Δευτέρα 30 Ιουνίου 2008

ποιήματα 1

Αν σε αγαπούσα θα έστηνα ενέδρα
στα στενά του Ελλησπόντου
να συλλάβω τη ζαχαρένια γοργόνα

Όταν το μυρμήγκι
κουβαλάει στάχυ στις δαγκάνες του
γεμίζουν οι σιτοβολώνες των φτωχών

Το φίδι όταν σε δάγκωσε
απόφραξε
τις αρτηρίες του μυαλού σου

Τα δέντρα αναστέναξαν
την ώρα που το καμπαναριό
σήμαινε χαρμόσυνα την ανάσταση

Τα γεωμετρικά σχήματα
που έβαλες στο κέντημα
ήταν των γλάρων οι διαδρομές

Αν εσύ ακολουθήσεις τον Βασιλέα
θα γίνεις σίγουρα αποστάτης
των παλιννοστούντων χαρταετών

Όταν τα παιδιά αναστενάζουν
τρίζουν τα κόκαλα
των αποθανόντων χαρτοπολτών

Σήμερα που άδειασε το βάζο με το μέλι
είδες μια ακρωτηριασμένη αρκούδα
στην άσφαλτο

Αν ήθελα να πάω εκδρομή
θα έβγαζα εισιτήριο
στο γκισέ του λέοντα

Όταν η αίγα μηρυκάζει το χορτάρι
γίνεται επανάσταση
στα σπλάχνα της γης

Αν κάποτε συναντήσεις έναν γελαστό κλόουν
να πενθήσεις
τα αποτεφρωμένα αυγά του Πάσχα

Τη στιγμή που χτυπάς το ξύλο
σου την έχουνε στημένη
μια ομάδα από δρυοκολάπτες

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

επιδρομή

Ήταν ένα χλωμό απόγευμα ημιθανές
στην ναυτική πολίχνη του βυθισμένου νότου
καταδύονταν τα φινιστρίνια των χειλιών σου
Μήπως ήσουν εσύ που εξόριξες
τις συνθέσεις της πράσινης αχιβάδας;
Δεν απάντησες
Τι να ομολογήσεις ...
Στο νεώριο της ουράνιας παρτιτούρας
ξεψυχούσε το κλειδοκύμβαλο του νεκρού
μουσουργού ξεκούρδιστες νότες
Κρύες όπερες …του μεγάλου δακρυσμένου
Νοέμβρη με τη γηραιά πύλη της καμπάνας
που δεν επιδιόρθωσες...
Άφησες μόνο πνιγηρά να στοιχειώνει παντού
ο βραδύγλωσσος ρόγχος της ορχήστρας
κι οι απείθαρχες ορδές των ασπρόμαυρων
σπιρτόξυλων σε εκείνη τη ράχη με τα καμένα σπάρτα…
Δεν το αφουγκράστηκες;
Πικρό τοπίο, άπορο…
Οι κολίγοι μάζευαν όπως-όπως τα δίχτυα
και τα άσπρα καραβόπανα
Φτωχοί οι ελαιώνες έφτυναν κουκούτσια
και σάπιους καρπούς στην άνιση μάχη
με τον τοξότη δάκο.
Άρπαγας όπως ήσουν δεν πρόσεξες
ούτε τους ακτινωτούς σπονδύλους της γης
ανάμεσα εκεί, στις κόκκινες παλάμες, ξέρεις
των βυσσινόκηπων η πλήξη κούρσευε κρύα
κεφάλια σαπισμένων κυκλάμινων
κι ανέδυε ένα συμπαγές άρωμα ρευστής βανίλιας
"Μεστές αναθυμιάσεις απαγορευμένες"
Δεν τις οσφρίστηκες;
Απόγευμα μνήμης και στο ακροκέραμο
της πόλης διάβαινε ο πραματευτής καβαλάρης
Η φωνή του οξύτονη έσπαγε τον ύπνο
του ξυλόφωνου σε άναρθρους φθόγγους
Διαλαλούσε ακριβά εμπορεύματά τα οποία
είχε συλλέξει μια αφέγγαρη νύχτα στη περίβολο
της καστροπολιτείας των πειρατών
Μεταξωτές μπέρτες για χάλκινα αγάλματα
Εκμαγεία αρχαίων νομισμάτων
και επιχρυσωμένες σφραγίδες με τα δέκα άρθρα
της ορθόποδης ζωής
Μαζί πουλούσε κι εκείνο το σπάνιο απόσταγμα
από παραδείσια λουλούδια
Σπάνιο απόσταγμα…πάλι δεν άκουσες τίποτα!
Κι όμως θα φίλτραρε λίγο τη βαριά σκισμένη
κουρτίνα της ομίχλης που ανιαρά απέπνεε πίδακες
και μεθυσμένες στήλες καπνού με την πικρή οσμή
των διαβρωμένων βρύων
Μια φορά μόνο πέρασε από τα μέρη σου
Πώς και τον αγνόησες;
Ανυποψίαστος όπως πάντα άφησες ανοικτή
την καστρόπορτα και εισέβαλαν βάρβαρα στίφη
Γαιοκτήμονες με στιβαρά τέθριππα
χάραξαν αυλακώσεις μόνιμες
στον αριστερό αντίχειρα της πόλης
Έπεσαν τα νύχια σου πως θα λειάνεις τώρα
και θα αφρατέψεις το μάρμαρο της γης;
Δεν σου έμεινε λοιπόν τίποτα άλλο να κάνεις
Τα ξεπούλησες όλα μισοτιμής στον εργολάβο
με την προτεταμένη κνήμη.
Τις νύχτες ψάχνω το αντικλείδι...

