
Στον περίγυρο της ασβεστωμένης αυλής
Ένα γλαρόπουλο με ακολουθεί - κόψε ένα κλαδί
Τι γυρεύω εγώ μες τη σιγαλιά
Τι καρτερώ πριν τη φυγή
Τι σκάβω στους τάφρους να βρω
Απουσία, φόβος αμυδρός, αντιδιαστολή
Τι ήταν αυτό το καλοκαίρι παραπάνω από ένα αρμυρό δάκρυ
Που οι άγγελοι άφησαν στον κόρφο των κοριτσιών

Στο σπίτι τα φώτα σβηστά αδρανώ
Στους δρόμους περνά ο τελευταίος διαβάτης
Μια ξυραφιά είχε η ψυχή σου χτες - πρόσεχε το γέρμα
Ποταμός ήσουν και νέφος της βροχής
Σε αγκαλιάζω και στάζω
Σε χαιρετώ και ανατέλλω
Σε ενθυμούμαι και θωρώ ένα άστρο στο ταβάνι
Ανάμνηση, κλαυθμός, ύστερη υπεκφυγή
Τι ήταν εκείνο το καλοκαίρι παραπάνω από ένα φτερούγισμα
Που μια πεταλούδα άφησε πάνω στα χείλη σου

Καρδιοχτυπούν τα φύλλα της φιλύρας τη νύχτα
Δεν βλέπω όνειρα σκιαγραφώ τη μορφή σου - ψάξε την πυξίδα
Βγαίνω στον κόσμο λουσμένη με μύρα και λάδι μυρτιάς
Να φανεί περιμένω το παιδί που αδυνατεί να κλάψει
Να του λύσω τα χέρια να αρπάξει της μοίρας το κλειδί
Ασπάζομαι το χνώτο της πέτρας
Εξετάζω το ηδονικό βλέμμα
Σηματοδοτώ τις εκτάσεις που αποψίλωσε η φωτιά
Ανακολουθία, πατρίδα θυμωμένη, φονικό
Τι ήταν αυτό το καλοκαίρι παραπάνω από κονιορτός
Που μια άμαξα σήκωσε στα σοκάκια τ' ουρανού

Τα κόκκινα φεγγάρια αποχωρίζομαι γελώντας
Παρατηρώ τους ακροβατισμούς των άστρων
Σε μια σκιά στήνω το κάστρο μου - δώσ' μου το κλειδί
Καθρέφτες πολλοί να πολλαπλασιάζουν τα όνειρα
Βλέμματα που δεν μπόρεσες ποτέ να ξεχάσεις
Κι ένα μεγάλο λαβομάνο να ξεπλύνω τις στάχτες
Αυτή η μόνη μου περιουσία ένα λαβομάνο με σπασμένο χερούλι
Σε κυνηγώ με φτερά γερακιού
Σε ακουμπώ με δάκτυλα που έγιαναν την πληγή
Σε αντιγράφω με σπασμένο μολύβι
Αποχωρισμός, δόνηση της γης, ερημία
Τι ήταν εκείνο το καλοκαίρι παραπάνω από μια ιστορία
Που η μάνα έκρυψε στην ποδιά της μαζί με τα σπόρια για τα πετεινά


Συμμετέχει στο δρώμενο " Η στιγμή σου σ' ένα ποίημα" της  Μαρίας Νι
όπου θα απολαύσουμε πολλές και σημαντικές φωνές



Πέμπτη 12 Ιουνίου 2014

Η μόνη στιγμή



Στάσου μια στιγμή μόνο
Τώρα που έμαθα να ψιθυρίζω
Τ' όνομά σου χωρίς να πονώ
Μια στιγμή σου ζητώ ακέρια δική μου
Να ξεκουρδίσει η καρδιά
Το ρολόι της ατέρμονης επανάληψης
Μήπως κι έτσι λησμονήσω
Της αρμύρας το πεπρωμένο
Που με καταδιώκει
Μικρή εγώ κι ανυστερόβουλη
Γρικώ τους χτύπους κι αναστρέφω
Της μνημοσύνης το πικρό κύμα 
Επάνω του καλπάζω ανέμελος άνεμος
Καταφύγιο αναζητώ σφυρίζοντας
Στα γαλάζια σου παραθύρια που σφαλιστά παραμένουν στις επικλήσεις μου

Στάσου μια στιγμή μόνο
Τόσο που να διαγράψω δειλά
Ένα κύκλο στο άγιο σου σώμα
Τόσο που απ' το δισκοπότηρο σου
Να μεταλάβω την ύστερη πράξη
Μεγάλη πράξη του εραστή θανάτου ομολογία
Την ευλογία να έρχεσαι
Στου ύπνου μου τα πέπλα
Δεν την χωρά της καρδιάς το ανασκίρτημα
Χάνομαι σαν μάγισσα που το ξόρκι
Δεν λύνει κι άφατη λύπη
Πλήττει του έρωτα το κατακόρυφο βύθισμα
Πλεούμενο εγώ με σπασμένα άρμενα
Αφήνομαι σε πελάγη ανοιχτά
Λαθραίος επιβάτης
Σπάζω σε ύφαλα και σε ξέρες δονούμαι
Κι εσύ παρατηρητής σε λέμβο ξύλινη
Αναδεύεις την ακύμαντη δύση
Με χέρια που ανεξέλεγκτα παραμορφώνουν τον ορίζοντά μου

