Εσύ ποτέ δεν με ανέβασες
στον έβδομο ουρανό.
Στα ερέβη με άφηνες και
σε τοπία πνιγμένα στο κρύσταλλο
και στο χιόνι.
Κρυώνω σου έλεγα,
φοβάμαι τα σκοτάδια.
Δεν απαντούσες παρά μόνο
γύριζες σελίδα στο βιβλίο
που διάβαζες.
Αδιάφορος σαν το νόμισμα
που άσκοπα πέταγες στη λίμνη.
Τι κι αν εγώ σου έλεγα
πόσο μου αρέσουν οι ευχές.
Ποτέ δεν μ' άκουγες.
Και δεν ήταν δα και τόσο ανέφικτες
"Χρόνια πολλά και του χρόνου."
"Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά."
"Βίον ανθόσπαρτον" και τα τοιαύτα.
Καθημερινά πράγματα
χιλιοειπωμένα.
Μα εσύ αδιάφορος γύριζες απλά
σελίδα στο βιβλίο ή κυνηγούσες
μια θεότρελη πεταλούδα.
Άλλοτε πάλι σκόνταφτες πάνω
και με ύφος καρδιναλίων μού
έλεγες που κρύβω τον εραστή μου.
Εσύ που στα ερέβη με άφηνες
ζητούσες και το λόγο.
Εγώ όμως ποτέ δεν πρόδωσα.
Ούτε έπαιρνα
προφυλάξεις.
Τον εραστή εγώ τον έκρυβα
στην ψυχή, στην καρδιά,
στο μυαλό.
Αυτός μονάχα με πηγαίνει
στον έβδομο ουρανό όταν
εσύ ανοίγεις την ταμπακιέρα
αδιάφορα ή γυρίζεις σελίδα
στο ίδιο πάντα γνωστό βιβλίο
που δεν λέει να τελειώσει.