Έστω και με το ένα μου φτερό
καταφέρνω κοντά σου να έρχομαι.
Και που δεν με πηγαίνεις αγόγγυστα,
παντού, ακόμα και στις κάθετες
ανηφόρες που μισούν οι ακροβολιστές
κι οι νωχελικοί καλογέροι.
Ανοιχτή η καρδιά σου με δέχεται
όπως ένας προσκυνητής τον
καθηγιασμένο άρτο από το χέρι
του αλιέα.
Και που δεν σε βρίσκω.
Στις πλατείες με τα αγάλματα.
Στα λιθόστρωτα με τα ίχνη του κάρου.
Στα δάση και στις θάλασσές εκεί που
μπορώ να μετράω το μπόι μου μπροστά
από τα αειθαλή έλατα και απ' την
ατελεύτητη οργή των κυμάτων.
Φεύγεις, χάνεσαι μα πάντα επιστρέφεις
να μου χαρίσεις τη μαντεψιά
κι εκείνο το φτεράκι του αηδονιού
που βρήκες έξω από τη φωλιά του
την ημέρα της χειμερινής ισημερίας.
Έστω κι έτσι λαβωμένη
με ένα μόνο φτερό τα καταφέρνω
μια χαρά να σε πλησιάζω κι ας
αργοπορώ λίγο.
Το άλλο μου φτερό είναι χρόνια
που το έχασα.
Παρανάλωμα έγινε στις φωτιές
του Άι Γιάννη που πηδούσες αμάλιαγο
παιδί ακόμη.
Λίγο έλειψε να πάρω ολόκληρη
φωτιά και να καώ σαν τον Κερέμ.
Φορούσες κοντά παντελονάκια κι είχες
στα χέρια σου σφεντόνα χειροποίητη
από ξύλο οξιάς.
Με αυτή με λάβωσες.
Το κατάλαβες.
Γελούσες σαρκαστικά.
Έτρεξα να σου ζητήσω το λόγο,
μες στις φωτιές μπήκα να
σε φτάσω κι εκεί απώλεσα τη δεξιά
μου φτερούγα.
Θύμα έγινα ενός έρωτα παγαπόντη
κι υστερόβουλου
Σε ακολουθώ απο τότε λαχανιασμένη
όπως ακολουθούν τα μάτια του παιδιού
τις περιστροφές της σβούρας
στο τελευταίο σκαλοπάτι του Αναπλιού
την ώρα που δύει ο ήλιος βάφοντας
με κόκκινο βαθύ τις πολεμίστρες.