Στάσου μια στιγμή μόνο
Μέχρι να βρω ένα ραβδάκι
Να ανακινήσω του γαλαξία
Το ασημένιο ποτάμι να πλυθείς
Μετά έλα μαζί μου ξανά
Σου έφτιαξα όχθες
Πνιγμένες στις ιτιές και στα πλατάνια
Να ξαποστάσεις στον ίσκιο τους
Σου έφερα βότσαλα
Να σκαλίσεις των ποιημάτων σου
Τα λεπτά νοήματα
Κι ακόμα λυγαριές σου έφερα
Διπλά να πλέξεις την ανεμόσκαλα
Που στην σελήνη καθάριο θα σε φέρει
Εκεί να σε βρω αιθέριο
Μες στους κρατήρες γερμένο
Να αφηγείσαι στις φεγγαρόπετρες
Τα μυστικά που μου 'κρυψες λόγια

Μια στιγμή να μου χαρίσεις μόνο
Μια μόνη στιγμή
Κι εγώ θα απλώσω
Το ολοκέντητο σεντόνι
Να σκεπάσω τα χρυσά προσωπεία
Που τόσο σε φόβιζαν από παλιά
Κι ένα ματσάκι αγριοβιολέττες θα σου φέρω
Απ' την χαράδρα του Αίμου
Να λάμπει μωβ η ευωδιά
Μπροστά στα φιλήδονα χείλη σου
Γιατί με κύκλωσε ξανά η ομορφιά
Κι έχω ανάγκη να κλάψω για λίγο έστω
Πάνω από το θάμβος του φιλιού σου
Πρώτο φιλί στερνό φιλί
Κι ο σπαραγμός σφιχτά μπλεγμένος
Στο απροσδιόριστο μήπως
Επαναφέρει τον κρυμμένο πόθο μου
Σε χαράκια κυκλικά απουσίας
Πως να σε βρω;
Πρέπει να τρέξουν τρελά οι θύμησες στου χρόνου τη δίνη
Μην και προλάβω να μπω προσκυνητής
Στον προθάλαμο του ναού σου
Που διαρκώς ένας λιθοξόος αλλάζει την περίμετρο του

Έλαβε μέρος στο δρώμενο της Φλώρας "Παίζοντας με τις λέξεις"
όπου συγκεντρώθηκαν υπέροχα κείμενα για ακόμα μια φορά
αποσπώντας την αποδοχή πολλών και τα θετικά σχόλια τους!

Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Αντιθέσεις και συνάφειες



Ι
Εμείς μαχαίρια δεν μεταχειριστήκαμε
Έτσι που να μαζέψουμε χόρτα στους αγρούς τ΄απογεύματα
Ή να ανοίξουμε ένα καρύδι την ψίχα του να φάμε
Φοβηθήκαμε τη γη και τους καρπούς της
Κάποιοι μας είπαν πως ένα λίθινο μαχαίρι κρατάει
Το απόσταγμα να πάρει της ψυχής μας αν τη φλέβα της πλησιάσουμε
Περιοριστήκαμε στα εντελώς απαραίτητα
Δεν ξέραμε κατά που γέρνει η αναπνοή της καρδιάς
Μπήξαμε τα μαχαίρια στο φρέσκο ψωμί και περιμέναμε την τιμωρία

ΙΙ
Εμείς μνημονεύαμε τα πάθη των εραστών καθημερινά
Την πλεξούδα της αγαπημένης στο εικονοστάσι του σπιτιού μας
Δίπλα στα νυφικά στέφανα τοποθετήσαμε
Κι αυτός νομίζω είναι ο λόγος
Που οι ρώγες των δαχτύλων μας γίνονταν χρυσές τα καλοκαίρια
Μόλις αγγίζαμε τις καρίνες απ' τις βάρκες στα κοντινά ακρογιάλια
Με τις επιγραφές:  "Ιουλία" "Αστάρτη" "Μάγια" και "Αλεξάνδρα"

ΙΙΙ
Εμείς δεν πιστέψαμε στα χάλκινα δάκρυα των αγαλμάτων
Ούτε που μας συγκίνησαν ποτέ
Τα αγάλματα ποτέ δεν κλαίνε από λύπη
Παρά μονάχα από χαρά περισσή
Γι αυτό και τα παιδιά μας όταν τα πηγαίνουμε στα πάρκα
Πολύχρωμες κορδέλες τους φορούμε στα μαλλιά
Κορδέλες της χαράς
Και τα πέλματά τους με αρώματα τα αλείφουμε
Να έχει η ζωή ένα κατά δικό της κομμάτι ευτυχίας

ΙV
Εμείς συνήθεια το έχουμε στα μεγάλα θησαυροφυλάκια
Να κλείνουμε τα διάφανα πουκάμισα των φιδιών
Κι όταν ο ξένος μας ρωτά τι κρύβουμε εκεί ερμητικά
Μία απάντηση του δίνουμε πάντοτε:
Το μικρό νυχάκι της Παναγίας που το έσπασε η πίκρα
Σαν ατένισε του κάλφα τα καρφιά

