Η παιδική μου ηλικία ασθενική είχε χροιά.
Με έπαιρνε η μαμά κούτσα στις πλάτες να με πάει στους γιατρούς, στις ξεματιάστρες,
στους πρακτικούς και στις τσιγγάνες.
Δεν κουράζονταν η μαμά, τα πράσινα μάτια της
δεν σφάλιζαν ποτέ.
Ένα κουτάκι είχε η μαμά με σύριγγες και βελόνες.
Στα σπίτια πήγαινε των άρρωστων παιδιών.
Η μαμά δεν κοιμόταν, πιστή στο καθήκον
της ξαγρυπνούσε δίπλα σε χαμηλούς σφυγμούς,
σε εμπύρετα μέτωπα και σε χείλη διψασμένα.
Το φοβόμουν αυτό το κουτάκι.
Τσίριζα σαν άνοιγε, απομακρυνόμουν, πήγαινα
στους αγρούς, ανέβαινα σε ταράτσες, στα
περβάζια χόρευα τρελαμένη.
Η μαμά με παρακαλούσε, εκλιπαρούσε
να έρθω κοντά της.
Η μαμά μια ξένη, με επιδέξια χέρια και καρδιά
σκοτωμένου ελαφιού, δεν με έπιανε, της ξεγλιστρούσα.
Το κουτάκι στο συρτάρι του μεγάλου τραπεζιού.
Κλειστό και δεμένο με ένα κουρελάκι από
το παλιό καλό μου φόρεμα.
Η μαμά φορούσε πάντα ένα μπεζ μπλουζάκι.
Οι βελόνες κρυμμένες και σφιχτοδεμένες.
Άφοβη τότε εγώ πήγαινα κοντά της.
Με έπαιρνε στα γόνατα, εκθείαζε την ομορφιά μου,
χαρούμενη τραγουδούσε και μου μιλούσε
για στοιχειωμένα σπίτια και γεφύρια.
Η αγκαλιά της μια μεγάλη φτερούγα που
μέσα της γαλήνευα, ταξίδευα κι ονειρευόμουν.
Το κουτάκι στο συρτάρι κλεισμένο.
Εγώ ένα σκιαγμένο παιδί.
Πώς να το πλησιάσω, πώς να το πιάσω
και να το καταστρέψω, στον ποταμό να το ρίξω;
Θάρρος δεν είχα.
Μία μέρα που η μαμά δεν καιροφυλακτούσε
κι όλοι έλειπαν από το σπίτι πήρα την μεγάλη
απόφαση, ξεπέρασα τις φοβίες.
Το κουτάκι στα χέρια μου.
Έφυγα τρέχοντας και λαχανιασμένη έφτασα
στο ποτάμι με ένοχο βλέμμα κοιτούσα γύρω.
Κανείς, η ώρα στο μηδέν.
Κατεβασιά είχε ο ποταμός, το πήρε το κουτάκι,
βαρκούλα που απομακρύνονταν έγινε.
Χειροκρότησα.
Ξελάφρωσα.
Το γέλιο μου δυνατό έφτασε ως το σπίτι.
Η μαμά κατάλαβε δεν είπε τίποτα,
η μαμά δεν με συγχώρεσε.
Τα γόνατα της ξένα.
Άλλα πια δεν μου είπαν τραγούδια αγάπης
κι ιστορίες με στοιχειά.
Φτερούγες ξανά δεν έγιναν για να ζεσταθώ.
Χιόνιζε μέσα μου, πάγωνα.....
Η μαμά μια τεράστια βελόνα να μου αγκυλώνει
ως σήμερα την καρδιά, πονάω.
Ναι, μού άρεσε πολύ. Πολύ όμορφο, Ελένη μου. Σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορείς να εξηγήσεις εύκολα το λόγο, που ένα ποίημα σ' αγγίζει περισσότερο. Το αφήνεις να το κάνει. Την καλησπέρα μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννη μου καλέ μου φίλε σε ευχαριστώ!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή