Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

Το πένθος της μαμάς

Η μαμά φόραγε πάντα το ίδιο μπεζ μπλουζάκι.
Όμορφο ρούχο, αμερικάνικο με γιακαδάκι
και τρία κουμπιά.
Τσίτα στο σώμα της αναδείκνυε τον πλούσιο
μπούστο της και την λεπτή της μέση.
Δεν άλλαζε ρούχο η μαμά, δεν μύριζε ο ιδρώτας της,
δεν πυορροούσε η καρδιά της.
Το έπλενε αποβραδίς για να το έχει καθαρό το πρωί.
Της πήγαινε πολύ η φρεσκάδα του.
Καμάρωνε δίπλα στους καθρέφτες, στις τζαμαρίες
και στο νερό της λεκάνης.
Εμείς της λέγαμε να αλλάξει, να δούμε κι αλλιώς
την εικόνα της, να φορέσει εκείνο το
φούξια πουκάμισο με αμυγδαλιά να μοιάζει.
Χαμογελούσε, μας χάιδευε τα μαλλιά κι έμενε
ακλόνητη στην επιλογή της.

Εγώ δυστροπούσα πιο πολύ απ' όλους.
Εκείνο το μπεζ μπλουζάκι, το τσιτωτό
με είχε κουράσει, το εχθρευόμουν.
Μια νύχτα που τα αστέρια δεν με άφηναν
να κοιμηθώ έκανα το μεγάλο βήμα
να καταστρέψω την μονότονη εικόνα της μαμάς
και να την δω επιτέλους να μοιάζει
σαν αμυγδαλιά ανθισμένη.
Ξετρύπωσα το ψαλίδι, κατέβασα το νωπό
ρούχο απ' το σκοινί της αυλής και σφιχτά
το κράτησα στα χέρια σαν να το νανούριζα.
Άρχισα να κόβω το ρούχο, δεν πρόσεξα
και αίμα ανάβλυσε από το πόδι μου.
Είχα κοπεί για τα καλά.
Ακόμα έχω αυτό το σημάδι σαν να ήθελε
μέσα από τον ύπνο της αυτή να με μαλώσει
ή να με εκδικηθεί.

Έδεσα το τραύμα μου πρόχειρα και συνέχισα
το καταστροφικό έργο μου.
Είχα μια κούκλα μονοπόδαρη που φορούσε
ένα πολύ φτηνό τσίτι, δεν μου άρεσε καθόλου.
Θα της έραβα ένα καινούργιο φόρεμα απ' το
κομματιασμένο μπεζ μπλουζάκι.
Όλη τη νύχτα πάλεψα με βελόνες, κλωστές, δακτυλήθρες.
Τα κατάφερνα πολύ στην ραπτική.
Έτοιμο το φόρεμα στα χέρια μου, χάρηκα
και το έβαλα στην μονοπόδαρη κούκλα μου.
Πόσο την άλλαξε δεν φαντάζεστε.
Μπούστο στητό, μέση δακτυλίδι, ώμοι γραμμένοι.
Πήγα για ύπνο με το ξημέρωμα έχοντας στο
πλάι του μαξιλαριού μου την κούκλα μου κι ένα
αίσθημα αυτάρκειας.

Η μαμά όταν ξύπνησε κι αντιλήφθηκε
την σκανταλιά μου δεν είπε τίποτα.
Βουβή η μαμά πάντα. μαζεμένη μαζί με τα
αμέτρητα οικογενειακά μυστικά.
Δεν ξέρω αν με συγχώρησε, δεν μου
ανάφερε τίποτα ποτέ.
Η μαμά πένθησε το μπεζ μπλουζάκι της
κι έκτοτε φόρεσε δια παντός μόνο μαύρα ρούχα.
Είχε πολλά μαύρα ρούχα από το ξόδι του αδερφού
μας κρυμμένα στο σαρακοφαγωμένο σεντούκι
Ούτε κουβέντα δεν έπαιρνε για εκείνο το φούξια
πουκάμισο που θα την έκανε να μοιάζει με
ανθισμένη αμυγδαλιά.

Την παρακάλεσαν τα αδέλφια μου αδίκως
Εγώ κρυβόμουν στον αχυρώνα παρέα με την κούκλα μου.
Μια μέρα δεν άντεξα μετάνιωσα και βγήκα.
Πήρα την μονοπόδαρη κούκλα και της την έδειξα.
Δεν είπε τίποτα.
Την ταρακούνησα, έκλαψα δυνατά, μαζεύτηκα
σε εμβρυακή στάση.
Δεν λύγισε παρά μόνο άρχισε να μου
χαϊδεύει τα μαλλιά και να μου πλέκει πλεξίδες.

Από εκείνη την στιγμή και πέρα οι ενοχές
ως σήμερα με παιδεύουν κι εφιάλτες μου γίνονται.
Ξέσπασα στο παιχνίδι μου με φρικτό τρόπο.
Πήρα την κούκλα, την ακρωτηρίασα,
απ' το πολύ γινάτι μου, και την παράχωσα
κάτω από την ανθισμένη αμυγδαλιά,
πλάι στην χαμένη εικόνα της όμορφης μαμάς μου.
Κράτησα μόνο το κομματιασμένο ύφασμα,
το αυτοσχέδιο φόρεμα που έμελλε
να γίνει η αρχή του πένθους για όλη την φαμίλια.

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2023

kyoka (σατυρικό είδος με 31 συλλαβές)

Στομάχι άδειο
εκρήγνυται ηφαίστειο
μαύρες οι πέτρες
πυρακτωμένη λάβα
τρεχάτε ποδαράκια μου.

*
Αγάπης γραφή
ο ταχυδρόμος φεύγει
κλειστή η πόρτα
ηφαίστειο τα φιλιά σου
μονογαμικός μένω.

*
Λάβα ηφαιστείου
εποχικά τα φρούτα
σήπονται μήλα
τρόμος χτυπά τα πλήθη
ξεκάλτσωτη η κόρη.

*
Βρυχάται η γη
το ηφαίστειο ξυπνάει
μαύρα τα μάτια
ποτάμια λάβας κυλούν
μύρια μερμήγκια τρέχουν .

*
Σιγανή βροχή
το ηφαίστειο μουγκρίζει
κοιλιά αδειανή
μουκανίζουν τα ζώα
ανεπρόκοπη νύφη.

*
Πέτρινο σπίτι
απλωμένο σεντόνι
ήχος τρομερός
ένα ηφαίστειο ξυπνά
τρελά πλοκάμια τρέχουν.

*
Εύφλεκτη μάζα
βουνίσια τα μάγουλα
ανάρια δόντια
ηφαίστειο τα λόγια του
βουλευτής από σόι.

*
Γαλανή μέρα
κοιμάται το ηφαίστειο
κρόκοι στο χώμα
βρυχηθμοί ακούγονται
ερωτευμένοι γάτοι. 

Οι θαλασσογραφίες

Βαδίζανε μέσα σε ένα βαθύσκιωτο
δάσος αγκαλιά.
Αυτή κι ο νέος της έρωτας.
Δεν υπήρχαν μονοπάτια, άντε και στενά
δρομάκια να πεις παρά χωμάτινοι λεωφόροι
με πολλές στροφές χωρίς σήματα.
Αρρενωπό το βουνό, συνόρευε με τη θάλασσα.
Στο τέλος της πορείας όμως θα κατέφευγαν σε αυτή.
Προηγούνταν άλλα.
Μπροστά τους το μοναστήρι με τις παλιές
βυζαντινές εικόνες και τα τάματα.
Ένας γρήγορος λαγός στάθηκε μπρος τους.
Τους κοίταξε τρομαγμένος κι ύστερα χώθηκε
στο λαγούμι του, πίσω από τις φτέρες.
Το δάσος κελαηδούσε, μια ορχήστρα εγχόρδων
ακούγονταν κι ήταν τα πουλιά εκεί που δεν έλεγαν
να σταματήσουν.
Περιπλανήθηκαν ώρες πολλές.
Οι δρόμοι τους αγαπούσαν.
Η άγρια πανίδα τους ήθελε.
Το μοναστήρι είχε μια στέγη από κόκκινα κεραμίδια.
Έφτασαν σφιχταγκαλιασμένοι, προσκύνησαν
Μύριζε λιβάνι, λιωμένο κερί, ρετσίνι
από τα γύρω δέντρα κι αγριολούλουδα.

Αφού επιτέλεσαν το καθήκον τους,
κίνησαν για την θάλασσα.
Ένα παραθαλάσσιο σπίτι τούς περίμενε.
Γύρω γύρω θάλασσα κι αυτό στην μέση ίδιο
με μια μικρή νησίδα με κύματα που πολλούς
παραθεριστές δέχονταν.
Αίθουσες μεγάλες με πολλά ράντζα κι ένα
κοινό ντους για να ξεπλένουν την αλμύρα.
Ο ιδιοκτήτης αυστηρός έκρυψε τις βαλίτσες
τους σε έναν χώρο που έμοιαζε με αποθήκη.

Φόρεσαν τα μπανιερά για να κατέβουν στην
θάλασσα.
Σκάλες πολλές μαρμάρινες οδηγούσαν σε αυτή.
Στριφογυριστές σκάλες κατηφορικές κι επικίνδυνες.
Είχαν και κουπαστή για να κρατιέσαι.
Η θάλασσα μπροστά τους κατανεμημένη σε
μεγάλα τετράγωνα οικόπεδα.
Ο καθένας είχε και το δικό μετρικό σε αυτή.
Απόρησαν, άφησαν τις αγκαλιές, έπρεπε να
χωριστούν και να διαλέξουν το δικό τους
περιορισμένο χώρο.
Συνηθίσανε κολύμπησαν και δεν παραβίασαν
ούτε στιγμή τα όρια.

Σαν βγήκαν στην ακτή ένωσαν πάλι τα
σώματα τους, αγκαλιάστηκαν όπως για
πρώτη φορά.
Σφούγγισαν την αρμύρα με τις πολύχρωμες
πετσέτες τους κι αφέθηκαν στον ήλιο.
Έμειναν πολλή ώρα, στέγνωσαν.
Καθυστερούσαν, σκέφτονταν τις μαρμάρινες
σκάλες και τον δύσκολο τώρα ανήφορο.
Έπεσε ο ήλιος και πήραν να φύγουν.
Αφού λαχάνιασαν ανεβαίνοντας, περιέργως
δεν βγήκαν στο σπίτι αλλά στο δάσος με το μοναστήρι.
Η νησίδα είχε εξαφανιστεί.
Η θάλασσα χιλιόμετρα μακριά.
Τα υπάρχοντα τους κατασχεμένα στις άλλοτε αποθήκες.

Αγκαλιάστηκαν φοβισμένοι, δεν ήταν οι ίδιοι.
Είχαν απωλέσει την νεότητα τους και σαν
δυο γέροντες έμοιαζαν τώρα που κούτσαιναν
και τραύλιζαν.
Άδοξο είπαν, πήγε το ταξίδι τους.
Έφτασαν στο μοναστήρι κι εκεί δέθηκαν
με τις ευωδιές και τα αρώματα και μόνασαν.
Αφιερώθηκαν στα θεία, άλλαξαν ριζικά
και μπήκαν κάτω από τα φαρδιά τους
κατάμαυρα ράσα, πουθενά η θάλασσα.
Μόνο που οι βυζαντινές εικόνες είχαν εξαφανιστεί
και τη θέση τους είχαν πάρει σπάνιες θαλασσογραφίες. 

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Μεταμορφώσεις

Καλέ μου εσύ, φόρεσες όλα τα άστρα
και τους πλανήτες για να σε βλέπω.
Εδώ ο Ωρίωνας, εδώ η Πούλια, εδώ
ο Κρόνος και η απόμακρη Αφροδίτη.
Φωτεινός κι απόκοσμος έγινες
στις νύχτες μου να κυλάς σαν
τρένο ονειρικό που μασάει κάρβουνο.
Κατά κύματα με πλησιάζεις και καρτέρι
σου στήνω, χάνεσαι.
Φωτεινή πεταλούδα που η απόχη μου
δεν φτάνει, αγκομαχάω μια στιγμή να σε βρω
μα πονηρά στις φυλλωσιές κρύβεσαι,
σε χάνω.
Ταλαντεύεσαι σε δάσος παρθένο με τα
φτερά σου ολάνοιχτα, αχ πως με παιδεύεις.