V
Εμείς μονόπρακτα δεν παίξαμε σε σκηνές αρχαίων θεάτρων
Ή σε υπαίθρια σινεμά μαζί με τα περιπλανώμενα μπουλούκια
Υποκρινόμασταν πάντα στη ζωή τους τυφλούς
Γιατί βαθιά μέσα μας ξέραμε πως το κορμί σπιθίζει φως
Μόνο μέσα απ' των τραγωδών το χρυσό στέφανο


VI
Εμείς δεν εμπιστευτήκαμε τα σήμαντρα
Ακόμα κι αυτά που ανάσταση σήμαιναν
Ξεριζωμένοι ήμασταν γι αυτό και το σήμαντρο της νοσταλγίας
Είχε πάντα έναν πικρό κι υπόκωφο ήχο
Έναν ήχο που μαρτυρούσε την επέλαση της φωτιάς
Στους παιδικούς ελαιώνες της θύμησης

VII
Εμείς δεν ξεκρίναμε ποτέ την γραμμή της ζωής
Τσιγγάνες δεν είχαμε κοντά μας
Την παλάμη μας να διαβάσουν
Μοίρα μας οι νεκροί μας
Κι έτσι το μόνο που καταφέρναμε ήταν να στήνουμε
Λευκά εικονοστάσια στις άκρες των δρόμων
Εκεί ακριβώς που περνούσαν τέλη του θέρους
Οι νέοι με τις καλαθούνες γεμάτες κεχριμπαρένια σταφύλια
Κι αυτούς μονάχα ονειρευόμασταν
Γελούσαν μαζί μας κρυφά τα παιδιά με τ' ασχημάτιστα χείλη

VIII
Εμείς τα ποιήματά μας τα χαράξαμε
Σε σχιστόλιθους φερμένους απ' τα κοντινά βουνά
Ψεύτισαν τα χαρτιά και οι πάπυροι
Ψεύτισαν και οι πένες μας
Και το μελάνι στις πέτρινες κρήνες χρονολογίες τυπώνει
Γι αυτό και τα τραγούδια μας μοιάζουν με δροσοσταλίδες
Κι άλλοτε πάλι έχουν την χροιά της σγουρής φτέρης

ΙΧ
Εμείς σε αρματοδρομίες δεν λάβαμε μέρος
Ούτε τα χάλκινα γκέμια κρατήσαμε του Ηνιόχου
Οι επιλογές μας κάποια ασταθή βήματα
Σε μονοπάτια πλούσια σε ακάνθους και ασφόδελους
Πρόθυμα στριφογύριζαμε το κέρμα τις Κυριακές
Πάνω στο πλακόστρωτο της πλατείας
Και μας αποκάλυπτε σχεδόν πάντα την κεφαλή των φτερωτών Θεών

Χ
Εμείς την επιφάνεια της λίμνης
Δεν πετροβολήσαμε ατάραχο αφήσαμε το νερό
Πως να ξοδέψεις τα βότσαλα που οι ποιητές
Ωραίους κούρους απεικονίζουν πάνω τους
Και τα παιδιά σε σφεντόνα τα βάζουν σημάδι να μάθουν
Έτσι στη γαλήνη ταχθήκαμε και μπροστά σε κοίλα κάτοπτρα
Αδιαίρετο αντικρίσαμε το πέτρινο πρόσωπό μας

ΧΙ
Εμείς τα σπίτια μας δεν τα χτίσαμε στα οροπέδια
Παρά μονάχα δίπλα στις ακτογραμμές τα στεριώσαμε
Να έρχεται η αρμύρα να διαβρώνει το αίμα μας με το χνώτο της
Και του γρέγου το ξύλινο τόξο να σιγοτρώει συστηματικά
Εντούτοις δεν δειλιάσαμε ούτε μια στιγμή
Παρά την στενή πολιορκία των Νηρηίδων
Ωραίοι και αρτιμελείς θητεύσαμε στο παρόν
Και μέσα από θαλασσινό κοχλία ήπιαμε
Το νέκταρ που ξεδιπλώνει τα πανιά των ενατενίσεων

Συμμετέχει στο δρώμενο " Η στιγμή σου σ' ένα ποίημα" της Μαρίας Νι
όπου θα απολαύσουμε πολλές και σημαντικές φωνές



      

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Στιγμιαία αποτύπωση



Δεν ήταν απλά και μόνο ένα παράξενο λουλούδι
Ριζωμένο στα θαλασσινά βράχια κόντρα στο φως
Ψυχωμένα να τρυπάει το βασίλειο της πέτρας
Δεν ήταν μια πινελιά ερασιτέχνη ζωγράφου
Πάνω στον καμβά του νυχτερινού ορίζοντα
Της αγάπης το μυστήριο να απεικονίσει αδρά
Η έστω ένα ανώνυμο στον άνεμο σκαθάρι
Που απαρνήθηκε την χοϊκή φωλιά του
Κι έμεινε να αιωρείται στον αέρα ανυπότακτο
Ήταν όλα τα παραπάνω μαζί
Αντάμα με το κλάμα ενός μωρού
Όταν το αποκόπτουν βίαια την 25 ώρα απ' την θηλή της μάνας του

Δεν ήταν απλά και μόνο ένα αγριολούλουδο
Ήταν το χέρι της γης που γενναία αμύνεται
Στην επέλαση των μικροσκοπικών εντόμων
Ήταν το φουστάνι της νύφης που η προγιαγιά τύλιξε
Σε σκούρο περιτύλιγμα μ' ένα κλωνάρι λεβάντας μαζί
Να το βρει η αθανασία την φτερούγα της να στολίσει
Κι ούτε το χρυσό φτερό της μέλισσας ήταν
Που σε λουλούδι μαγιάτικο αφήνει τα φιλήματα
Καρπερός να γίνει ο κόσμος και το φιλί της νύχτας να ζωντανέψει

