Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Δημιουργία

Έμπηξε ένα ξύλο στο χώμα 
και φύτρωσε λουλούδι. 
Άφωνη στάθηκε μπροστά 
στο θαύμα. 
Δεν ωφελεί να εξηγείς. 
Δεν ωφελεί να ψάχνεις,
παλιούς να ανοίγεις
παπύρους και να προβαίνεις 
σε αναλύσεις.
Η παρακμή σου θα φανεί.
Τα θαύματα ενυπάρχουν 
προ του σχηματισμού του
σύμπαντος, προ της έλευσης 
του φωτός και επιβεβαιώνουν 
με τρόπο εκρηκτικό 
το αναπόσπαστο δέσιμο 
της ανθρώπινης φύσης 
με το άχραντο. 

(όπου άχραντο το Θείο στην ανθρώπινη φύση
το ανεξερεύνητο στα καθημερινά μικρά)

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Μυστική αποστολή

Έμαθα το όνομά σου μόλις 
χτες βράδυ, δεν το ήξερα. 
Μου το ψιθύρισε ένα παιδί 
με γρατζουνισμένο μάγουλο 
και περικνημίδες στα πόδια. 
Είχε έρθει από μακριά μέσα 
στον καυτό ήλιο, ιδρωμένο 
και ταλαίπωρο και με βρήκε. 

Με πλησίασε και με έπιασε 
από τη μέση, σχεδόν με 
ταρακούνησε.
Έτσι τον λένε μου είπε αυτόν 
που κρυφά αγαπάς. 
Αυτό είναι το πραγματικό του 
όνομα, όλα τα άλλα είναι 
αποκυήματα της φαντασίας 
του, της μέθεξης ενοράσεις.

Το φίλησα στο μέτωπο, του 
σφούγγιξα τον ιδρώτα και το
τάρταρα σιμιγδαλένιο γλυκό. 
Δεν το καταδέχτηκε.
Μόνο μου ζήτησε ζαχαρωτά 
πολύχρωμα σαν αυτά της μάνας 
του.
Όταν του έφερα, χάρηκε και 
με μια ξαφνική κίνηση πέταξε 
μακριά τις περικνημίδες.
Ένιωσα άβολα, ένιωσα σαν να 
με κυνηγούσαν αφηνιασμένα 
θεριά.

Κάτω από τις περικνημίδες είχε 
μεγάλες κι ανοιχτές πληγές. 
Δεν άντεξα και σχεδόν λυπόθυμη 
κρατήθηκα από τον ώμο του.
Με συνέφερε.
Κοίτα τις πληγές μου είπε, έτσι 
είναι η καρδιά του αγαπημένου σου
και πρόσεξε καλά, το όνομα 
του να μην το μαρτυρήσεις ποτέ 
σε κανέναν γιατί κάκτου
λουλούδι θα γίνει και λίγες θα του 
απομείνουν μέρες πάνω στη γη.

Γύρισε την πλάτη κι έφυγε. 
Τότε μόνο κατάλαβα πως είχε φτερά 
και αντί για χέρια είχε μια πυκνή 
φυλλωσιά άγριας φτέρης από 
την οποία καθώς βάδιζε έπεφταν 
πλήθος μαραμένα φύλλα. 
Έσκυψα και τα μάζευα και σε κάθε ένα 
από αυτά ήταν το όνομά σου γραμμένο. 
Ψέλλισα ένα αδύναμο "μην φεύγεις."
Το τραυματισμένο παιδί δεν ήταν 
τίποτα άλλο παρά η ίδια η καρδιά σου 
που ζωντάνεψε μόνο για μένα και 
για τόσο λίγο. 

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2025

Ο τρομερός δράκος

Επειδή οι μέρες είναι πονηρές 

Τα μαύρα πουλιά κατέβηκαν 
στη χώρα αρχές του χρόνου. 
Έκατσαν στα ηλεκτροφόρα 
σύρματα πάνω από την πλατεία. 
Μαύρισε η πλατεία κι ο κόσμος 
σκόρπισε στα τέσσερα σημεία
υποψιασμένος. 