Έρχεσαι φεύγεις σαν μέλισσα που
ξέφυγε από το μελίσσι και ανθούς
ψάχνει αμάραντους το νέκταρ να τρυγήσει.
Απείθαρχος φεύγεις μακριά και κόσμους
άλλους αναζητάς και νέα στέγη στήνεις.
Πάνω στα ακρολίθια του ποταμού ζυγιάζεσαι.
Σε συμβουλεύω, εκλιπαρώ εδώ να μείνεις.
Κερήθρα που θα βρεις να αποθέσεις
τους χυμούς σου; Αντιτίθεμαι....
Δεν συλλογάσαι τίποτα, αλαργεύεις μόνος
αφού από πάντα μια ατίθαση είχες καρδιά.
Μέλισσα μου με το αριστερό σου φτεράκι
σκονισμένο πάνω στον ζεστό καρπό μου
έλα να καθίσεις να μεταμορφωθώ.

Ντύθηκες όλα τα χρώματα του ουράνιου
τόξου όμορφο να σε ποθώ και να σε βλέπω.
Τα πουλιά με τα ζωηρά πετάγματα αγαπάς
κι αυτά ολοένα πλησιάζεις.
Μίλησα μαζί τους και μου είπαν πως εδώ
δεν μπορείς να έρθεις.
Ένας σταυραετός μάλιστα μου μαρτύρησε
πως αίμα ανταλλάξατε σκοπεύοντας για πάντα
να μείνετε φίλοι κι αδερφοί.
Τον ζήλεψα σαν μου έδειξε την πληγή στον
αδούλωτο λαιμό του.
Τα χνάρια σου έψαξα, μια ρανίδα δική σου
ζήτησα έστω να βρω.
Δεν με κατανόησε, δεν με συμπόνησε και
έφυγε πετώντας μακριά.
Πρόλαβα ευτυχώς να καρφώσω στα ακρονύχια 
του μια γραφή δική μου, ένα ποίημα λατρείας,
ένα σονέτο του έρωτα.
Ραντεβού κρυφό σου έκλεισα πλάι στα
ασβεστωμένα σήμαντρα.
Αρκεί να θελήσεις να διαβάσεις τις πεθυμιές μου,
αρκεί να με νιώσεις και το αδύνατο νικήσεις
και κοντά μου έρθεις μαζί με όλη σου
την κουστωδία κι εγώ στο νυχάκι
του ποδιού μου θα σε κρύψω ποτέ να μην χαθείς.

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Αδικαίωτοι αγώνες

Εκθειάζω την ομορφιά σου αγάπη μου.
Στο πρόσωπο σου στέκομαι.
Χείλη ηδονικά, παρειές από σκούρο μετάξι,
γλώσσα σοφή που για επαναστάσεις μιλούσε.
Τα μάτια σου αναθυμάμαι.
Ευθύβολο βλέμμα καθαρό που μέσα τους
νέα τοπία ανακάλυπτα.
Οροσειρές με έλατα, κάμπους με σιτηρά ώριμα,
θάλασσες που μέσα τους ανάπνεαν ζωή οι δέκα ναυαγοί.
Τα μάτια σου, ο χάρτης που δεν πρόλαβα να ξετυλίξω.
Έχασα τον δρόμο μετά από αυτό.
Στενάκια με πνίγουν και φιδίσια μονοπάτια
άγνωρα με περισφίγγουν.
Χάνομαι, βουρκώνω, θλίβομαι.

Αλάνες τα μάτια σου που δεν με πήγες ποτέ να δω.
Καθρέφτες που ένας υπέργηρος αλήτης έσπασε.
Έφυγες κι απώλεσα τις συνοικίες, τις γεμάτες
από παιδιά ανέμελα που έπαιζαν κουτσονήλιο,
μήλα και αμπάριζα.
Κρατώ τα κομμάτια και να τα συναρμολογήσω
δεν μπορώ, πάντα μου λείπει ένα βασικό κομμάτι,
το ψάχνω, μήπως το πήρες;

Εκθειάζω το σώμα σου αγάπη μου
και μέτρο δεν βρίσκω για να το περιγράψω.
Κορμί, στητό κυπαρίσσι, που αναπνέει ελευθερία.
Στέρνο, πλατεία με πολύχρωμα μπαλόνια.
Με μάγους που από το καπέλο τους βγάζουν
ζαχαρωτά και μακριά μαντήλια που τους λαιμούς
των κοριτσιών στολίζουν.
Μα δεν ξεχνώ να υμνώ τα καλόβολα χέρια σου.
Πεύκου κλωνιά που με αγκάλιαζαν σφιχτά τις νύχτες.
Νύχτες ατέλειωτες που ξημέρωμα δεν είχαν.
Νύχτες με χτυποκάρδια, μεθυσμένες από δροσοσταλίδες
που τρεμόπαιζαν πάνω στα πέταλα μιας μαργαρίτας.

Τα χέρια σου κουπιά που οι αλιείς ζηλεύουν.
Τις θάλασσες εσύ μου γνώρισες κι από την
καλή σου ψαριά δείπνα εκλεκτά μου ετοίμαζες.
Μου αρκούσαν, μου περίσσευαν.
Τώρα πεινώ, ο άρτος λειψός δεν πολλαπλασιάζεται.
Εσύ ο θαυματοποιός, εσύ ένας φιλεύσπλαχνος θεός
που μαζί του πήρε τα ανείπωτα λόγια.
Πώς να τραφώ;
Πώς να γράψω;
Ημιτελή μένουν τα ποιήματα.
Τα φασκιώνω να μην χαθούν.

Οι σημερινοί στίχοι μου επίλογο δεν θα έχουν.
Κλαψιάρικα παιδιά θα μοιάζουν που το πάνινο τόπι
κλωτσούν σε μια φτωχική γειτονιά.
Έλα να τους στήσεις τα δίχτυα.
Να σουτάρουν θέλουν και με ιδρωμένα
τα σώματα τους ύστερα να γιορτάσουν.
Εσύ θα πάρεις τους πόντους όλους
και στην κορφή θα αναρριχηθείς.
Τα ποιήματα που άφησα στη μέση σε καλούν..
Τους δίκαιους αγώνες σου θέλουν να ιστορίσουν.
Αυτούς που δεν πρόλαβες εδώ πέρα να τερματίσεις.
Το σκορ έλα να ανοίξεις, πριν η σφυρίχτρα
τη λήξη σημάνει κι αδειάσει η κερκίδα..... 

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η διαρκής δίψα

Υπάρχεις στην μαρμάρινη κρήνη
που πρόπερσι είχε στερέψει και τώρα
σταγόνα σταγόνα φτύνει το βουνίσιο νερό.
Κρήνη στα ριζά του λόφου που τη δίψα
αδυνατεί να καταλαγιάσει.
Έρχονται εδώ τα μουλάρια τα φορτωμένα
με καλαμπόκι να ξεδιψάσουν λιγάκι.
Λίγο το νερό, στεγνή η λακκούβα, το ρυάκι
πεθαμένο κι η κρήνη μισοξεραμένη.
Αναπηδούν τα ζώα και χώνουν τη μουσούδα
τους στο άφταστο κενό.
Νερό ζητούν τρεχούμενο.
Κεφαλάρι ζητούν μεγάλο.
Στέρνες ζητούν με φρέσκα μούσκλια,
ως τη μέση του τσιμέντου γεμάτη.

Τα αφεντικά τους, τα κουρασμένα από
τους δρόμους, στέκουν για λίγο και
τα αφηνιασμένα ζώα απ' τα καπίστρια
πιάνουν.
Τα ημερεύουν, δένουν πιο σφιχτά το φορτίο
τους και νερό τους δίνουν από το παγούρι τους.
Έπειτα βγάζουν τις πετσέτες με το προσφάι,
τις ξεδιπλώνουν πάνω στο μαρμάρινο πτερύγιο.
Τρώνε ξερό ψωμί, ψημένο κεφαλοτύρι
και ελιές μέσα απ' την άρμη.
Μένουν εκεί για λίγο και μια βλαστήμια
ξεφεύγει απ' τα χείλη τους.
Σταγόνα σταγόνα η κρήνη παρακολουθεί
αναστατωμένη, φοβάται μην αποξηραθεί
εντελώς.

Βροχές δεν έριξε εδώ και τρία χρόνια,
χιόνια δεν έπεσαν, χαλάζι δεν ήρθε και
βροντές δεν ακούστηκαν στα χάη.
Η μαρμάρινη κρήνη αναθυμάται τις παλιές δόξες της.
Τότε που ο έρωτας πηγαίο ήταν θαύμα.
Τότε που η αγάπη μοίραζε απλόχερα αντίδωρο.
Τότε που το νερό με δύναμη εκτινάσσονταν
από τον κορμό του βουνού για να ξεδιψούν
όλα τα γήινα πλάσματα.
Φθίνει κι αυτό το νερό σαν έφυγες.
Φθίνει το χώμα και το σκαλοπάτι που
πατούσες για να δώσεις το φιλί.
Φθίνει ο αέρας που χνώτιζε τους
υαλοπίνακες της λίμνης.
Φθίνω κι εγώ. 

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Καθ' οδόν

Σε περιμένω σαν τρέμουλο φύλλου
που λαχταρά το νερό.
Σου έφτιαξα μια γωνιά για να σταθείς .
Ωραία να περνάς, κακά να μη σε βρίσκουν
όνειρα, πικρές να μην λαμβάνεις ειδήσεις.
Κατέβασα τα κιλίμια της γιαγιάς.
Παρακάλεσα δυο άστρα να σε συντροφεύουν.
Μέσα σε ένα πολύχρωμο κόσμο να ζεις.
Πουλί που ζευγαρώνει την Άνοιξη.
Παιδί που τρίλιζα παίζε με τα παιδιά της
Πούλιας τις αυγουστιάτικες νύχτες.

Σε περιμένω σαν το αγέρι που χτυπά το ιστίο
κι ο πλους ξεκινά.
Σου έφερα ψωμί ζυμωτό για να δειπνήσεις
και κρίθινο παξιμάδι με ελιές.
Είναι καιρός που έμαθα άρτους να φτιάχνω
για εσένα.
Σκαφίδι μου ο θώρακας που την καρδιά
καλά προφυλάσσει.
Πρώτες μου ύλες η ψίχα του κορμιού και το
δάκρυ του άστεγου.
Εδώ να ζεις μακριά από τα σταφιδιασμένα
πρόσωπα και τα άρπαγα χέρια.
Εδώ να χορταίνεις και να χαμογελάς με
του έρωτα τα ακριβά εδέσματα περικυκλωμένος.

Σε περιμένω σαν το φιλί πριν τον χωρισμό.
Σου έφερα μια ασημένια χτένα να ομορφαίνεις
τον κόσμο.
Τα χυτά σου μαλλιά να μην κομπιάζουν.
Ελεύθερα να πέφτουν στους ώμους σου.
Με την χαίτη του αλόγου να σμίγουν και
σε χωράφια οργωμένα να καλπάζουν.
Να σε θωρώ, να σε θαυμάζω, να σε νοιάζομαι.
Όλες οι φυλές να αναγνωρίζουν την γλώσσα
σου και ποιήματα να γράφουν κρυφά στις ατζέντες.

Σε περιμένω σαν τον σπινθήρα στις ράγες
των τρένων.
Σου έφερα ρούχα καθαρά στα γιορτάσια της
σελήνης να πηγαίνεις και πρώτος να
μπαίνεις στο χορό.
Στον προγονικό αργαλειό τα ύφανα με της
καρτέρευσης το νήμα.
Ρούχα της αγάπης κρουστά.
Κανένας πόντος να μη τους λείπει και στο
νούμερο σου να είναι και να στέκονται.
Ποτέ να μην κρυώσεις στον βοριά όταν
σταθείς.
Το δρόμο να βρίσκεις εύκολα κοντά μου
για να 'ρθεις να ξεκουράσεις λίγο τα
πέλματα σου.

Πάει καιρός που στα τρίστρατα βαδίζεις
αλύτρωτος και μόνος.
Εδώ ο κόσμος σου.
Εδώ τα ζεστά χνώτα των μυθικών σπηλαίων.
Εδώ και η γη σου και το ένδοξο βασίλειο σου
που για σένα τις νύχτες ακάματα σμίλευα.
Σε περιμένω σαν τρέμουλο φύλλου
που λαχταρά το νερό.