Δεν ήταν απλά και μόνο ένα λουλούδι σφηκοφωλιά
Αλλά η μπουτονιέρα που η θεά Δήμητρα
Καρφίτσωσε στο πέτο της κόρης της σαν αντάμωσαν
Το έαρ σπλαχνικό είναι μα και σκληρό πολύ
Στην παλάμη του σημειώνει αχνά με πενάκι
Τις ρήσεις των μοιραίων ποιητών
Γραφή τρεμάμενη σαν την φλόγα στο πένθιμο καντήλι
Που μόνο οι μυημένοι μπορούν να διαβάσουν
Ξέροντας πως η μεγάλη ώρα έφτασε
Η 25 ώρα τους παραδίδει εμπιστευτικά τα κλειδιά της
Στρίβοντας καπνό από βοτάνια και ρίζες αφροξυλιάς
Σε τρίποδα χρυσό καθισμένη κρυφά τους προτρέπει
Να περπατάνε αγέρωχα στου γκρεμού το φρύδι
Έχοντας στο μαντήλι τους κλεισμένο το αέρινο άνθος
Αυτό που θα τους φέρει  μπροστά στο θαύμα
Κοντά στην αδερφή που δεν ατιμάστηκε την 25η ώρα
Τότε που ο ήλιος πήρε παράταση στην περαταριά τ' ουρανού

Με αφορμή μια πρωτοβουλία που ανέπτυξε
η παρακάτω σελ http://25thhourproject.tumblr.com/info
Δημοσιοποιήθηκε στις παρακάτω σελίδες:
http://25thhourproject.tumblr.com/post/90879206699/25
https://www.facebook.com/updot.gr
https://twitter.com/iatridisg

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Κάποτε παιδιά



Κάποτε σαν ήμασταν παιδιά
Βγαίναμε κρυψώνα να βρούμε
Στις γέφυρες των γιασεμιών
Τώρα τις γέφυρες
Τις κατοικούν αθίγγανοι άστεγοι και ξωμάχοι
Αδιάφορα μας θωρούν με τα κρασάτα τους μάτια
Κι η μόνη έγνοια που έχουν είναι:
Οι κορδέλες και τα ψάθινα καπέλα των γυναικών
Που αγάπησαν παράφορα χρόνια πριν
Με τα ενθύμια αυτά ζητούν να ανυψώσουν
Τη ματαιότητα των στιγμών τους
Σε πέτρινες αψίδες τοξωτές
Κορδέλες και ψάθινα γυναικεία καπέλα
Βιαστικά να αφαιρέσουν με χέρια τρεμάμενα
Του χειμώνα το κρύο χνώτο απ' τη σάρκα τους
Το καλοκαίρι να ανταμώσουν ξανά στις νεροσυρμές
Εκεί που μόνο τα κυανά βότσαλα
Των ποιητών μαθαίνουν να επιπλέουν!

Κάποτε σαν ήμασταν υπερασπιστές της χαράς
Μοιράζαμε στα πλήθη
Ξύλινα βέλη διχάλες και πέτρινα είδωλα
Ο πόνος των μανάδων μας να μαλακώσει
Και κρυφός να γίνει του δάσους κελαηδισμός
Τώρα μας απόμειναν μόνο
Δυο τρία χάλκινα τρομπόνια
Τυλιγμένα σε υγρά προσόψια
Πρασίνισαν απ' την επαφή με τα καυτά δάκρυα
Κάνουμε να τα τρίψουμε λίγο μήπως και γυαλίσουν
Μα δεν βρίσκουμε εκείνο το μετάξι το απαλό
Που δεν χαράζει της πνοής τους το στόμιο
Δυο τρία χάλκινα τρομπόνια
Μελωδίες και ύμνους να παίξουν στη γιορτή
Να τραβηχτεί η σκιά  απ' το πηγούνι του κόσμου
Και το χρυσό δίχτυ του φωτός
Να καλύψει τα βότσαλα στις χαρωπές αμάδες

Κάποτε σαν ήμασταν χαρούμενοι ταξιδευτές
Τρέχαμε ξυπόλυτοι στις εξέδρες της γιορτής
Με κλαδιά χαρουπιάς στα χέρια και ανέμελες ανεμώνες
Απ' τα φτενά χώματα της πατρίδας μαζεμένες
Τώρα ακούμε στο δόκανο να πιάνεται σφαδάζοντας
Το ιερό ελάφι της Θεάς
Και αμέτοχοι μένουμε
Θυσίες δεν κάνουμε
Τραγούδια δεν λέμε
Πολιορκητές χτυπούν τη θύρα μας
Το ιερό ελάφι της Θεάς
Μας το απέκρυψαν σε σπήλιο απρόσιτο
Κάποιοι που το αίμα σε ξύδι το μετέτρεψαν
Σκοτεινοί μάγοι μοχθηροί λήσταρχοι
Αιχμάλωτους να μας σύρουν σε κελιά υγρά
Τα χασεδένια να ετοιμάσουμε σπάργανα
Που τα παιδιά τους θα φορέσουν στο ξύλινο λίκνο τους!

