Η θάλασσα στα βάθη της
πήρ' έναν ναύτη....
Αλιεύσαμε από τη θάλασσα
ένα μεγάλο όστρακο.
Υπερμεγέθες.
Δεν εκλεινε μέσα του
θησαυρούς ή μαργαριτάρια
παρά μονάχα την πίκρα του
ψαρά που ναυάγησε μαζί
με το σκάφος του μπροστά
στο αγριεμένο μάτι του βοριά.
Δεν απόμεινε τίποτα
μόνο οι στεναγμοί της γυναικός
του και των παιδιών του
το βρισίδι.
Τον έψαξαν οι αρχές.
Τον κάλεσε η εκκλησία.
Τον φώναξαν οι γλάροι.
Άδικος κόπος, το αίμα του
δεν γύρισε πίσω.
Χάθηκε.
Ένα κήτος τον γυρόφερνε
στην αρχή μα αυτός δεν του
έκανε τη χάρη, του προέταξε
την άρνηση του απλώνοντας
τον δείκτη επιδεικτικά
Αιωρήθηκε το σώμα του
μακριά πολύ απ'τα πορτοκαλί
κοράλλια όπου είχε καταλήξει.
Άνεμος έγινε που στοιβάζει
τα φύκια στις ακτές.
Περνάει τώρα από κοντά μας,
άκουσε το, και μας τρομάζει.
Περνάει η πίκρα του στα χείλη
μας και μας εξοντώνει.
Το μεγάλο όστρακο άδειο
σαν τα μάτια του ζωγράφου
στα χέρια μας απόμεινε.
Δεν αποκαλύψαμε σε κανέναν
το μυστικό μας, το κρύψαμε
καλά.
Σταλιά σταλιά στραγγίξαμε
την πίκρα του μέσα μας κι ένα
καντήλι ανάψαμε για το
συγχώριο στο ξωκλήσι
με τον αγριεμένο Ποσειδώνα.