Τα μαύρα πουλιά δεν έφερναν 
κανένα προμάντεμα χαράς.
Αντιθέτως έσπειραν τρόμο 
και φόβο στους κατοίκους 
της μικρής πολίχνης.

Σαρκοβόρα, ανθρωποφάγα 
κι αιμοχαρή άρχισαν τις χαμηλές 
πτήσεις. 
Έτρεχε αλλόφρον το πλήθος 
για να σωθεί, κλείνονταν στα 
σπίτια μα κι εκεί ο κίνδυνος 
δεν αποσοβούσε.

Τα πουλιά έσπαγαν τα τζάμια 
με τα ατσάλινα ράμφη τους, 
μετακυλούσαν πέτρες και 
χοντρές λαμαρίνες με τα γαμψά 
τους νύχια. 
Κατέσχιζαν σάρκες, μόλευαν 
αγκαλιές, ξεδιψούσαν με αίμα. 

Μεγάλοι σεισμοί και της γης 
αναταράξεις συνόδευσαν την
κάθοδο τους στη χώρα. 
Κανείς, ούτε καν οι αρχηγοί 
κατάφεραν να τα σταματήσουν. 
Βγήκαν οι πανοπλίες από τα
σεντούκια, βγήκαν τα όπλα,
τα σπαθιά κι εκείνα τα 
κουμπούρια των προγόνων. 

Μάχονταν οι κάτοικοι μέχρι 
θανάτου μα ανίκητα τα μαύρα 
πουλιά συνέχιζαν τις επελάσεις.
Μαυροντυμένες οι γυναίκες 
έφτιαχναν σπερνά κι έκρυβαν 
τα παιδιά κάτω από τις φούστες 
τους, ίσως το μέλλον να ήταν 
φωτεινότερο.

Ο όλεθρος επέχαιρε κι έτριβε 
με ικανοποίηση τα χέρια του. 
Τα μαύρα πουλιά τα είχε 
ξεράσει ο δράκος της λίμνης 
που κανένας γενναίος δεν 
τόλμησε να πάρει κοντάρι 
να τον εξοντώσει. 
Γη των Ψαρών έγινε η μικρή 
τους κοινότητα κι η δόξα 
κανένα στεφάνι δεν κρατούσε.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2025

Προδοσία

Έστησε το αντίσκηνο του
δίπλα σε έναν συνοικισμό από 
μπουλούκια. 
Τσιγγάνοι ήταν κατά το πλείστον 
γυναίκες και παιδιά με λαχουρωτά 
ρούχα και σώματα φιδίσια.
Εκεί να κατασκηνώσει, ελευθερία 
να γευτεί και σκέψεις καθάριες. 
Νομάς να γίνει, να πλέκει καλάθια 
με τις αλυγαριές.
Ξυπόλητος να περπατά πάνω στο 
χαλί με τις παπαρούνες. 
Το ντέφι να παίρνει να διασκεδάζει 
τους πικραμένους και τους ζητιάνους
γύρω από τη φωτιά. 

Πήρε κάρβουνο έβαψε το πρόσωπό του,
τα χέρια του, την πλάτη του
για να τους μοιάζει. 
Μόνο το στήθος του δεν πείραξε. 
Εκεί το τατουάζ μίας γυναίκας, εκεί
μια καρδιά που σκουρόχρωμο ήταν 
κουρελάκι.
Γυναίκα η αιτία.
Θεϊκό το όνομά της. Ελοΐζα.
Αυτή που απαρνήθηκε τη φυλή της
και κοσμική έγινε κυρία με τέλειο 
το ανφάς και χείλη σαρκώδη.
Το μέρος αυτό θα επέλεγε 
για να νιώθει την ορμή της αγάπης του 
να αυγαταίνει σαν χείμαρρος του χειμώνα. 
Μίας αγάπης μοιραίας που στα παζάρια
πουλήθηκε έναντι αδράς αμοιβής 
από την πλευράς της άπιστης Ελοΐζας.

Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αναβολή

αν είναι να 'ρθει, θε να 'ρθει, αλλιώς θα προσπεράσει
Κώστας Ουράνης

Ανέβηκε πρόθυμα στο σκαμνάκι.
Το σκοινί το είχε δέσει ψηλά
από χθες.
Πέρασε τη θηλιά στο λαιμό.
Κοίταξε γύρω του, όλα στη θέση τους,
όλα τακτοποιημένα.
Έκανε το σταυρό του.
Ξανακοίταξε εξεταστικά το δωμάτιο.
Το πιάνο είχε πιάσει σκόνη,
δεν το είχε από πριν προσέξει.
Άκουσε το νιούρισμα της γάτας του.
Τον γυρόφερνε ανήσυχη ίσως
να είχε έρθει η ώρα του φαγητού της.
Δεν έλεγε να σταματήσει παρόλο το
παρακαλετό.
Στο κατόπι το γέρικο του ροτβάιλερ
με το λουρί στο στόμα τον καλούσε
για την απογευματινή βόλτα.
Ανυπόμονο γάβγιζε κι όρθωνε τα αυτιά.
Τα κατοικίδια δεν ήξεραν τις προθέσεις του.

Μετεωρίστηκε για λίγο κι έπειτα
έβγαλε τη θηλιά.
Ο λαιμός του κρουστός.
Τα χέρια του παγωμένα.
Τα μελίγγια χτυπούσαν δυνατά.
Πλησίασε τη σόμπα, έκαιγε ακόμα.
Ζεστάθηκε.
Στη τσαγιέρα κόχλαζε το νερό, το
απομάκρυνε.
Ετοιμάστηκε για τη βόλτα αφού πρώτα
τάισε τη γάτα.
Το ροτβάιλερ κρατούσε το λουράκι.
Κουνούσε ευχαριστημένο την ουρά.
Ο αέρας έδιωξε μακριά μια μύγα.
Δεν την είχε από πριν προσέξει.
Ίσως να μπήκε τώρα από το μισάνοιχτο
παράθυρο.

Βγήκε στην είσοδο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, είχε γένια
πέντε ημερών που τον αγρίευαν.
Προχώρησε, αναστενάζοντας.
Στο τραπεζάκι με τους λογαριασμούς
είδε ένα γράμμα σε φάκελο κίτρινο Α4
με ένα γραμματόσημο στα δεξιά
Είχε τη διεύθυνση του.
Για αποστολέα είχε εκείνη.
Αναθάρρησε.
Χαμογέλασε.
Ποιος το περίμενε....

Αφού τελείωσε με την βόλτα και μπήκε
σπίτι άνοιξε τον φάκελο.
Τα καλλιγραφικά της γράμματα τον καλούσαν
αύριο το απόγευμα στις έξι η ώρα στο σταθμό
για να την παραλάβει.
Θα επέστρεφε.
Χαμογέλασε.
Χάιδεψε το γράμμα.
Μύρισε το λεπτό της άρωμα.
Ύστερα το μάτι του πήγε στο σκοινί.
Ανέβηκε στη σκάλα και το κατέβασε.

Βγήκε στο μπαλκόνι.
Ο αέρας μύριζε κίτρο και αρμπαρόριζα.
Θυμήθηκε πως έτσι μύριζε και το σώμα της.
Έδεσε το σκοινί στις προεξοχές.
Αύριο θα πέταγε τη σπασμένη απλώστρα.
Τώρα που θα ήταν δυο χρειάζονταν πιο
πολύ χώρο για τη μπουγάδα.

Κάθισε στο τραπέζι κι έκανε τσιγάρο.
Η μέρα τον αποχαιρετούσε.
Είχε βαμμένα τα μάγουλα της ροζ.
Υποκλίθηκε στην ομορφιά της
και μπήκε μέσα, ήταν η ώρα του δείπνου.
Η γάτα τρίφτηκε στα πόδια του ενώ
το σκυλί του είχε νωχελικά καθίσει
πάνω στη μεγάλη ασπρόμαυρη μαξιλάρα.
Η νύχτα έπεφτε σιγά σιγά, το άρωμα της
διάχυτο στην κάμαρα έδινε υποσχέσεις.