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

με ένα εικοσιδύο μπλε

Από μικρό παιδί είχες μια προτίμηση
στα μπλε πακέτα των τσιγάρων
Θρυλικό τσιγάρο εικοσιδύο
η μάρκα του παππού σου
Μαγευόσουν στη θέα του
ώσπου ένα βράδυ
σε εκείνες τις σπάνιες επισκέψεις
που έκανε ο παππούς στο πατρικό σου
Διέρρηξες την τσέπη του κι άρπαξες το πακέτο
Το μπλε πακέτο που πάντα αγαπούσες
Το απαγορευμένο
Κρύφτηκες στον κήπο, κάπνισες
Μια νεραντζιά σε περιγέλασε
Έβαψε τα δόντια σου κίτρινα
Άρπαξες το πακέτο το διοχέτευσες στο αίμα σου
Τα δόντια σου κίτρινα
Η νεραντζιά σε περιγέλασε
Και τώρα;
Πήρες μια κλωστή, λευκή κλωστή
Άνοιξες εκείνο το τσίγκινο κουτί
με τα υλικά του ραψίματος
Έδεσες τα δόντια σου
λευκή κλωστή
Δεν έπρεπε ποτέ να μάθει ο παππούς σου
Την βεβήλωση του μπλε πακέτου
Όταν μεγάλωσες
Τύλιγες κάθε βράδυ
με εκείνη τη λευκή κλωστή τα δόντια σου
Και τις νεραντζιές στις χερσονήσους της πόλης
Κοιτούσες πάντα υποτιμητικά
Ήσουν ο μουμιοποιημένος
εραστής της νικοτίνης
Έλα όμως που η κλωστή ήταν μεταξένια...
Και εσύ πως να δεσμεύσεις το μετάξι των φτωχών;
Τράβηξες μια τζούρα
για τον μεταξοσκώληκα
Έπρεπε!

Στη Μαρία Νικολάου

Τρίτη 17 Ιουνίου 2008

γλυκό του κουταλιού

Εκείνο το οικογενειακό μαχαίρι που έκοβες
το περγαμόντο για να φτιάξεις το γλυκό του κουταλιού
που πάντα φοβόμουνα να πλησιάσω
Το έχω φυλαγμένο στο πιο ασφαλές
κοίλωμα της καρδιάς μου
Μαζί έχω και το βαζάκι που κάποτε
συγχώρεσε με είχα κλέψει!
-απόγευμα ήτανε ένα δροσερό απόγευμα
Αυγούστου- από το ράφι όταν εσύ ξέπλεκες
το παλιό μου πουλόβερ για να φτιάξεις
τις κάλτσες του πληγωμένου αγάλματος
Μη φοβάσαι δύσκολα ο καθένας χαρίζει την καρδιά του
Λάξευσα με το συμπαγές οστό του καναρινιού
μια παρυφή στη κύρια αορτή …δεν θα το βρει κανείς
Θα μου πεις γιατί στα αποκαλύπτω όλα τώρα…
Εσύ το παρήγγειλες εχτές στον ύπνο μου
Εμφανίσθηκες κάτι μου ζητούσες
(διαδοχικές επαναλήψεις σκοτεινών λέξεων)
Έλεγες ένα βαζάκι, ένα μαχαίρι
Έλεγες ασημένιο μαχαίρι όχι οξειδωμένο
Ίσως σε αυτό να έφταιξα εγώ
είχα υποχρέωση λοιπόν να σου φανερώσω
το μυστικό μου
Μην με μαλώσεις… το γλυκό δεν το έφαγα
για το μόνο που ευθύνομαι είναι το μαχαίρι
Σκούριασε!
Η σύνθεση του αίματός μου ή των ιστών μου
οι ευαίσθητες γλώσσες των κυττάρων μου
οι σιελογόνοι αδένες μου, τα όξινα δάκρυά μου
Να είναι οι μόνοι υπεύθυνοι
Θα βρω όμως τρόπο να επανορθώσω
Έχω κλείσει εισιτήριο για ένα ταξίδι στην χώρα
των αργυρουργών, εκεί που φύονται ενδημικά μαχαίρια
Μέχρι χτες ήθελα να πάρω τηλέφωνο στο ταξιδιωτικό
γραφείο να ακυρώσω αυτό το ταξίδι αλλά άλλαξα γνώμη
Θα σταθώ στο ύψος μου
Μόνο μια χάρη πανάκριβη σου ζητάω κυοφόρησε
ένα εύρωστο εχέφρονο έμβρυο με ανέγγιχτες φτερούγες
Ποτέ δεν θα σε ξαναπροδώσω!