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023

Η πλάνη

Οι δρόμοι ήταν άγνωστοι
χωρίς σήμανση.
Τυφλά τα μάτια πήγαιναν.
Άνθρωποι δεν υπήρχαν
να ρωτήσεις.
Ψυχή δεν διάβαινε.
Περπατούσες μουδιασμένη.
Μπερδεύονταν το μυαλό.
Το ραντεβού ήταν κλεισμένο.
Στο τηλέφωνο ο ήχος
της αγάπης.
Ο έρωτας απαιτητικός.
Η συνάντηση πάντα ακυρώνονταν.
Με τα πολλά έβγαινες
μπροστά σε κλεισμένα
σχολεία, γήπεδα και αποθήκες.
Σταματούσαν οι δρόμοι.
Ψηλά κάγκελα.
Γερές σιδεριές.
Τα κλειδιά στην τσέπη
του επιστάτη.
Χθες διάβασες στην εφημερίδα
για έναν θάνατο.
Νεκρός ο επιστάτης
θάφτηκε με τα κλειδιά.

Οι δρόμοι ήταν στενοί
και κακοφτιαγμένοι.
Πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Τα αυτοκίνητα πολλά.
Οι λακκούβες απειλητικές.
Οι λακκούβες γεμάτες
λασπόνερα και πεθαμένα
έντομα και πουλιά.
Τα αυτοκίνητα έτρεχαν.
Περνούσαν και πιτσίλιζαν
το καινούργιο της φόρεμα.
Λευκό φόρεμα με δαντέλα.
Έπρεπε όμορφη να φτάσει
στο ραντεβού.
Λεκέδες παντού.
Στο γιακαδάκι, στην πιέτα,
στο μπούστο και στην ζώνη.
Πώς να αλλάξει;
Πώς να πάει σπίτι;
Θα αργούσε.
Ο χρόνος περιορισμένος
Ένα αυτοκίνητο σταμάτησε.
Ο οδηγός της σφύριξε.
Έκανε πως δεν είδε.
Η πλατεία μακριά.
Μικρά παιδιά θα έπαιζαν.
Μανάδες θα τσίριζαν.
Με τα πολλά έφτασε.
Το πλήθος δεν την είδε.
Το πλήθος μασούσε πασατέμπο.
Αυτός πουθενά.
Το φόρεμα λερωμένο,
η καρδιά στο στόμα.
Άδικη η θυσία.
Αυτός φοβήθηκε τον καιρό,
τα λασπόνερα, τους ευέξαπτους 
ανθρώπους και δεν ήρθε

Οι δρόμοι χωρίς οδούς
και αριθμούς.
Ασυντήρητοι από καιρό.
Τα σπίτια δεξιά αριστερά
δεν είχαν ταυτότητα.
Ξένα τα σπίτια.
Ακατοίκητα θαρρείς.
Πουθενά ένα απλωμένο
ρούχο, ένα κλουβί με καναρίνι,
μια σημαία της αγαπημένης
ομάδας, ένα σεντόνι έστω να
ιστορεί έναν φευγαλέο έρωτα.
Αυτή είχε ταυτότητα
χτες την έλαβε,
μα αυτό δεν την βοηθούσε.
Ποιον να ρωτήσει;
Οι οδοί καλυμμένοι
με άσπρη λαδομπογιά.
Το ραντεβού κλεισμένο
δυο ήμερες πριν.
Βάδιζε μόνη, άλλον διαβάτη
δεν έβλεπε πουθενά.
Στο τέλος έφτασε
σε ένα ανώνυμο σταυροδρόμι.
Εκεί πάγωσε.
Εκεί μαρμάρωσε.
Ποιον δρόμο να επιλέξει;
Πήρε στην τύχη
τον πιο πλατύ.
Τα ίδια κλειστά σπίτια
την ακολουθούσαν
Είχε αργήσει πολύ.
Τάχυνε το βήμα.
Αδιέξοδος.
Βαριά τα τσιμέντα.
Αδιαπέραστες οι πόρτες.
Στο βραχάκι ένα ζευγάρι
ερωτοτροπούσε.
Ήταν αυτός κι η καλή του.
Το ραντεβού κλεισμένο
για μια άλλη αγάπη.
Έκλαψε για τα τρύπια
παπούτσια της και το
λερωμένο της φόρεμα
κι έφυγε πριν την δούνε.
Μια πλάνη όλα.
Έτρεξε μακριά και
μπήκε επιτέλους σε
νέες χαραγμένες οδούς.
Αρχαία εύηχα ονόματα
τριγύρω και φωτιές.
Στα χέρια της κρατούσε
εις μάτην τα κλειδιά του επιστάτη. 

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Το πρώτο φιλί

Καθάρισες το πορτοκάλι.
Πέταξες τις φλούδες στην
αναμμένη μαντεμένια σόμπα.
Τσιτσίριζαν οι φλούδες
και σκορπούσαν
τα αρώματα τους.
Η γιαγιά τις ανάδευε
με την τσιμπίδα.
Πριν καούν και μυρίσει
το σπίτι κάρβουνο
τις έβγαλε με το χέρι
και τις απίθωσε μέσα
στο γανωμένο ταψί.
Σκληρό το δέρμα της
δεν καίγονταν.
Η γιαγιά σκληρόπετση
και στην ψυχή.
Πολλές οι απώλειες
την ατσάλωσαν.

Το πορτοκάλι
ξεφλουδισμένο στα χέρια σου
Ανάπνευσες το άρωμα του.
Το σπίτι ένας πλούσιος
πορτοκαλεώνας.
Πήρες να ανοίγεις την
σάρκα του.
Το πορτοκάλι ζουμερό.
Φέτες φέτες το έτρωγες.
Τις μικρές φέτες
τις αποκαλούσες "παιδάκια"
γέλαγες.
Μια σταγόνα πέταξε
και σε βρήκε στο μάτι.
Έκλαψες.
Σε παρατηρούσα καθώς
σφούγγιζες το δάκρυ
με το ανάστροφο της
παλάμης σου.
Τα μόνα αληθινά σου
δάκρυα, νομίζω.

Το πορτοκάλι στο στόμα σου
Ήρθες κοντά μου
πνιγμένος στα δάκρυα
και μου πρόσφερες
μια φέτα.
Η γιαγιά αποσύρθηκε
στην κάμαρα της.
Μείναμε μόνοι.
Εμείς κι η σπιρτάδα
του πορτοκαλιού.
Γύρεψα τα χείλη σου.
Με φίλησες.
Ακόμα θυμάμαι αυτό
το φιλί.
Σπιρτάδα και νεότητα.
Έρωτας και υπόσχεση.
Δεν ξεχνώ.
Παράνομο φιλί
μπερδεμένο με δάκρυα.
Πρώτο και τελευταίο.
Φιλί αιώνιο που ακόμα
λαχταρώ κάθε που μεστώνουν
οι ήλιοι στον κάμπο.

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Προ του τέλους

Στους κόσμους που ζεις
μια στρατιά αγγέλων σε φρουρεί.
Δεν είναι οι καλοκάγαθοι άγγελοι
που ξέρουμε με τα άσπρα χαμηλωμένα
φτερά και τα χνουδάτα πούπουλα
που εδώ κάτω φτάνουν και άγγελμα
φέρνουν θεϊκό.
Οι δικοί σου άγγελοι
προτεταμένα έχουν τα ξίφη
και σε πυκνές γραμμές στοιχίζονται.
Φοβάμαι...

Κενό δεν βρίσκω να περάσω
Φυσίγγια δεν κρατώ για να
τους αντιμετωπίζω.
Στρατούς δεν διαθέτω στην μάχη
να ριχτώ.
Γιατί τους όπλισες;
Γιατί αδιαπέραστα τείχη έστησες;
Πώς να σε φτάσω;
Αστράφτουν τα ξίφη.
Τυφλώνομαι...

Μένω να σε κοιτάζω μέσα από
από μικρές οπές που με κεφαλάκι
καρφίτσας μοιάζουν.
Λιγοστό το φως και τα περιθώρια.
Πες μου πώς να διαβάσω το βλέμμα σου,
πώς να πλησιάσω του χεριού σου τη ζεστασιά;
Χάνομαι...

Οι καρφίτσες πολλές πληγώνουν
τον τρυφερό λαιμό της αγάπης.
Τσιμπάνε το σώμα μου, αίμα τρέχει
κι επίδεσμο δεν βρίσκω.
Ένας λάκκος από αίμα γύρω μου.
Πνίγομαι.
Να κολυμπώ δεν ξέρω.
Λείπει η άνωση.
Τα πόδια μου βαριά, δεν υπακούουν.
Μπερδεύομαι...

Σε μια λίμνη αίματος βυθίζομαι.
Καράβι που το σκέπασε ο ωκεανός.
Πώς να βγω στην επιφάνεια;
Ξεφουσκωμένο το σωσίβιο δεν
με βοηθά.
Σπασμένη η σανίδα δεν επικουρεί.
Ναυαγός του έρωτα γίνομαι.
Εσύ ο σωτήρας μου.
Εσύ ο κρίκος που με δένει με την ζωή.
Εσύ ο στρατός μου που θα εξολοθρεύσει
τα ουράνια τάγματα.
Οπισθοχωρώ...

Χέρι άπλωσε κι έλα πριν μέσα στην
αιμάτινη λίμνη πνιγώ.
Δίπλα μου ένα βατραχάκι κοάζει.
Δίπλα μου μια καλαμιά θροΐζει.
Δίπλα μου ένα νούφαρο ανθίζει.
Όλα γύρω σε ζητούν.
Όλα γύρω σε ονομάζουν.
Πολλές οι καρφίτσες εξακολουθούν
να με απειλούν και να με καταδικάζουν
σε έναν αργό θάνατο.
Σε σέ προστρέχω...

Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2023

Imayo με σπάσιμο

Ταξιδιάρης έρωτας-
νεαρός περνά 
στραβά φορά το φέσι
μπαίνει στον χορό
κόρη νέα διαλέγει
μπέσα στην καρδιά
ορθός περιπατάει
δίλημμα ξεχνά.

*
Κίτρινη μαργαρίτα-
νεαρός ανθός  
μ' αγαπά δεν μ'' αγαπά 
πέφτουν πέταλα 
απάντηση μου δίνει 
ολόγιομος φως 
διλήμματα συντρίβει 
ευωδιά σκορπά. 

*
Φουσκωμένος ποταμός- 
ξέσπασε βροχή 
βότσαλα παρασέρνει 
αντάρα πιάνει 
διλήμματα μου βάζει 
μπροστά πηγαίνω
νερό ως το γόνατο 
περνώ στην όχθη.  

*
Χρυσό το δακτυλίδι-
χάντρα κόκκινη  
δώρο για σένα φέρνω  
κόρης στολίδι 
διλήμματα δεν έχω 
λεπτό άγγιγμα  
πειστήριο της αγάπης 
πολλά καράτια. 

*
Απρόσιτα τα βράχια- 
πέφτουν οι πέτρες 
αγριωπό το ερίφιο 
άκου τον αχό 
διλήμματα δεν έχει 
βήμα θαρρετό 
αντίπερα η κορφή 
ύψος κατακτά.

Το φαρμάκι

Γενάρη γεννήθηκα.
Στους πορτοκαλεώνες
της Λακωνίας θριάμβευαν
οι μικροί ήλιοι.
Τρίτο τη τάξει παιδί.
Ο πατέρας σκεπτικός
ανάδευε την φωτιά.
Πρόσθετε λιόξυλα.
Κρύωνα.
Η μητέρα κοιτούσε
τους ουρανούς.
Πενθούσε η μητέρα.
Το γάλα της πικρό,
ίδιο με το φαρμάκι
που ο ξανθός άγγελος
ανύποπτα πήρε.
Καραμελίτσες να φάει
λαχτάραγε.

Ο πρωτότοκος μακριά μας.
Η ενοχή στα πρόσωπα
και τις γωνίες του σπιτιού
Οι γέροντες με τα
στραβοπάπουτσα
κρύβονταν πίσω από
τις κουρτίνες.
Ο θείος έτρωγε την
καλύτερη πάντα μερίδα
φαγητού.
Ξεχνούσε με κρασί το παρελθόν
Ο θείος κι ο θάνατος
ασυμπλήρωτη εικόνα.
Ο ξανθός άγγελος κοντά του.
Αυτός σφύριζε ένα χασάπικο
ξέγνοιαστος.