Ένα όνειρο

Στην κρύα νύχτα ξεβράστηκε
Σε παγωμένη λίμνη βρέθηκα 
γυμνή να παλεύω στην όχθη 
να βγω. 
Κολύμπι δεν ήξερα, πυξίδα 
δεν κρατούσα μόνο την καρδιά 
στα χέρια μου είχα, ρόδο
εκατόφυλλο να την ξεφυλλίζω. 
Στο τέλος τίποτα δεν περίσσεψε.
Έμεινα πιασμένη από μια καλαμιά
με την γονατισμένη μου καρδιά 
να βγάζει οξείς ήχους και να με
παρακαλάει απεγνωσμένα τα φύλλα 
της να συγκολλήσω.
Ένα γύρω τα πέταλα απομακρύνονταν.
Ούρλιαξα θυμό μεγάλο. 
Ανέβηκαν φυσαλίδες.
Είχα ήδη πεθάνει και δεν το γνώριζα. 

Εκπυρσοκρότιση

Ο χρόνος σε σεβάστηκε και 
δεν άγγιξε τα γκρίζα μάτια σου. 
Είχε άδικο ο Αλεξανδρινός 
την ομορφιά τους κράτησαν 
ακέρια σαν παλιό αρωματικό
κρασί στο πέτρινο κελάρι. 
Και μένω εδώ να τα θωρώ 
σπίθες να βγάζουν και μαχαίρια 
να κρατούν κι όποιος γλυτώσει. 
Και μένω εδώ να τα κοιτάζω
τις βαριές τους βλεφαρίδες 
να ανοιγοκλείνουν και να με
φυλακίζουν σε κελί υγρό 
και σκοτεινό.

Δέσμιος τους τώρα και πώς
να ξεφύγω;
Υπηρέτης τους και πώς να μην
υποκλιθώ;
Αιχμάλωτος τους και πώς να 
απελευθερωθώ;
Στήνω τραπέζι και τα καλοδέχομαι
με μια ανθοδέσμη στα χέρια από 
τις τουλίπες του δειλινού. 
Εδώ θα μείνω κι αν κάποτε 
αποστραγγίξω το δάκρυ τους
και διψάσω δεν θα τα αρνηθώ.
Τη βροχή θα καλέσω κι εκείνο
τον καταρράκτη που περνάει 
ανάμεσα από τα χέρια σου για να 
δροσιστώ και να νίψω το πρόσωπό μου.
Όμορφη να με θωρείς νερό αθάνατο 
να σε κερνώ και στο χορό να μπαίνω 
κρατώντας του νόστου μαντήλι. 

Στο ζωνάρι κρύβω δυναμίτη 
αν τυχόν μου αντισταθείς. 

Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2025

Διάρρηξη

Στολίδι τα γκρίζα σου μάτια. 
Από που τα πηρες;
Στις προθήκες με τα βυζαντινά 
σκουλαρίκια λείπει ένα ζευγάρι. 
Δεν υπονοώ τίποτα. 
Αυτοκρατόρισσες στα χάρισαν 
για να θωρείς κατάματα την ιστορία. 
Όπως μικρό παιδί στο παραμύθι 
κοιτάζει ίσα το ασέλωτο άλογο 
του μικρού πρίγκιπα και το παίρνει
για να ταξιδέψει πολύ πέρα από τη 
λογική, πολύ πιο πέρα από τα συμβάντα. 
Στα μέρη εκείνα που ανθούν 
οι αγαπησιάρικες λέξεις με τα 
μεγάλα νοήματα. 
Αχ και να σε είχα κοντά μου
διαρρήκτης να μην γίνω τις 
προθήκες κι αδειάσω και με
συλλάβουν οι αυλικοί σου.

