Φόρεμα να φοράς ελαφρύ
με οριζόντιες ρίγες να πλαταίνει
το στήθος σου τονίζοντας το.
Και μη θαρρείς ότι σε παχαίνει.
Λιγνό είναι το κορμάκι σου σαν το
το λιγνό ποδαράκι του κοτσυφιού
που μπαίνει μέσα στον ελαιώνα
κι ασημίζουν τα φτερά του
και γυαλίζουν τόσο δυνατά σαν εκείνα
τα κρύσταλλα του Γενάρη
που τα βαράει το φεγγάρι τις νύχτες
και μ' όλο χάρη ομορφαίνουν.
*
Έξω από το χαγιάτι που κρεμάς το σάλι
σου, λίγο πρίν κοιμηθείς, θα έρθω
απρόσκλητος για να προσκυνήσω των
αρωμάτων σου την ονειρική πανσπερμία.
Μην τραβήξεις το μάνταλο.
Μην με διώξεις.
Μην αφήσεις τα χέρια σου να πέσουν
αδρανή στα σκέλια σου.
Αγκάλιασε με, δείξε μου στοργή.
Μου φτάνει ένα σου μόνο φιλί
κι εγώ θα φύγω ευτυχισμένος
έχοντας πλατύ το χαμόγελο
στα χείλη σαν και του παιδιού που γυρνάει
με φόρα στο καρουζέλ σε μια εμποροπανήγυρη
Αύγουστο μήνα σε μέρη μακρινά.
*
Πρωί πρωί έζεψες το άλογο σου
κι έφυγες για μια επίσκεψη στην κοντινή
πόλη.
Είχες να αγοράσεις τούλια και κορδέλες
νύφη για να ντυθείς στον Παντοκράτωρα.
Εγώ σε καρτερούσα δίπλα στη βατομουριά
μεγάλα κάνοντας όνειρα.
Δεν ήρθες.
Ξεχάστηκες.
Τα γρόσια δεν σου φτάσανε τούλια
για να διαλέξεις και σε φτηνές ρίχτηκες
απολαύσεις.
Τρανή έγινες μοιχαλίδα πού ο ύπνος
την παίρνει σε στρώματα ξένα.
Όσο κι αν σε αναζήτησα δεν σε βρήκα.
Πλούσια μου λένε έπειτα πως έγινες δίπλα
σε έναν ξακουστό γεοκτήμονα με τα πολλά
αμπέλια.
Το κρασί σου τώρα γεύομαι αντί για τα φιλιά σου.
Την ανάσα σου οσμίζομαι σαν το άρρωστο
σκυλί που σκάβει κάτω από τη βατομουριά
για να βρει το κόκκαλο που έχει κρύψει
εκεί από παλιά.