Κάποτε σαν ήμασταν ποθητοί κι ωραίοι
Το πηδάλιο παίρναμε του ανέμου
Και ίσα ξανοιγόμαστε στα λευκά βουνά
Εμείς το φτερό του Ικάρου
Εμείς ο κρουστός λαιμός της Ελένης
Εμείς τα θεόρατα ύψη κι οι σκάλες της φαντασίας
Και τώρα πως ξεπέσαμε να ζούμε
Μέτοικοι στις ίδιες μας τις πόλεις
Πως θόλωσαν ξάφνου τα νερά στις πηγές μας
Και απομείναμε ρακένδυτοι
Προγονικά κειμήλια να παζαρεύουμε
Σεντέφια κοράλλια κι αμέθυστους
Με δόλιους εμπόρους
Το βιβλίο που στις σελίδες του είχε γραφτεί
Της ζωής μας το λυκαυγές
Πάει να σβηστεί απ' την αγκίδα της λήθης
Άδικα ψάχνουμε να βρούμε τα περάσματα
Στα παλιά χαλάσματα η φωνή της κουκουβάγιας
Προδίδει τα μυστικά μας στους καταπατητές
Κι εμείς πετάμε με βρόντο τις πανοπλίες μας ηττημένοι!





Σάββατο 3 Μαΐου 2014

Τα σαντάλια του Σίσυφου



Εμείς δεν δρέψαμε δάφνες δοξαστικές
Μονάχα κάποια κρινάκια της αρμύρας
Μας αντιστοιχούσαν πάντα
Εφήμερα να ζήσουν στους ίσκιους μας
Στα χέρια μας να καταμετρήσουν
Τα κρίματα της καυτής άμμου
Κρινάκια ταπεινά βυθισμένων ακτών
Η απολαβή μας πάνω στην γη

Εμείς δεν περπατήσαμε στους οπωρώνες
Τα χρυσά να πάρουμε μήλα των εσπερίδων
Οι κήποι μας είχαν σταυρούς
Δέντρα ξερά βουτηγμένα στους κισσούς
Και στη σκληρή αγράμπελη
Στους κήπους μας στοιβάχτηκε
Μια πανσπερμία μύθων
Με προεξέχοντα τον μύθο του Σίσυφου
Που τα καλύτερα μας έθρεψε όνειρα

Εμείς δεν ταξιδέψαμε με ποντοπόρα πλοία
Παρά μονάχα με τσακισμένα μονόξυλα
Χωρίς κουπιά κι άρμενα ξανοιχτήκαμε
Πανιά που φυλακίζουν ούριους ανέμους
Δεν γνωρίσαμε
Μονόξυλα μας αντιστοιχούσαν πάντα
Και σπασμένοι εξάντες
Να πάει το σκαρί μας
Μόνο ως το πιο κοντινό καρνάγιο

Εμείς δεν σκύψαμε στις φοινικιές
Απ' την στορία να ζητήσουμε ανταμοιβή
Μονάχα μέσα σε σκαλιστά μπαούλα
Κρύψαμε τα ποιήματά μας
Διπλοκλειδώσαμε την σκέψη μας
Σε κορνίζες προγονικές
Κι αν κάποτε φωνάξαμε συνθήματα
Στα μονόστηλα κλειστήκαμε
Των βραδινών εφημερίδων

Εμείς δεν γοητεύσαμε τα πλήθη
Με λόγους σαγηνευτικούς
Παρά μονάχα κάποια ταχταρίσματα
Πάνω απ' τον λίκνο της Άνοιξης τραγουδήσαμε
Τον στόμφο στηλιτεύσαμε
Και σε λευκές σελίδες
Εγγράψαμε με δάκρυ
Της ζωής τις μαρτυρίες

Εμείς δεν ερωτευτήκαμε
Κρινοδάκτυλους εραστές
Μονάχα πάνω από βουβά πηγάδια
Της μνήμης ανεβάσαμε το αθάνατο νερό
Με αυτό να δροσίσουμε
Του αίματος μας το ενεργό ηφαίστειο
Τις φεγγαροαχτίδες αγαπήσαμε σαν αδερφές
Κι εκεί αποθέσαμε τα εφηβικά μας βέλη

Εμείς στίχους δεν γράψαμε εμβληματικούς
Παρά μονάχα μικρά τροπάρια
Μπροστά σε αναλόγια εξωκλησιών
Ψάλλαμε ευλαβικά
Τους κελαηδισμούς των κορυδαλλών
Στα ενδότερα της ψυχής τοποθετήσαμε
Ύμνους αγγέλων δεν δεχτήκαμε
Παρά της ελιάς τον τραγουδιστή τζίτζικα
Με πάθος συνοδεύσαμε

Γιατί οι φτέρνες μας γυμνές πάτησαν πάνω στο χώμα
Και σκληρές έγιναν σαν πέτρα
Γιατί τα μάτια μας αντίκρισαν μόνο βασίλεια ξένα
Και πιστά έμειναν σαν βράχοι
Οι καρδιές μας συντονίζονταν ρυθμικά
Με τις ανάσες της κίτρινης πεταλούδας
Στις αποσκευές μας εμείς πάντα θα έχουμε
Του Σίσυφου τα αιμάτινα σαντάλια
Να μας οδηγήσουν αψεγάδιαστους κι ωραίους
Στης ζωής το απόλυτο θαύμα το καθημερινό

Έλαβε μέρος στο δρώμενο της Φλώρας "Παίζοντας με τις λέξεις"
όπου συγκεντρώθηκαν υπέροχα κείμενα αποσπώντας τη διάκριση
και την αποδοχή πολλών αναγνωστών!




Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Ολιγόλεκτες μαρτυρίες



Τι το 'θελες
Το τρίπατο σπίτι στην εξοχή
Δεν ήξερες πως στα ψηλά πατώματα
Στήνουν αγχόνες οι πελαργοί

*
Τους απολογισμούς μου
Τους κάνω πάντα το πρωί
Ίσως γι αυτό κακιώνω με τα φεγγάρια
Και διαβάζω τους στίχους μου
Μόνο στα περίκλειστα πηγάδια

*
Σέβομαι το έντιμο πρόσωπο
Του θανάτου
Γι αυτό στο σπίτι μου
Πάντα είχα σκεπασμένα τα κάτοπτρα

*
Ζητάς να βρεις το γάργαρο νερό
Στην έρημο
Ενώ καλά γνωρίζεις
Πως ο έρωτας διάβηκε
Ανεβασμένος σ' ένα καρβουνιάρικο

*
Πριόνισες τον λόγο σου
Απ' όταν έπαψες να συνομιλείς
Με τ' αγάλματα

*
Η μάνα σου βαριά πληγωμένη
Πριν ξεψυχήσει
Μερίμνησε για εσένα
Ένα στίχο
Γι' αυτό πάντα στην τσέπη σου
Έβρισκα ολόφρεσκους σπόρους καλεντούλας

*
Στις τεθλασμένες
Που το υνί πέρασε στο κορμί μου
Γράφω τα ποιήματά μου

*
Τα κιούπια
Που βάζαμε το λάδι
Τα χαρίσαμε στους κολίγους
Μας έμεινε μόνο η θράκα
Απ' τα καμμένα λιόδεντρα
Πως να χορτάσουμε;

*
Δεν έχουν αξία τα δάκρυα
Αν από πριν δεν ζυγιστούν
Στα παλλόμενα κύματα

*
Πάντα επιθεωρούσες
Τα συρματόσκοινα
Πριν απλώσεις την μπουγάδα σου
Οι κινήσεις της ετοιμότητας
Δεν στο είπαν πως γαριάζουν πάντα τη ψυχή

*
Κοχλαστό το νερό
Μαύρη η σκιά
Κι εγώ στην μέση
Σε κρίση πανικού
Σχηματίζω το νούμερό σου

*
Τώρα τα σπίτια μας
Τα κατοικούν ξένοι
Φυγάδες είμαστε
Και τα σημάδια που βάλαμε
Δεν ήταν σταθερά
Πως να επιστρέψουμε;

*
Κι όμως βουρκώνουν
Τα βουνά
Όταν χαμοπετούν οι αετοί
Πηγή να βρουν καθάρια
Και το λαιμό της ελαφίνας
Να αρπάξουν

*
Ντύθηκα το δέρμα σου
Σκληρή να γίνει η ζωή
Να οπλιστώ σαν αστακός
Μήπως κι έτσι αποκρούσω
Τις σειρήνες της μνήμης
Που με έδεναν μαζί σου


Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Η εαρινή γενιά των ποιητών



Μικρή αδερφή μου η Άνοιξη
Πέρασε σήμερα από το περιβόλι μου
Άχθος σκληρό το έργο της
Κάλεσμα φωτός να φέρει στους εκλεκτούς της
Πόνημα καρδιάς οι στίχοι της
Δροσοσταλίδες να ρίξει στις ρίζες που αντιμάχονται την ξέρα
Πέρασε ολόλαμπρη σήμερα από το περιβόλι μου
Να το σκεπάσει οργιαστικά με την ανθοφορία της
Να το κερδίσει καθολικά με το άρωμά της
Να το μυήσει στα θέλγητρα στα μάγια και στα ξόρκια
Τσαμπί από αγριομέλισσες έφερε μαζί της
Τις μελλοντικές μου μέρες να χρυσίσει

Μικρή αδερφή μου η Άνοιξη την συνάντησα
Ένα πρωινό του Μάρτη
Να κάθεται στο ξύλινο παγκάκι του κήπου μου
Κάτω απ' τα γέρικα πλατάνια
Με καλημέρισε πασίχαρη
Κι έβγαλε απ' τον κόρφο της
Ένα μπουκέτο ολάνθιστες καμέλιες
Εγώ θα σε οδηγήσω σε κόσμους φωτεινούς μου είπε
Πάρε το δακτυλίδι μου φυλαχτό να το 'χεις
Γητειάς δακτυλίδι με το πετράδι του αμαζονίτη στο κέντρο
Γαλάζιο πετράδι σαν τις κόρες των ματιών της
Όταν αυγάζει πάνω τους της μέρας το φως