Οι γονείς στην αυλή.
Το σφαχτό στο τσιγκέλι.
Το κουτάκι με τα φάρμακα
στο παραγώνι.
Πεινούσε ο πρωτότοκος.
Πικρό το κινίνο σαν το
γάλα της μητέρας.
Το χεράκι δεν ήξερε.
Το πήρε.
Το κατάπιε.
Έφυγε χορτάτος,
αδικαίωτος να μας
κοιτά κατάματα μέσα
από τα πράσινα μάτια του.

Έμεινε η μητέρα
να κοιτάει απέλπιδα
ως σήμερα τους ουρανούς.
Κι εγώ κλαράκι ορφανό
απάγκιαζα στο χωράφι
με τις πιπερίτσες.
Μελαγχολική,
παραλογισμένη,
με λιγοστό να έχω
μεγαλώσει γάλα.
Δεν το άντεχα.
Θάνατος η πικράδα του
στο στόμα μου, δεν λέει
με τίποτα να φύγει....

Ακούω ακόμα φτερουγίσματα
στον ύπνο μου. 

Σάββατο 21 Ιανουαρίου 2023

Το μονόγραμμα

Ξεπέζεψε το άλογο που καβαλάς
κι έλα εδώ κοντά μας.
Δεν είναι όμορφο αυτό το άλογο.
Ψωραλέο είναι, μην το παιδεύεις.
Χαλινάρια δεν έχει.
Πού θα κρατηθείς;
Θα σε ρίξει στις ρεματιές και κανείς
δεν θα σε δει για να σε βοηθήσει.
Θα μείνεις εκεί μόνος και θα πεθάνεις.
Άδικο είναι να φύγεις, θρήνος για εμάς
που τόσο σε αγαπάμε.

Το άλογο αυτό θα σε συντρίψει.
Έχει μαύρο χρώμα, το φοβάμαι αυτό
το χρώμα, οι απώλειες μου πολλές.
Δεν έχει πέταλα, αίμα στάζουν οι οπλές του.
Λαβωμένο πώς το άφησες;
Νομίζω πως κι εσύ πολύ δεν το αγαπάς
Αμφιβάλλω αν μπορεί να σε πάει τρία
μέτρα μακριά.
Δεν έχει χαίτη και το αριστερό του μάτι
τού λείπει.
Δεν βλέπει αυτό το άλογο, θα σε
γκρεμοτσακίσει..οι παρωπίδες του
το τυφλώνουν παραπάνω.
Άσε που σκελετωμένο είναι και λυγίζουν
τα γόνατα του.
Κομμένη η ουρά του χάνει τη στράτα.
Εγκατέλειψε το κάτω από μια συκιά.
Κάποιος άλλος θα βρεθεί να το πάρει.

Σε περιμένουμε εδώ να φανείς
Απόψε σε είδα στον ύπνο μου.
Ήσουν όμορφος κι είχες ένα
δικό σου μαγαζί με πλούσια εμπορεύματα.
Έξω στο πλάτωμα είχες δέσει μια
άσπρη φοράδα.
Έραβες κι έλυνες και πολλά
ξεστόμιζες αποφθέγματα.
Πάντα το μυαλό σου με ξεπερνούσε.
Έχανα μαζί σου..
Με τι να σε συγκρίνω;
Μέτρο δεν υπάρχει να σε ακουμπά.
Έλα.
Όλα τα καλούδια μου θα σου δώσω.
Τόσα χρόνια που λείπεις συγκέντρωσα
πολλά αγαθά.
Γεμάτες οι αποθήκες.
Ξέχειλα τα κασόνια.
Τα αμπέλια τρυγήθηκαν κι ο οίνος
περισσεύει στα βαρέλια.

Το κορμί μου δεν σε ξέχασε καθόλου.
Έλα και παράτα αυτό το κακότροπο ζώο.
Η άσπρη φοράδα μπροστά στο μαγαζί,
δικιά σου είναι.
Είναι όμορφη και ρωμαλέα σαν εσένα.
Στην σέλα της έχω κεντήσει
το μονόγραμμα σου και κανείς άλλος
δεν θα τη διεκδικήσει.
Ποιος άλλος τόσο αγαπημένος;
Άλλωστε τα όνειρα είναι ολόδικα μου
και κανείς πάνω στη γη δεν μπορεί
να μου τα κλέψει.
Της έδεσα και καινούρια χαϊμαλιά...έλα!

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Η καταδίωξη

Η παιδική μου ηλικία ασθενική είχε χροιά.
Με έπαιρνε η μαμά κούτσα στις πλάτες
να με πάει στους γιατρούς, στις ξεματιάστρες,
στους πρακτικούς και στις τσιγγάνες.
Δεν κουράζονταν η μαμά, τα πράσινα μάτια της
δεν σφάλιζαν ποτέ.
Ένα κουτάκι είχε η μαμά με σύριγγες και βελόνες.
Στα σπίτια πήγαινε των άρρωστων παιδιών.
Η μαμά δεν κοιμόταν, πιστή στο καθήκον
της ξαγρυπνούσε δίπλα σε χαμηλούς σφυγμούς,
σε εμπύρετα μέτωπα και σε χείλη διψασμένα.

Το φοβόμουν αυτό το κουτάκι.
Τσίριζα σαν άνοιγε, απομακρυνόμουν, πήγαινα
στους αγρούς, ανέβαινα σε ταράτσες, στα
περβάζια χόρευα τρελαμένη.
Η μαμά με παρακαλούσε, εκλιπαρούσε
να έρθω κοντά της.
Η μαμά μια ξένη, με επιδέξια χέρια και καρδιά
σκοτωμένου ελαφιού, δεν με έπιανε, της ξεγλιστρούσα.

Το κουτάκι στο συρτάρι του μεγάλου τραπεζιού.
Κλειστό και δεμένο με ένα κουρελάκι από
το παλιό καλό μου φόρεμα.
Η μαμά φορούσε πάντα ένα μπεζ μπλουζάκι.
Οι βελόνες κρυμμένες και σφιχτοδεμένες.
Άφοβη τότε εγώ πήγαινα κοντά της.
Με έπαιρνε στα γόνατα, εκθείαζε την ομορφιά μου,
χαρούμενη τραγουδούσε και μου μιλούσε
για στοιχειωμένα σπίτια και γεφύρια.
Η αγκαλιά της μια μεγάλη φτερούγα που
μέσα της γαλήνευα, ταξίδευα κι ονειρευόμουν.

Το κουτάκι στο συρτάρι κλεισμένο.
Εγώ ένα σκιαγμένο παιδί.
Πώς να το πλησιάσω, πώς να το πιάσω
και να το καταστρέψω, στον ποταμό να το ρίξω;
Θάρρος δεν είχα.
Μία μέρα που η μαμά δεν καιροφυλακτούσε
κι όλοι έλειπαν από το σπίτι πήρα την μεγάλη
απόφαση, ξεπέρασα τις φοβίες.
Το κουτάκι στα χέρια μου.
Έφυγα τρέχοντας και λαχανιασμένη έφτασα
στο ποτάμι με ένοχο βλέμμα κοιτούσα γύρω.
Κανείς, η ώρα στο μηδέν.

Κατεβασιά είχε ο ποταμός, το πήρε το κουτάκι,
βαρκούλα που απομακρύνονταν έγινε.
Χειροκρότησα.
Ξελάφρωσα.
Το γέλιο μου δυνατό έφτασε ως το σπίτι.
Η μαμά κατάλαβε δεν είπε τίποτα,
η μαμά δεν με συγχώρεσε.
Τα γόνατα της ξένα.
Άλλα πια δεν μου είπαν τραγούδια αγάπης
κι ιστορίες με στοιχειά.
Φτερούγες ξανά δεν έγιναν για να ζεσταθώ.
Χιόνιζε μέσα μου, πάγωνα.....
Η μαμά μια τεράστια βελόνα να μου αγκυλώνει
ως σήμερα την καρδιά, πονάω.

Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023

Ο σκαπανέας

Στα ψηλά βουνά ζουν ενταφιασμένα
τα πιο μεγάλα όνειρα.
Εκεί σπαράσσουν οι ανεκπλήρωτοι έρωτες
που στο ένα μόνο φιλί έμειναν.
Παραδαρμένοι την πραγμάτωση τους επιζητούν.
Ψηλά βουνά αχαρτογράφητα που καμιά
γεωγραφία δεν αναφέρει στα κεφάλαια της.
Η φαντασία με κάματο σκληρό τα έχει
στήσει και αέναα τα συντηρεί.
Αυτή τους έδωσε το μέγα ύψος, ευρύχωρες
αίθουσες τους χάρισε που εντός
τους οι αιμάτινες φλέβες κυοφορούν
του πόθου το ασίγαστο τραγούδι.

Από σκληρή πέτρα είναι φτιαγμένα.
Στην επιφάνεια τους συστάδες μυρτιών
φύονται μαζί με πολλά αρωματικά βότανα.
Οι ρίζες των θάμνων τα τροφοδοτούν
με γάργαρο νερό που από τον ουρανό
της μνήμης το παίρνουν και απ' του
έρωτα τον βρόχινο χιτώνα σταλιά σταλιά
το αντλούν.
Κοιλάδες με εσπεριδοειδή κυκλώνουν σφιχτά.
Καλοί σκαπανείς δρόμους στρωτούς έχουν
διανοίξει τους επίσημους για να δεχθούν.

Εκεί κάθε άνοιξη οργιαστικές γίνονται
γιορτές με την συνοδεία χάλκινων
πνευστών.
Ρέει άφθονο το κρασί κι η τσικουδιά.
Όποιοι πιούν της αθανασίας κόβουν
το κλωνάρι κι ύστερα καθαροντυμένοι
θυσίες προσφέρουν με κοράσια νέα.
Μικροί γίνονται θεοί.
Ψηλά βουνά στιβαρά που εχθρό έχουν
μόνο της λήθης το αρμυρισμένο νερό
και των αδηφάγων χρόνων την κλειστή
κασέλα .

Ποτέ μην πιείς.
Ποτέ μην φανερώσεις.
Σεισμοί θα τα γκρεμίσουν.
Ζητιάνος θα γίνεις ταπεινός κι ένας
άταφος νεκρός πάνω στα ξερολίθια
θα αφεθείς.
Στις τελετές τους με καθαρό το βλέμμα
να παραβρεθείς πρέπει.
Κοντά στις μυρτιές να κάτσεις τα αρώματα 
να σε πνίξουν και πολλά να σου δοθούν δώρα.
Εκεί ο τόπος σου και το αρματολίκι σου.
Λαγωνικό ο έρωτας θα σε γνωρίσει.
Αξίνα θα σου δώσει κι εσύ με μπράτσα
δυνατά δρόμους ορθούς να ανοίξεις.
Στης ευτυχίας το μετόχι να βασιλέψεις
σαν έντιμος και άοκνος σκαπανέας.

Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Το άγγιγμα της νύχτας

Έπλυνε στη μικρή πλύση, στο πρόγραμμα
για τα μεταξωτά, τα εσώρουχα της.
Τα άπλωσε με τάξη και συμμετρικά στο σκοινί.
Έβαλε τα ξύλινα μανταλάκια αν και
γνώριζε πως υπήρχε περίπτωση να αφήσουν
πάνω στα ρούχα μαυρωπό σημάδι.
Δεν την ένοιαξε τουναντίον μάλιστα αυτό
ήταν ό,τι πιο ταιριαστό έπρεπε να κάνει.
Κατά το απόγευμα είχαν σχεδόν στεγνώσει,
λίγο κρατούσαν στις μπανέλες και στα
βαμβακερά σημεία τους.

Τα ξανακοίταξε το βράδυ προτού πέσει
για ύπνο σημειωτέον πως κοιμούνταν
πολύ νωρίς για να έχει την νύχτα μπροστά της.
Είχαν στεγνώσει, ήταν έτοιμα.
Πήρε να τα μαζεύει μα ευθύς μετάνιωσε
κι άρχισε πάλι να τα κρεμάει απ' τα
ξύλινα μανταλάκια.
Ήθελε να έρθει η νύχτα να τα διαπεράσει
με την υγρασία της και την διάφανη πάχνη της.
Έτσι θα τους έδινε μια άλλη υπόσταση
και μια ακαταμάχητη μαγεία.