Ο ιπτάμενος φίλος

Σαν το κιρκινέζι που επιστρέφει 
από τις θερμές χώρες 
ήρθα στην αγκαλιά σου.
Τι κι αν είναι χειμώνας ακόμα 
εγώ δεν το υπολόγισα, με θάρρος 
ζώστηκα και την Άνοιξη δίπλα στις 
μπουμπουκιασμένες φρέζες του
μπαλκονιού σου είπα να φέρω.

Χιλιόμετρα πολλά έκανα.
Δάση πέρασα με κουμαριές και ρείκια.
Θάλασσες χαιρέτησα και κι εκεί στάθηκα 
για λίγο και στο χορό των δελφινιών υποκλίθηκα. 
Σε ασήμαντες βραχονησίδες ξεκουράστηκα.
Σε μια γαλάζια κορδέλα ακροβάτης 
έγινα και ξενιστής.
Άκου το τιτίβισμα μου.
Νιώσε των φτερών μου την ακαταμάχητη 
ελευθερία. 
Αφουγκράσου την πείνα μου όμοια με το
λεπίδι του έρωτα που τις όμορφες καρδιές 
στα δυο κατατέμνει. 

Είμαι το κιρκινέζι σου.
Ο αδούλωτος αέρας σου.
Το ραντεβού σου με την ομορφιά. 
Ο χάρτης που μελετάς για τα ταξίδια. 
Η απαρχή για το πολυπόθητο σμίξιμο
των ξαναμμένων κορμιών 
Δώσε μου τα πρωινά φιλιά σου.
Δώσε μου το ποτήρι της ηδονής γεμάτο
από υποσχέσεις.

Πόσο πολύ πόθησα να νιώσω την ανάσα σου,
δίπλα στο καταπονημένο μου σώμα,
να χαρτογραφεί την έξαψη των κυττάρων μου. 
Πόσο πολύ σε νοιάστηκα, εσύ που τους
χειμώνες με βεργούλες διώχνεις μακριά. 
Ήρθα και θα μείνω. 
Εσύ ο βιότοπος σου.
Εσύ ή υπέρχειλη κούπα 
Μα πάνω από όλα εσύ ο κηπουρός μου
που θα ξεχερσώσει την πίκρα από τα
χείλη μου με τη βουκέντρα του φιλιού σου. 

Παρασκευή 14 Φεβρουαρίου 2025

Η ΕΠΙΓΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

Λοβοτομή

Σπατάλησα μια ζωή 
για να σε βρω 
κι όταν σε βρήκα 
(ριπή από ατλάζι
στον αγριεμένο καιρό)
σε έχασα σαν τα σβησμένο 
ίχνη ενός δραπέτη 
πάνω στην τροχιά 
της σελήνης.

*
Επιστροφή 

Μέσα σε διαδρόμους 
νοσοκομείων,
με τη μυρωδιά 
του χλωροφόρμιου 
να με απειλεί,
σε συνάντησα.
Ακροβατούσες μεταξύ 
ζωής και θανάτου 
και σε τράβηξα πίσω.
Κοχύλι που ξαναγυρνά
στη μήτρα της θάλασσας
θρυμματισμένο. 

*
Καταδίωξη

Στο χνούδι που έχουν 
οι παπαρούνες 
στους μίσχους τους
πάνω 
θα γράψω τα ποιήματα.
Να έρχονται 
οι μαγιοπούλες
με τα χρυσά μενταγιόν 
να τα διαβάζουν.
Ανάστατες οι νεράιδες 
να κρύβονται τρέχοντας 
στους ποταμούς 
την ομορφιά τους
μη δουν και την συλήσουν.
 
*
Ανάσταση 

Στο ψυχιατρείο 
τα κλινοσκεπάσματα
είχαν κυανό χρώμα.
Δεν ήταν γιατί 
ήθελαν να μοιάζουν 
σε ουρανό ή θάλασσα 
αλλά διότι 
στο πλυσταριό 
που πλύθηκαν 
περίσσευε το λουλάκι
αυτό που χρησιμοποιούσε 
η νόνα για να φρεσκάρει 
τα τοιχία του σπιτιού της
κάθε που πλησίαζε 
στον κόσμο η ανάσταση.