Το δακτυλίδι αυτό να το φοράς
Κάθε πρώτη του Μάρτη
Τότε που τα παιδιά δένουν στο καρπό τους
Την κλωστή της γιορτής
Πήρα το δακτυλίδι περασμένο
Σε λεπτό ξύλο σφένδαμου
Κι ένιωσα σαν ερυθρόμορφη λήκυθος
Μόνο την πρώτη μέρα της Άνοιξης να το φοράς
Τις άλλες μέρες να το παραχώνεις
Στο ακρογιάλι με τα αρμυρίκια
Σε όρμους κλειστούς
Εκεί που η παλίρροια δεν απλώνει τα πέπλα της
Κι οι αχινοί δεν ματώνουν τα βότσαλα με αγκάθια σκληρά
Εκεί να το αφήνεις να το γλυκαίνει
Η θάλασσα με της αρμύρας το χτένι

Το δακτυλίδι αυτό θα σε οδηγήσει μ' ένα φύσημα
Στης παραμυθίας τη χώρα
Στο οχυρό της ποίησης θα σε πάει
Θα σου εξηγήσει εξαρχής την αλφαβήτα του έρωτα
Το πως να διαβάζεις τα κρωξίματα των γλάρων
Αδερφός σου θα γίνει ο έρωτας
Πρώτη σου αγάπη η ποίηση
Νόστος γλυκύς η πορεία των γλάρων
Μόνο να ξέρεις με τον χαμό σου
Θα το παραδώσεις σε μένα και πάλι
Να βρω τον εκλεκτό της φυλής μου
Τη σκυτάλη να πάρει για της ομορφιάς την χώρα

Γιατί εμείς ταγμένοι είμαστε
Την εαρινή να φτιάξουμε γενιά των ποιητών
Στο πατητήρι τον ερυθρό να βγάλουμε οίνο της αναγέννησης
Σε εστίες να βρεθούμε μυθικές
Έτσι που να καπνίσουν τα φουγάρα του ήλιου
Στους ουρανούς του Απρίλη θυμωμένα

Αυτή είναι η 1η συμμετοχή μου στο 3ο Συμπόσιο που διοργάνωσε άψογα
η αγαπημένη φίλη Αριστέα κι όπου είδαμε καταπληκτικές κι αξιοζήλευτες
συμμετοχές...όλα ήταν υπέροχα και μοναδικά!
Η ποίηση κέρδισε το στοίχημα κι όλοι νιώθουμε δικαιωμένοι!


Η χαρτογραφία της Άνοιξης



Ακροπατώ πάνω στης Άνοιξης
Το αραχνοΰφαντο πέπλο
Ζω οργιαστικά
Σαν τραγωδός σε αρχαία σκηνή
Αλλάζω συνεχώς ρόλους
Μέχρι ολόλευκο να γίνω όστρακο
Απ' εκεί να ακούς τη φωνή μου
Γεμίζω το μαντήλι μου με ηδονές
Κύμβαλο θείο αντηχώ στις ξερολιθιές

Πιάνομαι στιγμιαία
Να μην πέσω
Από μια παπαρούνα
Ματώνω την παλάμη
Ματώνω της μέρας ταν καρπό
Σχισμή βαθιά να μην ξεχνώ
Της αγάπης το νόστιμον ήμαρ

Ακουμπώ μια μαργαρίτα
Αναποφάσιστη
Και χάνω το μέτρημα
Στου έρωτα το αριθμητήριο
Πλάνητας ραβδοσκόπος
Πηγαίνω στις ξέρες
Φλέβα χτυπάω
Υγρό να ντυθώ ένδυμα

Γεύομαι της γύρης την κίτρινη πούδρα
Κι ανασταίνω με ένα φύσημα
Της μνήμης τους κωδικούς
Που είχαν σβηστεί
Και στη σκουριά είχαν πέσει
Σαν πρόσωπα ξένα
Στην κορνίζα της λήθης ξεχασμένα

Μυρίζω το γάντι
Της βαθυπράσινης φτελιάς
Και το οξυγόνο
Διαπερνά τους ιστούς μου
Σαν βέλος ινδιάνου
Ξεκρίνω τους στόχους
Στο δάσος της ιστορίας εισχωρώ
Και σε κορμούς πληθαίνω

Γεύομαι χαμοκέρασα
Απ' της αθωότητας το κτήμα
Και περιπλέκω
Τις ρίζες μου
Σε κύκλιους σχηματισμούς
Τόπο παραχωρώ
Σε ήλιους δοξαστικούς
Φωτεινά να γίνουν τα νερά του έρωτα

Αναρριχώμαι πάνω στης Άνοιξης
Τη χρυσή φτερούγα
Και στους αιθέρες ξανοίγομαι
Περιστερώνα ζητώντας
Στου σύννεφου το τέμπλο
Το μήνυμα να φέρω
Στον κόσμο των αθανάτων
Να ανθίσει η μυρτιά κι η βάγια
Στον λοβό του πεθαμένου
Σαν γέλιο μωρού

Αγγίζω την πύλη της θάλασσας
Και τα μάρμαρα καίνε
Γραμμή καμιά δεν χαράζω
Παρά μονάχα
Τη σμίλη μου φέρνω
Στης καρδιάς την πέτρα
Κι οι στίχοι με πνίγουν
Σαν φυλλωσιά κισσού
Σε νησιώτικο σπήλιο ανεξερεύνητο

Επιθεωρώ τις φλέβες
Της πατρίδας μου
Και ανέστιος νιώθω περατάρης
Μικρός ο τόπος και φτενός
Τις οριογραμμές καταργώ
Νέα εδάφη προσαρτώ
Επαναπατρίζομαι στο λυκόφως
Και στεριώνω την γη μου
Στα άχρονα πλάτη της δόξας