Η νύχτα κρατά τα ιάματα της κι είναι πολύ
προσεχτική και ξέρει να δίνεται ολοκληρωτικά
μόνο στους ολίγους εκλεκτούς της.
Το πρωί σαν ξύπνησε βγήκε στο μπαλκόνι.
Δεν είχε χαράξει ακόμη.
Μια φλούδα φεγγαριού της χαμογέλασε
και μια πλειάδα άστρων ήρθε και κάθισε
στα γυμνά της πόδια.
Ανταπέδωσε το χαμόγελο κι η ζεστασιά στα
πόδια της της έκανε καλό ενόσω αυτή
άρχισε να προχωρά προς το σκοινί με τα
εσώρουχα.

Όντως είχαν αρπάξει την μαγική νυχτερινή
υγρασία και το χνώτο της πάχνης είχε
διαπεράσει τις ίνες τους.
Τα μάζεψε και τα τοποθέτησε μέσα στο
καλάθι από βέργες λυγαριάς που είχε
αγοράσει τελευταία στο πανηγύρι της
ενορίας της.
Δεν την ένοιαξε που κρατούσαν ακόμα.
Δεν την πείραξε που θα τα φορούσε νωπά.
Τουναντίον χαίρονταν για τα δώρα που
τους είχε χαρίσει η νύχτα, όπως:
Την δροσιά και την ανάσα της.
Την διάφανη πάχνη της και τις δροσοσταλίδες.

Τα δίπλωσε και τα έβαλε στην ντουλάπα.
Έσμιξε η δροσιά με την λεβάντα κι έκαναν
ένα θεσπέσιο χαρμάνι που κινήθηκε ελαφρά
και κατέλαβε όλες τις γωνιές του σπιτιού
της καθώς κι αυτή την ίδια.
Απόμακρα και μαγικά έμοιαζαν όλα, όταν
αυτή ετοίμαζε τον πρωινό καφέ της.
Η νύχτα συνέχισε να βαδίζει ανάμεσα τους
κρατώντας τα μαγικά φίλτρα της κι ας ήταν
περασμένες δέκα η ώρα το πρωί. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Ο αφανής ποιητής κι οι τέσσερις χιονονιφάδες

Χτες το χιόνι ήταν εκεί.
Γύρω στις βουνοκορφές που σαν δακτυλίδι
έζωναν την πόλη.
Από μακριά όμως πως να το πλησιάσεις;
Οπλές ελαφιών το κατακτούσαν το ήξερες.
Μουσούδες λαγωνικών το επιθεωρούσαν
και το οσμίζονταν.
Ίσως κάποιο κόκαλο να ήταν κρυμμένο από
κάτω.
Ο σκελετός ενός αρνιού ή ενός σκίουρου
ας πούμε που δεν βοήθησε ποτέ κανείς να
μην εξαφανιστεί.
Το έβλεπες μα πώς να το φτάσεις;
Οι ποιητές έχουν γιγάντια πόδια και
χέρια κι αυτοί μονάχα το αγγίζουν και
το εξερευνούν.
Οι ποιητές μικραίνουν τις αποστάσεις,
με όχημα την φαντασία πετούν μακριά,
πέρα από τα βατά τραγούδια.

Στιχοπλόκος εγώ χωρίς περγαμηνές λίγο
το άγγιξα.
Τόσο ελάχιστα που μόνο τέσσερις
χιονονιφάδες ήρθαν και κάθισαν πάνω
στην ανοιχτή παλάμη μου.
Παρόλα αυτά το χάρηκα.
Τέσσερις χιονονιφάδες που κανείς δεν είδε,
αλλά ίσως να με πήραν χαμπάρι τα ελάφια
και τα λαγωνικά γιατί στην ομορφιά του τοπίου
τους μπήκα κι ήμουν εγώ που την άσπρη
γενειάδα απόλαυσα.
Οι ποιητές με αγνόησαν ήταν απασχολημένοι
με τα άσπρα ειδώλια των βουνοσειρών.

Σήμερα το χιόνι είναι εδώ
Παχύ άσπρο χαλί σκέπασε τα πάντα.
Τα καμπαναριά, τα μνημεία, τα αγάλματα
και τις κάπες των μικρών βοσκών.
Το χιόνι ήρθε από το βουνό στην πόλη μας.
Είναι εδώ και δεν χρειάζεται να έχεις
γιγάντια πόδια και χέρια για το πλησιάσεις.
Ούτε να είσαι ένας ταπεινός στιχοπλόκος
για να φυλακίσεις τέσσερις χιονονιφάδες
στην παλάμη σου.

Βγήκαν τα παιδιά να παίξουν,
το τσαλαπάτησαν, έφτιαξαν χιονόμπαλες,
τις πετούσαν δεξιά αριστερά, κάποια
πλήγωσε τον ανδριάντα ενός ήρωα.
Στο μάτι τον βρήκε, δάκρυσε.
Κανείς δεν το πρόσεξε μόνο ένας
αφανής ποιητής το είδε και με
το μυρωμένο μαντήλι του το σκούπισε.
Προσεκτικές κινήσεις, τα παιδιά δεν
έπρεπε να μάθουν τίποτα, θα χάλαγε
το παιχνίδι τους.
Τι είναι άλλωστε ένα πληγωμένο μάτι
και μάλιστα ενός ήρωα που νωρίς έπεσε
στην μάχη;

Σήμερα το χιόνι ήταν εδώ.
Μαζί με τα παιδιά βγήκαν και οι μεγάλοι.
Μανάδες τσίριζαν, σκυλιά γαύγιζαν, γέροντες
πέταγαν το μπαστούνι ψηλά
κι οι πατεράδες καλούσαν ασθενοφόρο
για να πάρει το πρώτο τραυματισμένο πόδι.
Όλοι είχαν κάτι να κάνουν.
Μόνο οι ποιητές δεν βγήκαν απ' το σπίτι.
Τους ενοχλούσε και τους πλήγωνε
το πατημένο και λασπωμένο χιόνι
όπως κι οι τσιρίδες των μανάδων που με τα νυχτικά
βγήκαν στην πλατεία.

Οι ποιητές ανένδοτοι κοιτούσαν κι άγγιζαν
μόνο τις γύρω βουνοκορφές.
Εκεί η έγνοια τους, εκεί τα παιχνιδίσματα
κι η γοργή ανάσα των ελαφιών.
Α! Δεν σας είπα ο αφανής ποιητής ήμουν εγώ
ή μάλλον πιο σωστά ο στιχοπλόκος
που περιέθαλψα τον πληγωμένο ανδριάντα.
Τις βουνοκορφές άφησα και στο
πλήθος μπήκα το χιόνι να απολαύσω της πόλης,
χωρίς ματαιοδοξία, με μόνη παρέα
τις τέσσερις χιονονιφάδες μου.

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Το καλοκουρδισμένο ρολόι

Ξύπνα αγαπημένε μου ξημέρωσε.
Στον καναπέ τα καινούργια σου
ρούχα, το καπέλο σου, τα δερμάτινα
σανδάλια και το μαντήλι που
τους αθέρες γνώρισε, δεμένο επάνω
στον γοργοφτέρουγο γλάρο.
Στον καθρέφτη το χαμόγελο σου
εκείνο το βαθύ που στην πρώτη
συνάντηση μας έβαλες και μαζί
του με πήρε παντοτινά.
Στο λαβομάνο τα μακριά σου
δάκτυλα που πλεξούδες έπλεκαν
τις πρώτες της αυγής αχτίδες, έτσι
που να ομορφαίνει η πλάση και
να εμφανίζονται τα ταπεινά χαμομήλια
στο προσκήνιο γλυκές να μας χαρίζουν
ευωδιές.

Πάμε να φύγουμε αγάπη μου από
ένα κόσμο που φθαρμένα φορά ρούχα
και την Άνοιξη δεν ξέρει να υποδέχεται.
Εδώ χειμώνας και παγωμένα χαμόγελα
που τίποτα δεν τάζουν αλλά πολλά κρύβουν
μυστικά για άγνωρες ψυχές.
Εδώ ο μακρυμάλλης βοριάς που
πρόσωπα και χέρια σκεπάζει και
δεν αφήνει τα δάκτυλα να περιπλανηθούν
πάνω στα ζεστά ακόμη πλήκτρα
του πιάνου.
Εδώ ο ζητιάνος με το τσαλακωμένο ψαθάκι
που απέλπιδα περιμένει σε ένα
ξεχασμένο σταθμό οβολούς να βγάλει.
Όλοι τον περιφρονούν και δεν τον βλέπουν
και τα τριμμένα του ρούχα αγνοούν.

Πάμε να φύγουμε αγάπη μου σου έχω βρει
μια μακρόστενη στεριά ανάμεσα στο
φαρδύ φόρεμα της θάλασσας με πεζούλες
πνιγμένες στην κάπαρη τις ελιές και στην
άγρια μέντα.
Εκεί έχουν καταφύγει οι καταδικασμένες
μάγισσες, διωγμένες άγρια από τον όχλο.
Βαριά φορούν αρώματα την ώρα που στο
λεβέτι τους ετοιμάζουν τα φίλτρα του
έρωτα και της αθανασίας το νερό.
Είναι καλές κι όμορφες και στην καρδιά
τους πολλά θα ανακαλύψουμε παιδικά
παραμύθια.
Εκεί το σχοινί των κρεμασμένων δίχτυ
γίνεται για μια καλή ψαριά, σκοινάκι στα
πόδια των παιδούλων και κούνια για να
πηγαινοφέρνει τα όνειρα η μικρή Νεφέλη.

Εκεί σταθμεύουν και τα ποιήματα από
τις ανολοκλήρωτες συλλογές και νέους
δημιουργούς ζητούν.
Έλα εσύ σαν καλός στιχοπλόκος της Ελίζαμπεθ
να συνεχίσεις το έργο και το παγκόσμιο
να φτιάξεις τραγούδι του έρωτα.
Κρυώνει ο κόσμος.
Μαζεύτηκε πόνος πολύς.
Πενθούν οι έφηβοι.
Έλα να με τα χρωματιστά μολύβια σου
την προσωπογραφία να φτιάξεις της αγάπης.
Εγώ σου βρήκα τον υπερβατικό τόπο,
βάλε εσύ της καρδιάς σου τα πλουμίδια.
Σου κούρδισα το ρολόι συνεπής να είσαι
στην ώρα σαν το ουράνιο αγγελόκρουσμα
μπροστά στον ποταμό.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2023

Το τρενάκι των ονείρων

Στη χώρα των νεκρών διαβιούν 
οι στενάχωρες αγάπες.
Πλάι σε λαιμητόμους, ικριώματα
και ιστορικές κλίνες κείτονται.
Δεν έχει εκεί γκισέ εισιτήριο να βγάλουν
για να ταξιδέψουν.
Οι αεροπορικές πτήσεις έχουν ματαιωθεί.
Τα λεωφορεία παροπλισμένα μένουν
στο αμαξοστάσιο.
Τα αυτοκίνητα μια μηχανική πάντα
έχουν βλάβη και τα καράβια δεμένα είναι
στους κάβους κι έχουν τα ιστία κατεβασμένα.
Οι νεκροί μόνο με τα πόδια κάνουν
τις μικρές τους διαδρομές.
Πάντα ένας φίλος θα γιορτάζει.
Συχνά ένα μωρό θα γεννιέται.
Που και που κάποιος γνωστός
θα τους καλεί στα μοναχικά καφέ.
Με βήματα αργά και προσεκτικά
περπατούν, φοβούμενοι μην και
διαταράξουν τον αιώνιο ύπνο
των αγγέλων και των Θεών τα γλέντια.

Στην χώρα των νεκρών ζουν οι μεγάλοι,
ανεκπλήρωτοι έρωτες.
Πλάι σε καζάνια που κοχλάζουν ασταμάτητα
κάθονται και τις καλές μάγισσες που ετοιμάζουν
τα φίλτρα του έρωτα και τα μαντζούνια βοηθούν.
Από εκεί διέρχεται ανά τακτά χρονικά
διαστήματα το τρενάκι των ονείρων.
Είναι το μόνο μέσο που τους συνδέει
με τις αδερφές ψυχές που κάποτε σε ώρες
σημαδιακές απεμπόλησαν μα ποτέ δεν ξέχασαν.