*
Ορχήστρα 

Το ραδιόφωνο έπαιζε 
γλυκανάλατα τραγούδια. 
Δεν έβρισκε σταθμό 
που να συντονίζεται 
πλήρως με της καρδιάς 
τους θορύβους. 
Έριξε νερό στο πρόσωπο της,
μάτισε λίγο το σάλι της
και πήρε το σαξόφωνο
πλέον αποφασισμένη
για όλα. 
Έπρεπε να τολμήσει 
και να διαπλατύνει 
τις οκτάβες του έρωτα 
στο έπακρον 
σύμφωνα με την ορχήστρα 
των πουλιών το λυκαυγές.

Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Ανάφλεξη

Με τα καλαμποκόφυλλα 
οι γιαγιάδες μας γέμιζαν στρώματα,
παπλώματα και μαξιλάρια.
Ζεσταίνονταν τα σώματα με αυτά. 
Ξεκουράζονταν τα κορμιά.
Χτυπούσαν δυνατά οι καρδιές 
σαν έμπαιναν στου έρωτα 
τον αέναο στροβιλισμό. 
Χριτς χρατς τα καλαμποκόφυλλα
να θορυβούν άγρια τίς νύχτες. 
Οϊμέ οι γειτονιές να απαντάνε. 
Όμορφα χρόνια με αθώα ακόμα 
τα χαμόγελα καί χωρίς πολλές 
αιτιάσεις οι αγκαλιές. 

Τώρα τα καλαμποκόφυλλα τα καίνε 
στα χαντάκια δίπλα στους κήπους. 
Μεγάλες οι φλόγες που ανεβαίνουν,
ίσαμε δυο μέτρα περίπου, τα φίδια και
τις σαύρες να φοβίζουν και τα παιδιά 
να τα κάνουν να λακάνε. 
Αν έχεις μάτια εσωτερικά
θα διακρίνεις ανάμεσα στις φλόγες 
κάτι μεγάλα χέρια με δαγκάνες 
αντί για δάκτυλα να προσπαθούν 
να περισώσουν κάτι από το ανέφικτο. 
Είναι οι ψυχές που κατεβαίνουν 
κι έρχονται εδώ λαχταρώντας λίγη 
ζεστασιά κι ανάπαυση. 

Στους ουρανούς που ζουν 
έχει πολλή ψύχρα και από μόνα 
τους τα σεντόνια των σύννεφων 
δεν τους φτάνουν, κρυώνουν και
τουρτουρίζουν όλες τις εποχές. 
Επιπλέον τα σώματα τους υποφέρουν,
καθώς δεν αναπαύονται καλά έτσι 
που κοιμούνται στις κακοτράχαλες 
βουνοκορφές πλάι στις αποικίες 
του τσαγιού, πονούν οι αρθρώσεις 
τους κάθε που κατεβαίνουν τις 
σκάλες για να έρθουν ως εδώ. 

Συμπόνεσε τους κι άσε στην άκρια 
κάποια ξερά φύλλα, στρωσίδια για 
να φτιάξουν. 
Αυτοί θα σε ευγνωμονούν και
δάκρυα θα χύνουν που στη συνέχεια 
βροχές θα γίνονται, τα χωράφια 
να καρπίζουν όπως παλιά μαζί με 
τα αθώα χαμόγελα και τις χωρίς 
πολλές αιτιάσεις αγκαλιές.

Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2025

Ενάργεια

Ο τελάλης

Ξέκοψε από τις στρατιές των 
αγγέλων κι έλα εδώ. 
Εγώ με νύχια σκληρά θα σου
γράφω ποιήματα πάνω στην
πελεκημένη πέτρα. 
Δυνατά θα στα απαγγέλω 
με τη φωνή του ξακουστού τελάλη.
Θυμήσου τον.
(Αυτόν με την ευγενική όψη
και τις χθόνιες λέξεις που
περνούσε κάθε εξάμηνο)
Γυναίκες τον υποδέχονταν 
με γύψινα χέρια. 
Την πιο μικρή διάλεγε,
αυτή με τα σαγηνευτικά μάτια. 
Στον έρωτα ρίχνονταν, 
στην άκρια της προβλήτας,
με τις αγκαλιές γεμάτες 
από την αιωνιότητα του εφήμερου. 

