Η κούκλα
Βάδιζε κατά μήκος της προβλήτας. Ώρα δειλινού κι ο ήλιος είχε βάψει ροζ και χρυσά τα σύννεφα. Έκατσε σε ένα παγκάκι και απόλαυσε. Ένα μελτέμι έρχονταν από την θάλασσα και ανασήκωνε την κλαρωτή της φούστα. Την δίπλωσε γύρω από τα πόδια. Φορούσε καπέλο με σατέν λευκή κορδέλα και με μια σειρά ψεύτικες ορχιδέες. Στα χέρια της κρατούσε ένα βιβλίο, οι σελίδες του πλατάγιζαν ξέφρενα.
Θάλασσα πλατιά-
χορεύουν τα δελφίνια
η άμμος καίει.
Γύρω της ο κόσμος πολύς. Ζευγαράκια, καροτσάκια και μανάδες, μικρά παιδιά με το μαλλί της γριάς στα χέρια. Ένας άντρας μεσήλικας διαλαλούσε την πραμάτεια του. Μια ουρά από δέκα άτομα είχε σχηματιστεί μπροστά του. Η περιοχή μύριζε έντονα ψημένο καλαμπόκι. Ένα σμήνος από γλάρους πέρασε κρώζοντας δυνατά και προσγειώθηκε στο κατάρτι ενός καραβιού.
Τζιτζίκια καλούν-
γαλάζιος ορίζοντας
το κύμα σκάει.
Σηκώθηκε και βάδισε προς το κοντινό καφέ. Τα τραπεζάκια ακουμπούσαν τη θάλασσα. Γκαρσόνια πηγαινοέρχονταν με γεμάτους δίσκους. Παρήγγειλε υποβρύχιο κι άνοιξε το βιβλίο. Ξαφνικά άκουσε κλάματα. Ένα κοριτσάκι σφάδαζε. Η κούκλα του είχε πέσει στα νερά. Με μια βουτιά ο μπαμπάς του την ανέβασε πάνω. Το λινό του κουστούμι έσταζε θάλασσα. Δάκρυσε μόλις είδε το χαρούμενο χαμόγελο του παιδιού.
Τρίζει η άμμος-
σαλεύουν αρμυρίκια
ψαριά στην ακτή.