Όμορφο τρένο και φιλόξενο προπάντων
Έχει καθαρά καθίσματα, χρωματιστές
ταπετσαρίες χρυσές χειρολαβές και με
των άστρων την καύσιμη ύλη κινείται.
Εκεί μέσα στο τελευταίο βαγόνι είναι
στοιβαγμένα τα όνειρα δίπλα σε λουλούδια
αμάραντα.
Έρχονται εδώ τις νύχτες οι νεκροί
για τις υπερπόντιες τους συναντήσεις τους.
Φορούν καινούργια ρούχα, ακριβά κοσμήματα
και στις μπουτονιέρες τους έχουν άνθη
γαρδένιας γιατί πολύ αγαπούν
τα αρώματα και την λευκότητα των παρθένων.

Ξεκινούν με χαμόγελο τα ταξίδια τους
και στο βαγόνι με τα όνειρα και τα
άνθη πηγαίνουν κι επιλέγουν τους
προορισμούς τους.
Είναι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι και
στα χέρια τους κρατούν εκτός από τα
λουλούδια κάτι θεόρατα κόκκινα κουβάρια
Με αυτά δένουν την αγάπη, πιστή να μείνει.
Από εκείνα ζητούν να τους χαράξουν
τους δρόμους ποτέ να μην χαθούν.
Γιατί έτσι αγνοί που είναι και αόμματοι
φοβούνται μην πέσουν στα χορταριασμένα
πηγάδια που η λήθη τα διαφεντεύει.
Είναι πανέξυπνοι και πάντα ένα κατοικίδιο
τους ακολουθεί, την μοναξιά τους για να πνίγουν.

Συναντούν τους καλούς τους και στο
μαξιλάρι τους αφήνουν λίγο άρωμα
κι ένα φτεράκι αθανασίας.
Μην τους δώσεις νερό δεν διψούν.
Μην τους πεις τραγούδια μπερδεύονται.
Μην τους αγγίξεις μαζί τους θα σε πάρουν.
Εσύ ο διαλεκτός τους, εσύ ο κρίκος τους,
εσύ ο εραστής τους που με λόγια καρδιάς
μόνο συνεννοείται.
Αν ακούσεις μέσα στην νύχτα σκυλιά να
γαβγίζουν ή γατιά να ερωτεύονται είναι
αυτοί που ήρθαν ως εδώ κάτω.
Φίλεψε τους ένα φιλί τους φτάνει για να
ξανάρθουν και τον αιώνιο να δώσουν όρκο
μπροστά στο σπίτι με τις ακακίες.

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2023

Το φόρεμα

Πέντε η ώρα το πρωί κι είχε μια ψύχρα με
υγρασία συνάμα που διαπερνούσε 
τα πάντα γύρω.
Το σώμα της, το σπίτι, το φούλι που
φύτεψε χτες βράδυ, το μισοτελειωμένο
σεμέν πάνω στον καναπέ.
Φόρεσε το σάλι της, τυλίχτηκε την ζεστασιά του
κι έβαλε να ψήσει ένα καφέ.
Ρούφηξε βαρύθυμα το τσιγάρο της
και βγήκε στο μπαλκόνι.

Σκέφτηκε το όνειρο που είχε δει προ ολίγου.
Όλοι οι δρόμοι ανοιχτοί και φωταγωγημένοι.
Αυτός εκεί, τα χάδια, το σμίξιμο, οι ερωτικοί
διάλογοι και η αποκορύφωση.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Άκουγε τα ξυλοπάπουτσα στην σκάλα.
Μύριζε το άρωμα του.
Ένιωθε την αφή του πάνω στο
μπρούτζινο ρόπτρο της εισόδου.
Του άνοιξε, τον καλωσόρισε, είχε αλλάξει,
του έδωσε ένα σκαστό φιλί και σαν θα
έμπαινε στην κάμαρα της θα του έπλενε
τα πόδια με ζεστό νερό και χειροποίητο σαπούνι.
Είχε πολλούς δρόμους κάνει σε μία πόλη
άγνωστη αλλά άξιζαν βέβαια τον κόπο.

Έκρυψε τα χέρια κάτω από το νυχτικό της
για να μην χειροκροτήσει και τον φοβίσει.
Πόσο τον ήθελε.
Η αγάπη είχε επιστρέψει ολάκερη, αυτούσια,
δυνατή.
Ήπιε μια γερή γουλιά καφέ και έστριψε
το τρίτο τσιγάρο.
Κρύωνε και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Στο σαλόνι γουργούριζε η γάτα της,
το ρολόι σταματημένο στις πέντε, το πιάνο βουβό.

Σχημάτισε τον αριθμό του.
Το ρολόι ξεκίνησε να χτυπάει, οι παλμοί της
γρήγοροι και δυνατοί, στα χείλη τα λόγια της καρδιάς.
Δεν απάντησε κανείς.
Το τηλέφωνο μαύρο παλαιικό.
Η αγάπη είχε επιστρέψει.
Σίγουρα θα ήταν στο δρόμο, είχε κίνηση
αν και νύχτα ακόμη, δεν θα αργούσε όμως.
Φόρεσε τα ρούχα της γιορτής, χτένισε
τα μαλλιά της, έβαλε το κολιέ
από νεφρίτη στο λαιμό και περίμενε.
Άκουσε βήματα, το σκυλί της την καλούσε
για την πρωινή του βόλτα.

Η αγάπη ήταν στον δρόμο όχι πολύ μακριά,
δίπλα στα παρτέρια με τα γιασεμιά εκεί που
κάποτε τον είδε.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και εμβρόντητη
διαπίστωσε πως το φόρεμα ήταν ασιδέρωτο.
Το έβγαλε, το ρεύμα όμως ήταν κομμένο,
κάποια βλάβη.
Ως το μεσημέρι θα την αποκαθιστούσαν. 
Ως τότε σίγουρα η αγάπη θα είχε επιστρέψει.
Δεν ήθελε να την δει με ένα τσαλακωμένο
φόρεμα θα ήταν κρίμα για ένα τέτοιο
επίσημο ρούχο σκέφτηκε κι είχε δίκιο.
Ευτυχώς που η αγάπη βρήκε κίνηση
και δεν είχε ακόμα φανεί αλλά θα επέστρεφε
δίχως άλλο με ένα μπουκέτο γιασεμιά στο χέρι.

Κυριακή 8 Ιανουαρίου 2023

Οι νέοι ποιητές

Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει το φως της
πανσελήνου στο σπίτι.
Πήραν να λάμπουν τα έπιπλα, τα μαχαιροπίρουνα
κι αυτό το πιάνο που συνέθετε τις μελωδίες.
Έλαμπε και το πρόσωπο της με ένα ασημόχρυσο φως.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της αρχαίας μνήμης.
Χείλη λεπτά, σακούλες κάτω από τα μάτια,
αγουροξυπνημένο βλέμμα, μάγουλα ρουφηγμένα
και μέτωπο πλαισιωμένο από δυο άστρα που έκλεψε
έναν Αύγουστο από την παραλία της Καλογριάς

Ακροάστηκε τον σφυγμό της.
Δύο άλογα κάλπαζαν εκείνη την ώρα
έξω από την πόρτα της.
Ο αγωγιάτης τα έψαχνε ημέρες τρεις,
το έσκασαν για να μπουν στο καμένο δάσος
εκεί που πριν από το τελευταίο θέρος βοσκούσαν
τετράφυλλο τριφύλλι κι έπιναν νερό από την
πηγή με τα λιονταρίσια στόμια.
Κάηκε το δάσος, λίγα ζώα σώθηκαν,
τέφρα παντού και ξινισμένη γεύση αγριόχορτου.
Γλίτωσε η καρδερίνα της που της έδινε τις παρτιτούρες.
Το σκιουράκι της που της έγραφε τις χορογραφίες.
Γλίτωσε την τελευταία στιγμή η χελώνα της
που στο καβούκι της έκρυβε τα ποιήματα.

Έχασε όμως πολλούς άλλους φίλους καλούς
όπως την αλεπουδίτσα, το κουνάβι, το λαγό,
τη πέρδικα, το ελάφι και τα νερόφιδα που κολιέ
τα έκανε κάθε Μάη μήνα.
Η οσμή του καμένου έρχονταν μαζί με την ,
πανσέληνο μέσα στο σπίτι.
Νόθευε το λάδι στο πήλινο κιούπι της γιαγιάς.
Διαπερνούσε τα ρούχα της στην καρυδένια ντουλάπα.
Κάθονταν πάνω στο διπλό κρεβάτι
εκεί που κοιμούνταν παρέα με τα μελαγχολικά όνειρα.
Ρίχνονταν πάνω στην στριφογυριστή σκάλα
που οδηγούσε προς την χαμηλοτάβανη σοφίτα.

Η οσμή του καμένου είχε εγκλωβιστεί στο σώμα της.
Το νερό και το σαπούνι της ελιάς δεν έκανε τίποτα.
Μάταια παρακαλούσε το φεγγαρόφωτο
μάγια να κάνει και να την απομακρύνει.
Μάταια έτριβε τη σκάλα, το κρεβάτι, τα ρούχα,
τα κιούπια, τα νικούσε πάντα όλα η ψυχή
του καψαλισμένου πεύκου.
Μόνη χωρίς έρωτα πλάγιαζε.
Ποιος να αγαπήσει ένα σώμα που μύριζε
σβηστό φυτίλι;

Το δάσος τώρα το κατοικούσαν δέκα
πελώριοι δράκοι με την ανάσα τους κομματιασμένη.
Αυτή σαν μάγισσα περιφέρονταν πίσω από την μάντρα.
Νοιάζονταν για τα άλογα που ποτέ δεν
θα έπιανε ο αγωγιάτης.
Ανησυχούσε για τα μικρά φυντάνια που μόλις
είχαν ξεπροβάλλει μέσα από την στείρα γη.
Μα πιο πολύ φοβούνταν για τους φίλους της
που επέζησαν της καταστροφής.
Η καρδερίνα, το σκιουράκι κι η χελώνα προπάντων
έπρεπε να γλιτώσουν απ' τα νύχια
των υπερκόσμιων όντων.
Φανταστείτε ένα κόσμο χωρίς ποιήματα
και τραγούδια αλλά αντίθετα ζωσμένο από
άκρη σε άκρη μόνο από κάποιες νυχτοπεταλούδες
που γυρνοβολούν γύρω από την φωτεινή λάμπα
της ποίησης σκιάζοντας τους στίχους
των νέων ποιητών.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Οι δρόμοι της αγάπης

 Σε δωμάτια δίχως μνήμη παρασύρθηκε,
χωρίς έρωτα δόθηκε στης σάρκας το
κάλεσμα σαν γυναίκα κοινή πουδραρισμένη
στο σεληνόφως.
Παλιά νεοκλασικά, τρίτης κλάσης ξενοδοχεία,
κάμαρες φτηνές με γαριασμένα σεντόνια,
ξεφτισμένους καθρέπτες, άθλια κρεβάτια
και σε στρώματα που βούλιαζαν κενότητα
γνώρισε το ψυχορράγημα του πάθους.

Το νερό έτρεχε, το μπαλόνι δεν φούσκωνε,
τα χάπια ήταν μετρημένα σε δόσεις θανάτου.
Το αίμα φώναζε αφήνοντας κηλίδες πάνω
στο ξεφτισμένο χαλί του γιούκου.
Η πληρωμένη αγάπη φούρνιζε σάπια κρέατα.
Ο έρωτας δεν είχε μετρικό κανένα,
κυκλοφορούσε τυφλός χωλαίνοντας
από το ένα πόδι.
Η αγάπη σάπιο δόντι, κοπτήρας που
έπρεπε να αφαιρεθεί.

Δόθηκε στον εφήμερο έρωτα, ξεπληρώνοντας
δανεικές μοναξιές.
Ώρες νεκρές, χωρίς χρώμα, ανάμνηση
παρά μόνο χάδια βιαστικά που τα
κάμπτει ο όνυχας του ανεκπλήρωτου.
Εκτιθέμενη χωρίς μνήμη, άγουρο φιλί,
χρυσάφι στον βραχίονα, περπάτησε
σε άγνωστα μονοπάτια, πάλεψε με
σώματα ψυχρά γεμάτα με σβώλους
βλαστήμιας και πτύελα φυματικών.