*
Το ξωτικό 

Στο κάστρο διπλοκλείδωσαν 
τις πόρτες, έβαλαν για σιγουριά 
και βαριές αλυσίδες.
Το στοιχειό που ζούσε μέσα 
από εκεί να μην φεύγει και
στις ρούγες του χωριού 
διαρκώς να περιδιάβαινει 
σκιάζοντας τα αθώα κορίτσια. 
Μόνο που δεν ήξεραν 
πως πριν περάσουν τις αλυσίδες 
το ξωτικό είχε προλάβει 
κι είχε κλέψει την πεντάμορφη 
κόρη του άρχοντα
που στα όρη έως τα σήμερα 
κουστωδίες στρατιωτών 
ματαίως την αναζητούν με
αναμμένες τις δάδες
και φολιδωτά τα σώματα.

*
Ανυπαρξία 

Τίναξε τα φτερά του.
Λίγο χιόνι είχε πάνω. 
Είχε ανέβει στις Άλπεις 
για να φτάσει και να ανάψει 
το φεγγάρι. 
Τώρα ένιωθε χρήσιμος
και ωραίος. 
Τράβηξε μια φωτογραφία.
Το φεγγάρι υπέρλαμπρο 
έσβησε τη μορφή του. 
Υπηρξε;
Στο πέτο του καρφιτσωμένο 
ένα εντελβάις.

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2025

Ολιγολεκτα

Αμελητέο πλην καθ' όλα δυνατό 

Δαγκωτό θα σου πάρω το φιλί
έτσι που από μια μόνη ρανίδα 
αίματος δικού σου 
νεαρός βλαστός να γενώ 
στα μάτια σου να αναρριχηθώ
κλεφτά.

*
Παρελθούσες εικόνες 

Στον εγκαταλελλειμένο  
σιδηροδρομικό σταθμό 
ακούστηκε ο θόρυβος 
από ένα τρένο που πλησίαζε.
Ξαφνιάστηκε.
Ο σταθμός ήταν κλειστός
εδώ και δυο δεκαετίες. 
Τρένο δεν περνούσε πια.
Έρημος ο σταθμός.
Στις ράγες χτες το απόγευμα 
είδε να φυτρώνει μια 
ανυπόμονη μαργαρίτα. 
Η μόνη ζωή εκεί. 
Την σκέφτηκε τώρα κάτω 
από το συμπαγές σίδερο 
να πεθαίνει. 
Αντί να τα γίνει ως είθισται 
θύμα μιας μυστικής αγάπης 
έμελλε να στενάξει 
κάτω από την επέλαση 
ενός αμείλικτου παρελθόντος.

*
Αδιαμαρτύρητα.  

Τα πόδια της ήταν παγωμένα,
τα χέρια της πολύ κρύα 
Έλεγες και θα πέσουν
αμαχητί πάνω στο παρκέ. 
Σήκωσε τα χέρια στην 
ανάταση.
Δεν θα γυμνάζονταν 
απλά θα παραδίδονταν 
στο σκληρό περίβλημα 
του χειμώνα όπως τα ψάρια 
με υποταγή ενδίδουν 
στόν παγωμένο φλοιό 
της λίμνης.

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2025

Απαρχή της ποίησης

Το ρολόι σταμάτησε στις τέσσερις 
η ώρα ακριβώς. 
Δεν ξέρω ακόμα αν ήταν απομεσήμερο
γλαυκό ή νύχτα βαθιά που έπαψε 
να χτυπά. 
Θα το βρω.
Απαρχή της ποίησης το χρόνο ξέρω 
να διαφεντεύω. 
Αν ήταν μέρα σίγουρα θα ήταν η ώρα 
που μαζεύω αγκαλιές τα γιασεμιά 
να στα χαρίσω η ζωή σου
να μοσχοβολάει.
Αν ήταν νύχτα μάλλον θα ήταν η ώρα 
που έρχομαι και χουχουλιάζω τα πόδια 
σου που ξύλιασαν περπατώντας 
στην παγωμένη πίστα των ονείρων. 
Δεν έχει λοιπόν σημασία πότε 
οι δείκτες ακινητοποιήθηκαν
εγώ θα είμαι εκεί να σε φροντίζω 
σαν σφυγμό στο πρώτο ξύπνημα 
και μακριά να φυγαδεύω τα σώματα 
των κολασμένων νεκρών που δεν λένε 
να αναπαυθούν εδώ και τρεις δεκαετίες. 

