Τρίτη 30 Ιουνίου 2020

Στο αγρόκτημα

Haibun

Στο αγρόκτημα

Κάθε απόγευμα πήγαινε να ποτίσει τα ζαρζαβατικά στο αγρόκτημα.
Έπαιρνε μαζί της και τον σκύλο της. Σαν αποτελείωνε τις δουλειές άρχιζε
να μαζεύει ανθούς και να φτιάχνει στεφάνια.Τα φόρτωνε στην καρότσα και
με αυτά στόλιζε όλα τα χαμόσπιτα του συνοικισμού. Να έχουν οι φτωχοί να
 χαίρονται να μην φεύγει σαν αδέσποτη σφαίρα ο πόνος και χτυπά την καρδιά.

Στο αγρόκτημα
διπλές οι παπαρούνες
περίσσια χάρη  

Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Απόβροχο

Στ' απόβροχο – Περιδιαβαίνοντας

Απόβροχο κι έμεινα σπίτι παρακολουθώντας
διπλά ουράνια τόξα στην εμπατή του ουρανού.
Μόνη κι απόμακρη ήμουν κι άρχισα να ανασυντάσσω μνήμες,
ανοίγοντας παράθυρα στο παρελθόν.
Χνώτιζα τα τζάμια κι έγραφα τ' όνομά μου
κι ονόματα παλιών αγαπημένων που στην χλόη τώρα κοιμούνται.
Ελένη, Μελισσάνθη, Αλέξανδρος, Ευριπίδης, Μάριος, Ιωάννης.
Έβαζα και τζίφρες από κάτω ολοκληρωμένη να 'ναι η παρουσία τους.
Φοβόμουν να μην ξεχάσω κανένα όνομα μη μου διαφύγει καμιά συλλαβή.
Φοβόμουν μη σβήσει το πράσινο φωτάκι των αναμνήσεων
και δεν μνημονεύσω την ύπαρξή τους πάνω στην επιφάνεια του κρυστάλλου.

Θυμήθηκα την θεία Ασπασία που σε χαρτάκια έγραφε τα ονόματα των απόντων
Υπέρ αναπαύσεως: Αναστάσης, Μιχάλης, Βαρβάρα και Καλλίμαχος
Άγνωστος ο Καλλίμαχος στο γύρω περιβάλλον.
Ίσως κάποιος κρυφός εραστής της ή ένας ανικανοποίητος έρωτας.
Ποιος ξέρει, δεν της έπαιρνες κουβέντα της θείας Ασπασίας
Ωραίο όνομα έλεγα, με έθελγε η μαχητική του διαίρεση.
Μάχη, Μαχητής, Μάχιμος.
Δεν μιλούσα σε κανέναν, καλά κλείδωνα τα μυστικά μου.
Μάχη, Μαχητής, Μάχιμος
Η θεία έφτιαχνε πάντα τα μαλλιά της κότσο,
φορούσε άπειρα βραχιόλια και δακτυλίδια
και τα φορέματα της ήταν πάντα λουλουδάτα και στενά.
Όμορφη υπήρξε κι είχε πάντα το άρωμα των ζουμπουλιών και της βανίλιας.
Ευωδίαζε το σπίτι ευωδίαζαν οι γειτονιές και τα στενάκια.
Ανθούσαν τα πεζούλια, ανθούσα κι εγώ μαζί τους
Ζουμπούλι κι άνθος βανίλιας.

Χνώτιζα τα παράθυρα μα έτρεχε το νερό παρασύροντας τα δημιουργήματά μου.
Ξανά απ' την αρχή να επιμένω στο κάστρο της ανάμνησης να μπω.
Μ' ένα δαδί στο χέρι για να φωτίζω τ' αγάλματα με τα λαμπρά ονόματα:
Ελένη, Μελισσάνθη, Αλέξανδρος, Ευριπίδης, Μάριος, Ιωάννης.
Καθάριζα τις μουντζούρες απ' τις άδειες τους κόρες τα περιποιόμουν.
Τα μάλωνα να πέφτουν νωρίς για ύπνο.
Τ' αγάλματα κοιμούνται πολύ λίγο,
σαν να φοβούνται προκρούστεια μην γίνει η κλίνη τους.

