Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2022

Συνωμότες

Συναντηθήκαμε και δεν είχαμε τίποτα να πούμε.
Δεν ακούγονταν γύρω μας κάτι άλλο εκτός από τις 
καυτές του έρωτα ανάσες.
Μας έφτανε που μιλούσαν τα μάτια, οι κινήσεις, τα σώματα 
και οι παλμοί που σπιούσαν τα πουκάμισα κι έκαναν 
να τρίζουν τα κουμπιά.
Τι να πεις  παραπάνω, όταν ο χρόνος σύμμαχος μας ήταν
και με τις κηρομπογιές του έβαφε τους καμβάδες μας.
Μέναμε λοιπόν στα τραγούδια, τα συνθήματα,
στα παραληρήματα και στα λαβωμένα ποιήματα που
ο κόρφος μας βαστούσε για συναπτά δώδεκα χρόνια ζωντανά.

Αδέξια τα χέρια περιεργάζονταν ένα κομμάτι ουρανό
που απρόσμενα μας δόθηκε εκείνο το φθινόπωρο.
Γαλάζιο κομμάτι από ένα στερέωμα συννεφιασμένο και 
πυρπολημένο με μπαρούτι δημητσανίτικο.
Ανασαίναμε κοφτά κι άτσαλες κινήσεις έκαναν τα πόδια μας.
Παραδίπλα ο φίκος βαριανάσαινε.
Η βιγόνια καμώνονταν πως χείλη είχε κοριτσιού μικρού
εκεί γύρω στα δεκάξι.
Εμείς δεν την πιστεύαμε και στο πάτωμα κάτω λιώναμε
με τα παπούτσια τα ιώδη πέταλα της.
Κακιώναμε με την έπαρσή της.

Τα γκαρσόνια απασχολημένα δεν μας έδιναν σημασία.
Μόνο ένας μικροσκοπικός νάνος έφερε ένα
βρεγμένο πανί για να καθαρίσει τους λεκέδες.
Προσπαθούσε ώρα, δεν έβγαιναν.
Πήρε τότε να τους τρίβει με ατσαλόχαρτο.
Ακούγαμε τους θορύβους του, ανατρίχιαζε το κορμί μας.
Τα δόντια σμιχτά συνόδευαν τις αγωνιώδεις κινήσεις του,
κροταλίζοντας δυνατά, υπήρχαμε.
Σαν αποτελείωσε την δουλειά του έφυγε αφήνοντας ένα
κέρμα μπακιρένιο στο τραπέζι μας.
Το πήραμε στα χέρια, ήταν ζεστό και μύριζε καμφορά
και μέντα, το στρέψαμε στον αέρα ρίχνοντας από το ψηλά.
Πάντα γράμματα έφερνε όσες φορές κι αν προσπαθήσαμε.

Κουραστήκαμε κι αρχίσαμε να πασπατεύουμε
σαν τυφλοί τη μεριά της κεφαλής.
Ίχνη από μια κρυσταλλική ουσία είχε πάνω της, ίσως
και να ήταν αίμα.
Φοβηθήκαμε και το πετάξαμε στο παρτέρι πίσω απ' την
βιγόνια, ελαφρώσαμε.
Ήρθε ο νάνος και μας έκανε παρατήρηση, το μάζεψε και
μας επέκρινε για τους λεκέδες στο πάτωμα.
Δυσκολευτήκαμε και κάναμε να φύγουμε σαστισμένοι.

Περπατούσες μπροστά, αμίλητος και λίγο σκυθρωπός.
Σε ακολουθούσα και ξάφνου κάτι ψιθύρισες,
σε άκουσα δύσκολα.
Εδώ είναι το κέρμα είπες και μου το έδειξες.
Θα κάνουμε ώρες να αφαιρέσουμε το αίμα σου είπα.
Δεν χρειάζεται μου αντέτεινες κανένα ίχνος δεν υπάρχει
το έσβησε ο νάνος με το ατσαλόχαρτο.
Χαμογελάσαμε σαν είδαμε την κεφαλή να προβάλλει
καθαρά, ξαναρίξαμε ψηλά το κέρμα, έφερε κεφαλή,
χαρήκαμε σαν μικρά παιδιά όταν το ίδιο έγινε
για πολλές φορές.
Ήταν βαρύ το αίμα κι ο μαγνήτης της γης το τραβούσε
κοντά του συμπέρανες μιλώντας δυνατά.
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να μαθαίνω την χροιά
της φωνής σου, καμάρωνα, σε είχα πλέον κατακτήσει 
ολοκληρωτικά.