Δόθηκε στον φτηνό έρωτα αμήχανα κι ενοχικά
Μετά από τις συναντήσεις σε ανώνυμα καφέ.
Μετά από ένα γερό πιόμα σε συναθροίσεις
πληκτικές με τα σκοτάδια να κυριαρχούν.
Μετά από τα επίμονα τηλέφωνα σε
ακαταχώρητους αριθμούς.
Έδωσε το χάδι πάνω στο χέρσο χωράφι
μαζί με τους σκώληκες και τους σάλιαγκες.

Παμφάγα η ηδονή την οδηγούσε σε
δρόμους σκιερούς που μόλις σκάφτηκαν
με τρώγλες ένα γύρω και ποταπούς υπονόμους
Αρίθμηση δεν υπήρχε.
Η ονοματοδοσία απούσα.
Οι άνθρωποι στριφνοί κι απένταροι
ανεβασμένοι σε θεόρατα σκαμπό
πέταγαν τα πούλια σε ένα ταμπλό φαγωμένο
από τρωκτικά.
Τα παιδιά έπαιζαν με τσίγκινες μπάλες
σε αλάνες εφιαλτικές, γεμάτες κόκκινη
λάσπη και στρατιές αρουραίων.

Το ποίημα έκλαιγε σε μια γωνιά,
η Αμοργός θρηνούσε μονάχη και
ο φαντάρος είχε ξεμείνει από μετρητά
τσιγάρα και αναπτήρα.
Βουβή η καρδιά παρακολουθούσε
την σταύρωση της.
Μεγάλα τα καρφιά σκουριασμένα και
ποτισμένα στην αλμύρα κουβαλούσαν
θάνατο απροσμέτρητο σαν τους μακρύς
καταλόγους των νεοφερμένων προσφύγων.
Η πατρίδα στην άκρη πονούσε, το ψωμί
μουχλιασμένο, οι έμποροι έτριβαν
τα χέρια τους κι οι μανάδες θήλαζαν
τα μωρά τους με πύο και χολή.

Είχαν έρθει οι μέρες που εκκολάπτονταν
τα αυγά του φιδιού, ανιστόρητα κοιτούσαν
τα πλήθη και ο Ιούδας στην συκιά του κήπου
εκλιπαρούσε για ένα φιλί.
Δικαστές με τριμμένους τηβέννους
ακροβολισμένοι στα τέσσερα άκρα διάβαζαν
τις ισόβιες ποινές.
Πληγωμένος ο έρωτας σέρνονταν
σε υγρά μπουντρούμια, η πόλη αμετάπειστη
έκλεινε τα φώτα, οι πνιγμένοι ξεβράζονταν
τουμπανιασμένοι στις ακτές και τα κοράκια
έπιαναν σύσσωμα δουλειά.

Μόνο κάποια ραβασάκια εφήβων
καταχωνιασμένα σε τρύπιες τσέπες, μιλούσαν
ικευτικά για την πρωτόφαντη αγάπη.
Δεν απομένει παρά να την προστατεύσεις 
σαν την βρεις αχτένιστη να περιφέρεται στα αλώνια.
Κατάρτι να αρπάξεις σε θάλασσες γαλήνιες
να ανοιχτείς, ψαριά να βγάλεις καλή
και να την τραπεζώσεις κάτω από την
ελεήμονα ελιά μαζί με τα γελαστά παιδιά
που τσουλάνε τα πρωτοχρονιάτικα τρενάκια τους
πάνω στις καλογυαλισμένες ράγες των ερχομών.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

Η κόρνα του φορτηγού

Συναντήθηκαν σε ένα παγκάκι του πάρκου.
Αυτός μικρόσωμος και μυώδης, η αναπνοή
του μύριζε έλατο και ανθισμένη αλιφασκιά.
Αυτή εύθραυστη κι ονειροπόλα με κάτι
τεράστιες τσέπες, μέσα τους έκρυβε την χτένα
της, δύο τούφες θυμάρι και το χαλασμένο
ρολόι του μπαμπά.
Διάβαζαν την ίδια εφημερίδα.
Κρυφοκοιτάχτηκαν, μαζεύτηκαν πιο κοντά
κι άρχισαν να αναλύουν τα γεγονότα.
Πρώτη είδηση ένα εργατικό ατύχημα.
Οι φλέβες στο λαιμό φουσκωμένες.
Μίλησαν για την αιθάλη των φουγάρων, 
τα ανεπαρκή μέτρα ασφαλείας, 
τα μαυρισμένα νύχια των προλεταρίων.

Σιγά σιγά μια κόκκινη κλωστή άρχισε
να τους δένει, κοιτάχτηκαν στα μάτια.
Άγνωστοι μέχρι πριν λίγο περιφέρανε
την πλήξη τους ανάμεσα στους κατηφέδες,
τους κρόκους, τα γεράνια και στις γλυσίνες.
Τώρα αναπάντεχα μαζί μάχονταν σιωπηρά
τη μοναξιά του ανώνυμου πλήθους.

Αντάλλαξαν τηλέφωνα, τα πόδια στέρεα
στη γη, τα χέρια αμήχανα, το φιλί άδοτο
στα χείλη έδινε υποσχέσεις μιας εμπόλεμης
αγάπης ή ενός αρρωστημένου έρωτα.
Βρέθηκαν πέντε άλλες φορές όλες κι όλες.
-Τα σπίτια τους κοντά, οι καρδιές όμως δεν
ακολουθούσαν, οι εφημερίδες είχαν ξεχαστεί
στο πάρκο, σήμερα κανένα δεν έγινε ατύχημα
ή μήπως ναι...-

Η εργένικη κάμαρα μύριζε αποφάγια και μούχλα.
Δεν είχαν τι να πουν, δεν αγγίχτηκαν,
πήραν το τρένο για μια βόλτα.
Φιλήθηκαν περιπαθώς μέσα σε ένα κατάμεστο
βαγόνι, χαϊδεύτηκαν με έξαψη.
Ένα παιδί που έγλυφε ένα κόκκινο κοκοράκι
τους κοίταξε φοβισμένο κι άρχισε να κλαίει.
Σταμάτησαν με τα μάγουλα ντροπιασμένα,
τις σάρκες παγωμένες και τα χέρια ιδρωμένα.
Κατέβηκαν στο τέρμα κι αγόρασαν λουλούδια
από την υπαίθρια έκθεση του δήμου.
Πήραν και εφημερίδα την ίδια πάντα.
Σχολίασαν την επικαιρότητα.
Λύθηκε για λίγο η γλώσσα.
Τα σώματα ξαναμμένα, περίμεναν να αγαπηθούν.

Στο σπίτι το βράδυ, πλύθηκαν κι έκαναν
έρωτα στο νερό.
Εκείνος συνέχισε να μυρίζει έλατο και
αλιφασκιά, ορεσίβιος γαρ απ' τα Σφακιά.
Αυτή, με τις τσέπες γεμάτες ακόμα, ανέδυε
μια εκλεπτυσμένη μυρωδιά από νεραντζάνθια.
Δεν μιλούσαν, τα αγκομαχητά τους έφταναν
ως την είσοδο, πεινασμένοι έπειτα έφαγαν
ψωμί και τηγανητές πατάτες.
Τις εφημερίδες στο πάτωμα τις ξεκοκάλιζε
η γροθιά ενός διαρκούς αγώνα.
Αμίλητοι αυτοί κοιτούσαν τις αφίσες με τον Τσε
και το χιόνι του ταβανιού.

Στην τελευταία τους συνάντηση είπαν
το όνομα τους, τους τόπους τους, την ηλικία τους.
Αυτή ευαίσθητη, αυτός τραχύς.
Στο δωμάτιο ανοιχτή η μουσική έπαιζε
αντάρτικα, η εφημερίδα ανοιχτή θρηνούσε
άλλον έναν εργάτη, έκαναν πως δεν άκουγαν.
Αγκαλιάστηκαν και βουβοί ρίχτηκαν στα σεντόνια,
μάτωσαν, κραύγασαν, γρατζουνίστηκαν,
πήγαν μακριά, επανήλθαν, στο τέλος
τσακώθηκαν άγρια.
Αιτία ένα πρόστυχο ουσιαστικό που ξεστόμισε
εκείνος την ώρα του οργασμού, τον σκαμπίλισε.

Έφυγε χωρίς να τον κοιτάξει, υπό μάλης
η εφημερίδα καλούσε στο πρωτοσέλιδο της
σε μια συγκέντρωση στο κέντρο.
Λαχανιασμένη η ανάσα της στο δρόμο χνώτιζε
τα γυαλιά της, επιτάχυνε κι άλλο το βήμα, έπρεπε
να φτάσει γρήγορα στο σπίτι.
Έκανε ντους, η πρόστυχη λέξη στα αυτιά της
έσκουζε σαν κόρνα φορτηγού που μεταφέρει
ξυλεία, έψησε τσάι, έβαλε άρωμα.
Κάθε που έπαιρνε εφημερίδα για αρκετό καιρό
την ταλάνιζε η ίδια πάντα κόρνα του φορτηγού.
Ξαναβρέθηκαν σε μια πορεία, έκαναν πως δεν
γνωρίζονταν, η κόρνα παραδίπλα σφύριζε διαβολεμένα.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2023

Οι αμάραντοι κρίνοι

Σε μια κάμαρα υγρή και σκοτεινή δόθηκε πρώτη
φορά στον έρωτα κάτω από τα αήθη βλέμματα 
των περαστικών.
Έλειπε το μισό τζάμι απ' τα παράθυρα του ισογείου.
Σκασμένος ο ασβέστης στο ταβάνι χιόνιζε
τα γυμνά κορμιά.
Έπεφτε στο πάτωμα, στο κρεβάτι, στο
κουτσοπόδαρο τραπέζι και σχημάτιζε άσπρους
εύοσμους κρίνους, Της Παναγίας ενθυμήματα.
Όταν χόρτασε το κορμί και το φιλί πήρε τέλος
έσκυψε και μάζεψε αυτά τα εύθραυστα λουλούδια.
Ένα μεγάλο μπουκέτο τώρα κρατούσε στα χέρια.
Της έλειπε όμως το ανθογυάλι και το νερό.
Έλειπε κι ο παλιός κομμός με την μαρμάρινη επιφάνεια
για να τους βάλει.

Αποφάσισε να τους πάρει μαζί της.
Το λεωφορείο θα έφευγε οκτώ το πρωί.
Δεν μεσολαβούσαν πολλές ώρες.
Τα άνθη δεν θα προλάβαιναν να μαραθούν.
Ξύπνησε ώρες νωρίτερα, τα λουλούδια
διατηρούνταν ζωντανά ακόμη.
Ένας μόνο κρίνος είχε πάρει να χλομιάζει.
Δεν τον πέταξε, τον τοποθέτησε στο κέντρο
και τον παράχωσε έτσι που να μην ξεχωρίζει.
Η καρδιά της ένας χλομός κρυμμένος κρίνος.
Αναστέναξε, το κορμί της άμαθο στον έρωτα
πονούσε, ιδιαίτερα στις κλειδώσεις των ποδιών,
σχεδόν κούτσαινε.

Στον σταθμό δεν ήταν μόνη.
Υπήρχαν πολλοί άλλοι παράξενοι ταξιδιώτες
που την κοιτούσαν ερευνητικά.
Ίσως να έφταιγαν οι άσπροι κρίνοι, απομεινάρια
ενός σύντομου έρωτα, που να τους παραξένευαν.

Η αγάπη ήταν εκεί κρατώντας ένα άσπρο
λερωμένο σεντόνι.
Το αίμα σχημάτιζε μια μεγάλη άλικη καρδιά.
Στα γύρω μπαλκόνια η καθημερινή πλύση.
Δεν υπήρχε χώρος να απλώσει το σφαγιασμένο
σώμα της.
Ακούστηκε ένας πυροβολισμός, κάποιοι γιόρταζαν,
σήμερα έσφαζαν τους χοίρους.
Στο λεωφορείο πήρε την πρώτη θέση.
Όταν τελείωσε το ταξίδι και έφτασε στον
προορισμό της, τακτοποίησε τα λουλούδια
στον κομμό του σαλονιού.
Έλειπε ο χλομός κρίνος.
Τότε θυμήθηκε πως τον χάρισε στον εραστή της 
πήγαινε πολύ με τα τιγρέ μάτια του.