Καθάρισε ο ουρανός, φύγαν τα ουράνια τόξα.
Άνοιξα το παράθυρο να μπει η μυρωδιά της βροχής έστω καθυστερημένα.
Είχε μουδιάσει το δάκτυλο μου, δεν μπορούσα άλλο να γράψω.
Μόνο έσβηνα, έσβηνα, έσβηνα με την άκρη της κουρτίνας έσβηνα
τα λαμπρά ονόματα των απόντων.
Χτύπησε το κουδούνι κι ήταν η θεία Ασπασία με το γνωστό χαρτάκι.
Με παρακάλεσε να πεταχτώ ως την εκκλησία.
Είχε ένα βαθύ τραύμα στο μπράτσο.
Αιμορραγούσε.
Υπάκουσα και στο δρόμο αίφνης μου ΄ρθε μια ιδέα.
Να δώσω και τα δικά μου ονόματα:
Ελένη, Μελισσάνθη, Αλέξανδρος, Ευριπίδης, Μάριος, Ιωάννης,
γραμμένα στο μεταξωτό μου μαντήλι μιας και μου 'λειπε το χαρτί
Στην εκκλησία ο ιερέας με κοίταξε ενθουσιασμένος και διάβασε πρώτα
τα δικά μου ονόματα.
Το χαρτάκι της θείας Ασπασίας το πέταξε
σ' ένα καλάθι ψάθινο μαζί με τους άρτους.
Στο μετάξι πρέπει να γράφονται τα ονόματα μου είπε .
Είναι πιο ευανάγνωστα κι οι αγαπημένοι αυτό μου ζητούν.

Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Μέθεξη

Απόπλους - Βικιπαίδεια

Φαρμάκι ήπιε το ποίημα απόψε,
απ' ένα μικρό φιαλίδιο από φυσητό πράσινο γυαλί.
Διογκώθηκαν οι φλέβες του κι ασύστολα πάλλονταν.
Κιτρίνισε το πρόσωπό του σαν χλόη απότιστη από καιρό.
Το κουρασμένο βλέμμα του αιμάτινος έγινε χάρτης.
Βημάτισα στην απεραντοσύνη του κι άμαχους
βρήκα νεκρούς σε βάρκες στοιβαγμένους.
Το αφουγκράστηκα και κομμένες είδα αμαρυλλίδες
στο δρόμο παρατεταγμένες από χέρι νευρικό χωροφύλακα.

Βογκούσε το ποίημα κι ήταν το άκουσμα του σαν βρυχηθμός θανάτου,
σαν ουρλιαχτό μακρόσυρτο σε θάλαμο νοσηλείας.
Φοβήθηκα και βόμβοι ήρθαν στ' αυτιά μου.
Βόμβοι και δυο κηλίδες αίματος στα δάκτυλά μου ανάβλυσαν.
Πληγώθηκε το ποίημα, λυγούσε στην θέασή μου.
Κι εγώ το γνοιάστηκα σαν τον άνθρωπο που δεν έχει σφραγίδα στην καρδιά,
σαν τον ναυτίλο που έχασε το πρώτο του μπάρκο
Πού να το κρύψω έτσι που είναι φρενιασμένο;
Στους όγκους των βιβλίων δεν χωρά
Στους κλάδους της λεύκας γρατζουνίζεται.

