Τετάρτη 8 Οκτωβρίου 2025

Ο εραστής κι εγώ

Εσύ ποτέ δεν με ανέβασες 
στον έβδομο ουρανό. 
Στα ερέβη με άφηνες και 
σε τοπία πνιγμένα στο κρύσταλλο 
και στο χιόνι. 
Κρυώνω σου έλεγα,
φοβάμαι τα σκοτάδια. 
Δεν απαντούσες παρά μόνο 
γύριζες σελίδα στο βιβλίο 
που διάβαζες.
Αδιάφορος σαν το νόμισμα 
που άσκοπα πέταγες στη λίμνη. 
Τι κι αν εγώ σου έλεγα 
πόσο μου αρέσουν οι ευχές. 
Ποτέ δεν μ' άκουγες. 
Και δεν ήταν δα και τόσο ανέφικτες
"Χρόνια πολλά και του χρόνου."
"Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά."
"Βίον ανθόσπαρτον" και τα τοιαύτα. 
Καθημερινά πράγματα 
χιλιοειπωμένα.
Μα εσύ αδιάφορος γύριζες απλά 
σελίδα στο βιβλίο ή κυνηγούσες 
μια θεότρελη πεταλούδα. 
Άλλοτε πάλι σκόνταφτες πάνω 
και με ύφος καρδιναλίων μού 
έλεγες που κρύβω τον εραστή μου.
Εσύ που στα ερέβη με άφηνες 
ζητούσες και το λόγο. 
Εγώ όμως ποτέ δεν πρόδωσα.
Ούτε έπαιρνα 
προφυλάξεις. 
Τον εραστή εγώ τον έκρυβα 
στην ψυχή, στην καρδιά,
στο μυαλό. 
Αυτός μονάχα με πηγαίνει 
στον έβδομο ουρανό όταν 
εσύ ανοίγεις την ταμπακιέρα 
αδιάφορα ή γυρίζεις σελίδα 
στο ίδιο πάντα γνωστό βιβλίο
που δεν λέει να τελειώσει. 

Παραλείψεις

Ένα μηχανικό μολύβι κρατούσε 
στα χέρια της με αυτό υπογράμμιζε 
τους στίχους που την κέρδιζαν πριν 
τους αποστηθίσει κάτι που συνήθιζε. 
Με αυτό επίσης έγραφε κάθε μέρα στο 
βιβλίο των απόντων ένα καινούργιο όνομα 
κι ήταν τόσα πολλά ως τα τώρα. 
Απόψε έγραψε το δικό της κι αποφασισμένη 
πήρε από το κομοδίνο το φαρμάκι που είχε 
αναμείξει με την ανθρακούχα πορτοκαλάδα.
Έπειτα έπεσε γελαστή για ύπνο φορώντας 
μια πολυμεταχειρισμένη μπλούζα με στάμπα 
ένα μεγάλο γυάλινο μάτι που τα έβλεπε όλα. 
Γιατί ως γνωστόν το σκοτάδι ακονίζει 
κατά πολύ τη σκέψη και την ενόραση. 

*
Από την ψυχιατρική μονάδα που είχε 
νοσηλευτεί-:πάνε χρόνια- είχε αποκομίσει 
σαν λάφυρο ένα χρυσό δακτυλίδι. 
Της το είχε δώσει για ένα πακέτο Marlboro 
ένας ωραίος τρελός, Ιεροκλή τον έλεγαν. 
Τι σπάνιο όνομα είχε αναφωνήσει όταν 
της συστήθηκε.
Ήταν ψηλός γεροδεμένος, με αχτένιστα 
κατσαρά μαλλιά και με ένα αθώο βλέμμα παιδιού. 
Το δακτυλίδι ως τα σήμερα δεν το έβγαλε 
ποτέ από το δάκτυλο της. 
Κι όταν πούλησε στο ενεχυροδανειστήριο 
και το τελευταίο της χρυσό κομμάτι αυτό 
δεν το έδωσε θα πρόδιδε τον Ιεροκλή αυτόν 
τον ωραίο τρελό που ίσως κρυφά να είχε αγαπήσει. 

*
Είχε μια μεγάλη συλλογή από πένες. 
Ποτέ δεν τις γέμισε με μελάνι, φοβόταν 
το κρύο μπλε χρώμα πάνω στο λευκό χαρτί. 
Αυτή έγραφε με μολύβι λες κι ήθελε 
πάντα κάτι να διορθώσει και δεν ήταν 
λίγες οι φορές που το έκανε. 
Ένα επίθετο περίσσευε, ένα ρήμα έπρεπε 
να προστεθεί. 
Μια μέρα αποφάσισε να γράψει ένα ποίημα 
με το ανεξίτηλο μελάνι της πένας.
Τα κατάφερε, το χέρι πήγαινε μόνο του.
Ήταν ένα στιχούργημα που μιλούσε για την 
άνοιξη δηλαδή ήταν ένα αισιόδοξο ποίημα 
το μόνο που είχε γράψε ως τώρα με αυτή 
τη χροιά. 
Όταν τελείωσε χαμογέλασε κι έβαλε 
την πένα στην μολυβοθήκη πλάι στα 
μηχανικά μολύβια ίσως να την 
ξαναχρειαζόνταν, ο ξανθός Απρίλης δεν 
ήταν μακριά κι ήταν βαθιά ερωτικός.