Στο εξάμηνο πάνω την εγκατέλειψε,
φοβόταν φαίνεται την χλομάδα του προσώπου της.
Αλλά κι αυτός ο μισομαραμένος κρίνος
πρέπει να είχε μεγάλο μερίδιο ευθύνης.
Οι άνθρωποι θαυμάζουν μόνο τους αμάραντους,
κρίνους το ήξερε καλά από τότε κιόλας 
που με χάρη τους συνέλεγε, 
αποφασισμένη πλεον τωρα, να μην 
τους δωρίσει ποτέ άλλοτε σε κανέναν 
άλλο τυχόντα, ελαφρά τη καρδία.

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Οι κάτω χώρες

Ήρθες στεφανωμένος με τρία στεφάνια.
Το πρώτο από κλάδο μυρτιάς ήταν,
το άλλο από κλαδιά ελιάς και το
τρίτο το πιο βαρύ από βέργες λυγαριάς.
Θεοί στα απέθεσαν μου είπες εκεί στις
κάτω χώρες που ζεις, όμορφα να
μπαίνεις στην πληρότητα και στην αθανασία.

Είναι απαιτητικοί οι Θεοί και τα δώρα τους
με ευθύνες σε φορτώνουν.
Δεν μπορώ άλλο να τα κρατώ, πονάω μου
καταμαρτύρησες.
Μούδιασε ο αυχένας μου, γέρνει ο λαιμός μου
και το κεφάλι μου βαρύ σαν κουλούρα 
από ατσαλόσυρμα είναι.
Προσεχτικά στα αφαίρεσα κι ήρθε να λάμψει
το πρόσωπο σου σαν ήλιος μεσημεριανός.
Χάρηκες σαν το μικρό παιδί που του χαρίζουν
μια μπάλα παγωτό.

Φάνηκε καθαρά το πρόσωπο σου, οι ρυτίδες
σου κι εκείνη η ουλή που είχες στο μέτωπο.
Άρχισες να συνέρχεσαι, να μιλάς και να διεκδικείς.
Είπες για τη ζωή στις κάτω χώρες πόσο
σκληρή και απαιτητική είναι.
Αποκάλυψες πως εκεί ολοχρονίς καρπίζουν
τα αμπέλια και ο τρύγος ποτέ δεν τελειώνει.
Μίλησες για τις γυναίκες πως φορούν
εξώπλατα φορέματα με παγιέτες
και πούλιες.
Οι άντρες δένουν κεφαλόδεσμο και χορεύουν
διαρκώς.

Όμορφα περνώ μου ψέλλισες μα
κουράστηκα την στρόφιγγα του χρόνου
να γυρνάω ασταμάτητα. 
Εχθρός σου η μονοτονία, φίλος σου η ουτοπία.
Είναι και τα αμπέλια που χρειάζονται πολλές
περιποιήσεις και δεν σε αφήνουν να φαντάζεσαι.
Ξεφύλλισμα, κλάδεμα, τρύγημα, παράχωμα
και κέντρωμα.
Σε άκουγα προσεχτικά.
Σε νοιαζόμουν.
Απ' το χέρι σε κρατούσα εδώ ξανά να σταθείς.
Δεν θα σε αφήσω να φύγεις.
Άναψα τη φωτιά κι οι φλόγες έπαιζαν
παιχνίδια θανάτου πάνω στο πρόσωπο σου.
Σε πήγα μακριά και ζωή εμφύσησα στις φλέβες σου.

Χαμογελούσες και που και που κοιτούσες
τα στεφάνια περιπαικτικά.
Έκλεισε ο κύκλος μου είπες κι εγώ σε αγκάλιαζα
και πολλά σου διάβαζα ποιήματα.
Ο εκλεκτός μου έγινες, η μούσα μου, το
σταυραδέρφι μου.
Δεν θα σε αφήσω να μακρύνεις από εδώ.
Χρειάζομαι λίγο θάνατο για να εκτιμώ
τη ζωή και στην κόψη των δευτερολέπτων
θέλω να μπορώ θεσπέσια να βιώνω τον έρωτα σου.

Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2023

Το οπλοστάσιο του έρωτα

Ήσουν εσύ που καθάριζες τα μονοπάτια
του έρωτα, μέσα στα αγκάθια και στις άγριες φτέρες
να μην πνίγουν. Δρεπάνι ακονισμένο κρατούσες
και μες στην νύχτα έβγαινες, μάτι ανθρώπου
να μην σε δει και πάνε του χαμού οι μυστικοί όρκοι.
Σκληρό πετράδι ο έρωτας δεμένο σε δαχτυλίδι
στόλιζε τον παράμεσο σου.

Σε αγορές δεν το πήρες, αλισβερίσια με
εμπόρους δεν έκανες, στα εργαστήρια δεν
κατέφυγες μορφή να πάρουν οι στεναγμοί.
Κρυφός ο έρωτας φρουρός ποτέ δεν μπαίνει
έλεγες στης καθημερινότητας το ανελέητο
πάρε δώσε.
Θεοί από θρησκείες ξεχασμένες στο σφυρηλάτησαν,
ήξερες το κονάκι τους, τον μυστικό κωδικό γνώριζες,
Εκεί το οπλοστάσιο σου και τα βέλη.
Εκεί οι απαραβίαστες κλειδαριές και οι μαρτυρίες
των προδομένων.
Εκεί κι ο ατόφιος χρυσός και τα ακατέργαστα
διαμαντικά που σου έπρεπαν.

Μύστης εσύ στις χώρες που ανθούν τα πάθη
και οι ανομολόγητες αμαρτίες περιφερόσουν.
Σφάλιζες τα μάτια και με της ψυχής το
βλέμμα άνοιγες περάσματα για να με φτάσεις.
Έπαιρνες πέτρες κι έχτιζες την ερωτική μας
κάμαρα οι πόθοι εκεί να σαρκωθούν κι
αίμα να ξεπηδήσει κοχλαστό απ' της καρδιάς
το παλαιικό καμίνι.

Κανείς δεν σε θωρούσε μόνο εγώ αχνά
σε έβλεπα να περπατάς στα γεφύρια της
μνημοσύνης μαζί με τα πουλιά της άγριας
πανίδας.
Φοβόμουν τα νύχια τους.
Σκιαζόμουν το ευθύβολο μάτι τους.
Προφυλασσόμουν δεν έπαιρνα ανάσα για να
μην με αντιληφθούν και με κατασπαράξουν.
Ξερά πηγάδια είχα δίπλα, άνοιγα το στόμιο
κι εκεί κρυβόμουν. Ανάστατος με αναζητούσες,
έπαιζες το κομπολόι σου και συνέχιζες να
οσμίζεσαι τα χνάρια μου σαν το λαγωνικό πάνω
στην βουή του κυνηγιού.

Εφτάζυμο κρατούσες άρτο, πείναγα, νερό δεν
είχα μόνο το αίμα σου με έτρεφε και με
ξεδιψούσε και την ηδονή των ερτζιανών σου
κύκλων απολάμβανα ενοχικά.
Μόνη εγώ, μόνος εσύ όπλιζες το πιστόλι
και εφτά σφαίρες έβαζες για να σκοτώσεις
της λήθης το μοναχικό αγριοπούλι.
Βιαζόσουν κι ήταν Αύγουστος με πανσέληνο
μα εγώ μεταξωτά φορούσα ρούχα, έμπαινα
στην θάλασσα, σε ξεγελούσα.
Άπραγος στου θανάτου το γύρο με έστελνες.

Τα κονάκια μου νεκροί τα κατοικούν,
χώρος για να μπεις δεν υπάρχει και
στη μια μικρή σχισμή που έσκαψα διπλή
της έβαλα κλειδαριά ποτέ να μην με πιάσεις.
Μου φτάνει μόνο να σε θωρώ από εκεί
σαν αστακός να στέκεσαι μπροστά μου.
Εγώ παιδούλα ανεβασμένη πάνω στους δυο τροχούς
κι εσύ στηθαίο βουνίσιο πελεκητό.
Πάνε χρόνια που μες στην ομίχλη σε νιώθω
να καιροφυλακτείς να μπεις το κάστρο μου
δική σου να γεννώ έστω μια φορά  και νικητής
πλάι στα οχηρά μου να πεζοπορήσεις 
κραδαίνοντας ανά χείρας τον βαρύ οπλισμό σου.

Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2023

Ανεκτίμητο δώρο

Το σκαλιστό τραπέζι ήταν στρωμένο 
με το καλό λινό τραπεζομάντηλο, 
χειροτέχνημα της γιαγιάς, 
που έβγαινε αυστηρά και μόνο 
τις γιορτινές μέρες.
Κομψοτεχνήματα και τα δύο, των προγόνων
θυμητάρια ακριβά σαν τον έντιμο όρκο 
των μελλοθανάτων μπροστά στη μάντρα.
Ξακουστή κεντήστρα η γιαγιά είχε 
ξημεροβραδιάσει πολλές ώρες πάνω 
στο ύφασμα με τις μεταξωτές της κλωστές.
Ανεβατές οι βελονιές στους καφέ μίσχους 
και ψαροκόκαλο στα κίτρινα ανθάκια που
με πραγματικά ρόδα μαγιάτικα έμοιαζαν.
Κολλαρισμένο το είχε η μαμά κι αλέκιαστο
έμενε παρά τις τόσες χρήσεις του και πέρα 
ως πέρα υπερήφανο για τα χέρια που το 
υπηρέτησαν με μόχθο και υπομονή.
Πλημμυρισμένο πάντα μέσα στη λεπτή 
ευωδιά της λεβάντας καλοσυνάτα συνόδευε 
τις οικογενειακές συναντήσεις μας.

Έντυνε με χάρη το πανάκριβο ξύλο
του σκαλιστού τραπεζιού.
Μασίφ ξύλο τριανταφυλλιάς φερμένο 
απ' την μακρινή Λυών.
Ταξιδευτής ο παππούς σε ποντοπόρα 
πλοία πολλά έδωσε φράγκα δώρο 
να το κάνει στην καλή του μετά την 
συμπλήρωση δέκα συναπτών χρόνων 
γάμου. 
Γελούσαν κι έκλαιγαν κι οι δύο σαν το
απόκτησαν όπως τα παιδιά που 
κλωτσούν την μπάλα και βρίσκουν 
ίσα τα δίχτυα του αντιπάλου πριν τη λήξη.
 
Ένα τηλεγράφημα ήρθε και τα άλλαξε
όλα στο σπίτι.
Μαυροφορέθηκε η γιαγιά στην 
πληροφορία πως το πλοίο αύτανδρο 
βυθίστηκε στον ωκεανό δίπλα στα 
κοραλλιογενή νησιά.
Λόγια σκληρά σαν το ξεραμένο τομάρι  
στο τσιγκέλι της αποθήκης.
Δεν το χάρηκε ο παππούς το τραπέζι.
Δεν πέρασε το βλέμμα του όσο έπρεπε
κάτω απ' τα σκαλιστά με λεοντοκεφαλές πόδια.

Ο εγγονός, ο μικρός Μανώλης, συνεχώς
ρωτούσε για τον παππού τραβώντας
επίμονα την γιαγιά απ' το τσεμπέρι.
Απορούσε πως το στόμα ενός κύματος
μπόρεσε και τον κατάπιε. 
Μόνο τα κήτη καταπίνουν έτσι έλεγαν 
τα σχολικά βιβλία του μεγάλου αδερφού.
Τα κύματα δεν έχουν σαγόνια, κοιλιές 
ούτε στόματα για να καταπιούν έναν
άνθρωπο δυνατό σαν τον παππού δυο μέτρα μπόι.
Θα το νικούσε έστω κι αν ήταν αυτή η αλήθεια 
με το παλαιό μαυριτάνικο μαχαίρι που έζωνε
στη λουρίδα της δίπλα στην αγκράφα
με την γυμνή γοργόνα.....
Μεγαλώνοντας ο μικρός είχε να θωρεί δυο
αστέρια στο φόρεμα της πούλιας και να συνομιλεί 
μαζί τους κάθε που η οικογένεια τσούγκριζε τα ποτήρια.