Το πήρα στα χέρια μη μου λιποψυχήσει.
Χλωμό ήταν το σώμα του, άκαμπτο ήταν το χέρι του,
μια πένα προεξείχε με μελάνη πολυχρονισμένη.
Την πήρα στο χέρι μου κι άρχισα νότες να του γράφω.
Νότες και στίχους με άρωμα γιασεμιού.
Κι άρχισε το ποίημα να μιλά ν' αλλάζει όψη και μορφή.
Χρυσαφένιες είχε πλεξίδες και ρόδα στα χείλη κόκκινα.
Άσπρο είχε το λαιμό και διαυγές το βλέμμα ολογάλανο.
Με βαθιά νυχιά κατέστρεψε τους βυθισμένους χάρτες.
Με τεντωμένα τα χέρια χαιρέτησε τα αρπαχτικά που χαμηλοπετούσαν.
Στο πλάι του στάθηκα κι εφάμιλλη του έγινα τεχνίτρια.
Το αποχαιρέτησα κι είπαμε να βρισκόμαστε τις νύχτες στα όνειρα.
Μωβ θα φοράει φόρεμα κι εγώ μια εσάρπα λευκή.
Έτσι αγαπήσαμε τους πανσέδες, τις κουτσουπιές και τα κρίνα τ' Απρίλη.
Σύντροφοί γίναμε κι όλες τις νύχτες δεν αλλάζουμε πλευρό,
παρά ταξιδεύουμε γαλήνια με ούριους άνεμους
και μια τσιγγάνα δίπλα μας ρίχνει τα χαρτιά. 

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Απρόσμενα

Τρεις σπουδαίοι σολίστ σε ένα ρεσιτάλ πιάνου | naftemporiki.gr

Ήταν καιρός για να φύγει.
Θα μάζευε σε μια παλιά βαλίτσα τα βασικά.
Δυο αλλαξιές, τρία ζευγάρια γάντια, τις εσάρπες της,
τα μοκασίνια της και τον στενό κορσέ της.
Μαζί θα έπαιρνε μια στοίβα χειρόγραφα
απ' την εποχή των πρώιμων φόβων.
Καιροί επεισοδιακοί με τσιτωμένο το δέρμα.
Με καφέδες και τσιγάρα σκέτα,
με αχόρταγα χάδια και λόγια ψιχαλιστά πάνω στα βιβλία.
Μεστά χρόνια, γεμάτα ανεπίδοτες επιστολές.
Η πένα πήγαινε από μόνη της.
Η φλέβα χόρευε πάνω στο πληκτρολόγιο σαν πεταλούδα.

Ήρθε η στιγμή να πάρει αποφάσεις.
Χόλωνε το πόδι της μνήμης και πονούσε.
Τσίτωνε και το μικρό σημάδι στο λαιμό της.
Καιρός λοιπόν να ανασυνταχθεί.
Α! να μην ξεχάσει τα καπέλα της, ειδικά αυτό
με τα φτερά της στρουθοκαμήλου και το τσαλακωμένο γείσο.
Δώρο ενός παλιού εραστή της.
-Μεγάλος έρωτας γεμάτος πυρωμένα καρφιά κι αμαρτία-
Να μην ξεχάσει κυρίως να βαφτεί.
Έπρεπε να δείχνει ξένοιαστη, έπρεπε να μοιάζει ωραία,
σαν μια θεατρίνα πάνω στη σκηνή με φανταστικούς θεατές.

Ακόμα δεν στέγνωσε το δάκρυ και το πύον ρέει στο μέτωπο.
Τέλος οι αναβολές κι οι αμφισβητήσεις.
Ο σκύλος γάβγιζε, θα τον έπαιρνε μαζί της.
Ο τελευταίος πιστός συνοδός της.
Την παρακολουθούσε στωικά,
όση ώρα τακτοποιούσε τα λιγοστά της υπάρχοντα.
Έβαλε την χτένα στα μαλλιά της, σκάλωσε, τα έδεσε κότσο.
Τίναξε την στάχτη στο πάτωμα, έφευγε...
Το πλοίο θα την πήγαινε σ΄ένα άγονο μέρος.
Στο πρακτορείο έβγαλε δυο εισιτήρια, δεν πειράζει.
Ίσως και να ξεχάστηκε, που να ξέρεις.
Αχ! αυτή η δύναμη της συνήθειας.
Πώς να ξεμάθεις το μαζί;
Πώς να ξεφύγεις από το όλον;
Πάτησε τα πλήκτρα στο πιάνο, σκόρπισαν οι νότες και τύλιξαν τη σιωπή.
Το αγαπημένο του κομμάτι.
Θα το έπαιρνε μαζί της, να λικνίζεται πάνω στο κύμα.
Τράβηξε την πόρτα με δύναμη και πάτησε την σκανδάλη επιδέξια.