Ηγούμαι της επανάστασης
Των λουλουδιών
Και της Εκάτης απορροφώ
Τους πικρούς χυμούς
Κρατώ τους πυρσούς μου
Και μονάχη ορθούμαι
Σε χερσονήσους λατρείας
Να διακόψω την πορεία
Των σκοτεινών στρατευμάτων
Στον κάτω κόσμου τα απωθώ

Πολιορκώ απρόσιτες φωλιές
Που αγριοπούλια κατοικούν
Και τους οιωνούς ξεχωρίζω
Κρωξίματα κι άγραφοι νόμοι
Χρησμούς φέρνω
Απ' το πηγάδι των στεναγμών
Κι όποιος τους λύσει
Επάξια τον ανακηρύσσω
Εκλεκτό βασιλέα του ύψους

Γιατί εκεί στα μέγιστα ύψη
Η Άνοιξη θα βρεθεί
Να πλαγιάσει και πάλι
Σε κλίνη ολύμπια
Με τον σκληρό Απρίλη
Και μες στη μέθη
Ενός έρωτα λάγνου
Τους νέους να καρπίσει βλαστούς
Τους αμάραντους
Και τον λόγο του ανθρώπου
Το πρώτο του μίλημα
Στην νέα κιβωτό να ακουμπήσει
Χώρο να βρουν οι σελίδες που δεν μας χώρεσαν

Αυτή είναι η 2η συμμετοχή μου στο 3ο Συμπόσιο που διοργάνωσε άψογα
η αγαπημένη φίλη Αριστέα κι όπου είδαμε καταπληκτικές κι αξιοζήλευτες
συμμετοχές...όλα ήταν υπέροχα και μοναδικά!
Η ποίηση κέρδισε το στοίχημα κι όλοι νιώθουμε δικαιωμένοι!


Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Ορεινή σύρραξη




Σε ένα ορεινό χωριό της Ηπείρου
Εκεί που η πέτρα αντιμάχεται το χώμα
Στον περίβολο μιας εκκλησίας
Με καμάρες τρεις πετρόκτιστες
Είδα μιαν ολάνθιστη παιώνια
Να υπερπηδά σαν άλτης
Του θέρους την κάψα
Και να εγείρει το άνθος της στον κόσμο

Γύρω - γύρω γύρη χρυσαφένια
Σαν μπέρτα κίτρινη χωρικής
Πέταλα άλικα στο χρώμα του μούστου
Πορφυρό να βαφτεί
Το φρύδι των βουνών
Εκεί που έσμιξε το αρματολίκι
Με το γιορτάσι του έρωτα

Στον περίβολο της εκκλησίας
Στητή αυτή μαζί με τα λευκά κρίνα της Παναγίας
Συνομιλεί με τους Αγίους
Με τους κυματιστούς κισσούς
Και τους αθώους αγγέλους
Στις ολονυχτίες

Ήρθε βροχή έπιασε μπόρα
Αισθάνθηκε η παιώνια τον κίνδυνο
Κι έκλεισε τα πέταλα της
Ένιωσε η παιώνια τον βοριά
Και αναδίπλωσε τα φύλλα της
Διέβλεψε η παιώνια την αστραπή
Και τράβηξε την ρίζα της στα βάθη της πέτρας

Πάνοπλη και ετοιμοπόλεμη
Με τόλμη και θάρρος
Βγήκε με κοντάρια στήμονες
Τον δράκο της βροχής να παλέψει
Που στα σήμαντρα κατοικούσε
Εκεί που τα χελιδόνια
Οικοδομούσαν τα πλίθινα όνειρα τους
Πόλεμος άνισος
Και ο Αη Γιώργης ρακένδυτος
Χωρίς το άλογο του
Αποκοιμήθηκε άοπλος στα απόκρημνα σπήλαια

Κυρτή η παιώνια κι απέλπις
Ζήτησε πολεμοφόδια να της φέρουν
Συρμάτινες χορδές απ' του ουράνιου τόξου
Το βιολοντσέλο
Πλίνθους πύρινους απ' την σελήνη
Βέλη να φτιάξει φαρμακερά
Και με την σεληνόπετρες
Οδοφράγματα να στήσει
Τους κρουνούς τ' ουρανού να αντιμετωπίσει

Στον περίβολο της εκκλησίας απόψε
Άνθισε η σελίδα της Επανάστασης
Μόνο ένας ιερέας με το κομποσκοίνι του
Μετρούσε τις στερνές προσευχές
Που απηύθυνε στον δικό του Θεό
Την μικρή παιώνια την αγνόησε
Καθώς είχε διαβεί το Άγιο Πάσχα
Κι οι νεωκόροι είχαν κλαδέψει τις πασχαλιές
Τον επιτάφιο να στολίσουν
Έτσι η μικρή παιώνια σαν ηγέτιδα των λουλουδιών
Σταυρώθηκε και αναστήθηκε
Μόνη εν μέσω του Θέρους
Προορισμένη να ανεβάσει στα μάτια των παιδιών
Τα δάκρυα της ευτυχίας
Και στο κόκκινο ομπρελίνο της να στεγάσει
Τα εφήμερα μεγάλα όνειρα
Ενός λαού που μόνο την κόψη του σπαθιού γνώρισε