χαρισμένο στην Μαριάννα

Πέμπτη 12 Ιουνίου 2008

οι σκοτεινές αποικίες

Στις ακτές της Σαλαμίνας πλάι στους θηλυκούς
στρογγυλούς λόφους με την αψίδα της τρίαινας
χαραγμένη πάνω τους από τα τόξα της θεάς άρπας
Τα τρίχρωμα αμάραντα έχουν διανοίξει
με την καλύπτρα της ρίζας
τις σπηλαιώδεις κατοικίες τους.
Εκεί προσέτρεξα την θολή μέρα της δραπέτευσης
των αμνών να αναστήσω την σκοτεινή αποικία
των ερωτευμένων γυαλιστερών.
"Γυαλιστερές, μουσικά χωνιά γραμμοφώνων
που σίγησαν σε αποθήκες με ακάριες συμφωνίες
Ιερά ρινίσματα ασπίδων
μυθικές παριζιάνες"
Ένας χωρικός με προειδοποίησε να μην πλησιάσω
είναι επικίνδυνες μάγισσες οι γυαλιστερές
και το κύμα της ξεβράζει μόνο μία φορά το χρόνο
τότε που ο ουρανός βάφεται
με το κόκκινο κραγιόν της Ερωφίλης…
Αν απλώσεις το χέρι σου, είπε, και τις χαϊδέψεις
στο αριστερό στόμιο θα σε κάψει η ιώδης πορφύρα
κύματα θα σπάνε στα δάχτυλα της τρίαινας
στα δικά σου δάχτυλα
και το κίτρινο αφηνιασμένο άλογο θα σε ρίξει
από την σέλα, στις οπλές του
Δεν τον άκουσα, πώς θα μπορούσα να παραβώ
την υπόσχεση που είχα δώσει στις χάλκινες τρίαινες
Αυτές μου εμπιστεύτηκαν τη μυστική κρύπτη
και την πανάρχαια προσευχή που αφοπλίζει
το αρτεσιανό μάτι του χρόνου.
Η ώρα πλησίαζε, οι δείκτες των σύννεφων
δεν κάνουν ποτέ λάθος.
Είχα καθήκον να στεφανώσω τις κόμες των
γυαλιστερών με τον κλώνο της νύμφης ελαίας
Μύρα να προσφέρω και θαλάσσιες κλίνες
την ιερή στιγμή της οργιώδους συνουσίας
των γυαλιστερών
Μια έκρηξη κοσμογονίας στο παγοδρόμιο
της θάλασσας που ανταριάζεται κι αναρριγά
ύφαλους διεισδύοντας αρρενωπούς σε απόρθητες
μυθικές νησίδες
Μεγαλοπρεπείς τριήρεις στη παλάμη ανασηκώνει
με βωμούς ρακένδυτους, εσταυρωμένους
Ήμουν λοιπόν ο επίλεκτος ιχνηλάτης με τα εξόφθαλμα
δόρατα
ο ποιητής του αμάραντου έπους των σαλαμινομάχων
γυαλιστερών
Και δεν ξέχασα, ξέρεις....έθαψα τα ρινίσματα
στους μυχούς της μασχάλης σου
Πως νιώθεις;