Κυριακή 4 Μαΐου 2025

Ετερόκλητα

Φόρεμα να φοράς ελαφρύ 
με οριζόντιες ρίγες να πλαταίνει
το στήθος σου τονίζοντας το. 
Και μη θαρρείς ότι σε παχαίνει. 
Λιγνό είναι το κορμάκι σου σαν το
το λιγνό ποδαράκι του κοτσυφιού
που μπαίνει μέσα στον ελαιώνα 
κι ασημίζουν τα φτερά του 
και γυαλίζουν τόσο δυνατά σαν εκείνα 
τα κρύσταλλα του Γενάρη 
που τα βαράει το φεγγάρι τις νύχτες
και μ' όλο χάρη ομορφαίνουν. 

*
Έξω από το χαγιάτι που κρεμάς το σάλι 
σου, λίγο πρίν κοιμηθείς, θα έρθω
απρόσκλητος για να προσκυνήσω των
αρωμάτων σου την ονειρική πανσπερμία.
Μην τραβήξεις το μάνταλο. 
Μην με διώξεις.
Μην αφήσεις τα χέρια σου να πέσουν 
αδρανή στα σκέλια σου.
Αγκάλιασε με, δείξε μου στοργή. 
Μου φτάνει ένα σου μόνο φιλί 
κι εγώ θα φύγω ευτυχισμένος 
έχοντας πλατύ το χαμόγελο 
στα χείλη σαν και του παιδιού που γυρνάει 
με φόρα στο καρουζέλ σε μια εμποροπανήγυρη 
Αύγουστο μήνα σε μέρη μακρινά. 

*
Πρωί πρωί έζεψες το άλογο σου
κι έφυγες για μια επίσκεψη στην κοντινή
πόλη. 
Είχες να αγοράσεις τούλια και κορδέλες 
νύφη για να ντυθείς στον Παντοκράτωρα. 
Εγώ σε καρτερούσα δίπλα στη βατομουριά
μεγάλα κάνοντας όνειρα. 
Δεν ήρθες. 
Ξεχάστηκες. 
Τα γρόσια δεν σου φτάσανε τούλια 
για να διαλέξεις και σε φτηνές ρίχτηκες 
απολαύσεις. 
Τρανή έγινες μοιχαλίδα πού ο ύπνος 
την παίρνει σε στρώματα ξένα. 
Όσο κι αν σε αναζήτησα δεν σε βρήκα. 
Πλούσια μου λένε έπειτα πως έγινες δίπλα 
σε έναν ξακουστό γεοκτήμονα με τα πολλά 
αμπέλια.
Το κρασί σου τώρα γεύομαι αντί για τα φιλιά σου.
Την ανάσα σου οσμίζομαι σαν το άρρωστο 
σκυλί που σκάβει κάτω από τη βατομουριά 
για να βρει το κόκκαλο που έχει κρύψει 
εκεί από παλιά. 

Της λύπης

Έτρεχε σε ένα περιβόλι. 
Σκόνταψε σε μια μηλιά.
Δεν είχε πάνω της καρπούς,
δεν ήταν η εποχή τους.
Δεν είχε μπουκέτα με άνθη, 
δεν ήταν ο καιρός τους.
Είχε μόνο φύλλα, φύλλα πολλά,
καρδιόσχημα. 
Απόρησε με το σχήμα τους.
Αποκλείεται είπε. 
Κι όμως έβλεπε καλά....δεν μπορεί να λάθευε. 
Καρδιόσχημα φύλλα έχουν 
τα κυκλάμινα, οι φράουλες και οι κισσοί.
Αποφάνθηκε. 
Ποτέ οι μηλιές. 

Ήταν μια αλλόκοτη μηλιά. 
Μηλίτσα του γκρεμού. 
Σε εκείνη είχε καταφύγει η μικρή Πανδώρα 
όταν της πέθανε ο καλός της
και κρεμάστηκε. 
Δεν μπόρεσε το δέντρο να αντέξει 
το χαμό, έκλαψε, ξεμαλλιάστηκε, θρήνησε 
ώσπου στο τέλος μέσα από την μεγάλη 
του ρίζα ανάβλυσαν δάκρυα πολλά 
στο σχήμα της καρδιάς που στη συνέχεια 
έγιναν φύλλα για να σείονται και να λαλούν στον κόσμο μοιρολόγια απόκοσμα.