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2025

Η συγκατοίκηση με την μοναξιά

Ήρθε η ώρα να πάει για ύπνο. 
Λίγο πιο πριν είχε αλλάξει τα σεντόνια. 
Είχε βάλει εκείνα τα νυφιάτικα 
που η μαμά της είχε δώσει 
για προίκα. 
Αγορασμένα χρόνια πριν από μια
ξανθιά γυρολόγο.
Έρχονταν κάθε εξάμηνο κι έπαιρνε 
τις δόσεις. 
Το χωριό την περίμενε αναφανδόν 
μαζί και η μαμά με τα κολλαριστά της
χιλιάρικα στα χέρια. 

Γελούσε δυνατά η γυρολόγος, το βλέμμα 
πονηρό κι αυθάδες. 
Ο γιούκος γέμιζε λογής λογής στρωσίδια, 
σεντόνια αθάνατα, κουβέρτες ολόμαλλες
κεντήματα, βελέντζες και πολύχρωμες φλοκάτες.
Ο μαμά αγόραζε, η πατέρας γκρίνιαζε. 
Η μαμά θα μπορούσε να ποικίσει 
δέκα ακόμα θυγατέρες με αυτά που 
αγόραζε. 
Ο γιούκος όλο κι ανέβαινε.
Χαμηλοτάβανο το σπίτι 
οπισθοχωρούσε.
Δυσανασχετούσαν τα ρούχα, 
η μαμά καμάρωνε. 

Τώρα μπροστά σε αυτά τα άσπρα σεντόνια 
και με την μαμά φευγάτη,
την έπνιγαν οι αναμνήσεις. 
Την τίμησε την μαμά κι έστρωσε σχεδόν 
όλο τον πλούσιο ρουχισμό της.
Δεν χρειάστηκε να αγοράσει ποτέ 
τίποτα παραπάνω για τις ανάγκες 
του νοικοκυριού της. 
Περίσσια τα ρούχα. 
Αμέτρητη η έγνοια της μάνας. 

Μα είχε έρθει η ώρα να πάει για ύπνο. 
Κατέβασε το ακουστικό από το τηλέφωνο 
κανείς να μην την ενοχλήσει. 
Μαύρο παλιό τηλέφωνο, κειμήλιο 
κι αυτό.
Βυθίστηκε στα σεντόνια, έστρωσε το
σώμα της για να μην πονάει. 
Απλώθηκε σκοτάδι. 
Ακούγονταν το του - του από την
ανοιχτή συσκευή. 
Μάνιαζε η μοναξιά χωρίς χάδι 
απροστάτευτη.

Την πήρε ο ύπνος αμέσως. 
Στο όνειρό της ήρθε η μαμά, 
την φίλευε λέει αποξηραμένα 
βερίκοκα και καραμέλες βουτύρου. 
Το πρωί έβγαλε έξω τα ρούχα να λιαστούν.
Προς μεγάλη απογοήτευση της
στην κόκκινη φλοκάτη είχε κάνει 
επιδρομή ο σκώρος.
Αχ βρε μαμά στείλε εκείνα τα ματσάκια 
λεβάντας που μάζευες από την αυλή. 
Μόνο αυτά βοηθούν. 
Σε παρακαλώ. 
Κι εγώ σε αντάλλαγμα θα αφήνω 
ενεργό το τηλέφωνο να μην μανιάζει 
μες στη νύχτα  η μοναξιά κι εγώ μαζί της.