Η ποίηση πήρε ανάρριχτο ένα βλέμμα
Το έριξε στη πλάτη σαν το δισάκι του ψαρά
Που επιστρέφει από την μεγάλη τάπια
Με ένα ολόχρυσο καρφί πάνω στο χείλος
Της αυγής
Τα βλέμματα υποφέρουν στις σκιές
Ζητούν ανοιχτωσιές
Πλαγιαστά κοιμητήρια λατρείας
Θαμώνες να ξεκουραστούν
Κι ένα τσίγκινο πιάτο να καταθέσουν
Σεπτά τα ανομήματα τους
Οι αμαρτίες πληθαίνουν τα ηφαίστεια της στάχτης
Ημιτελές αφήνουν το τοπίο
Τι άλλο να κάψεις
Μόλις χτες απήγγειλες τα μελαψά ποιήματα
Του Αυγούστου σε περιπλανώμενα τρένα
Σιγούσαν οι σταθμοί
Μπάρες ανεβοκατέβαιναν
Ο σταθμάρχης έπαιρνε το σκαλιστό
Μονοπάτι του φάρου αγκαλιά
Κι ένας τσιγγάνος με τραχύ μουστάκι
Άναβε τη φουφού να ζεσταθεί
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ενοχής
Η ποιήτρια κι ο ταξιδιώτης έβρισκαν
Χαραγμένες αμφίσημες πνοές στο παγκάκι
Παρατεταγμένη η ζωή
Ασαφή τα σημεία
Ένα στιλέτο προεξείχε
Το θηκάρι, δερμάτινο ανθοδοχείο
Με δυο κρίνα πάλλευκα τρέμιζε…
Τι να αποστηθίσεις;
Συλλάβιζες μια χαρακιά
Αντάμωνες δυο λέξεις
Αντιμέτωπες σε κυριακάτικα τραπέζια
Αυτές που πάντα ψιθύριζες
Όταν η αρμύρα έκαιγε τα βλέφαρα
Με καταιγιστικούς στίχους
Δεν θυμάσαι!
Εμπνεύσεις περιχαρακωμένης στιγμής
Το κάδρο στο ημιυπαίθριο καφενείο
Ανέδυε το άρωμα του άδειου σπιρτόκουτου
Καθημερινά λόγια μονολογούσε το άγαλμα
Στην απέναντι πλατεία
Χρυσό καρφί το βλέμμα στο πάνω χείλος
Της σιωπής
Ημέρωνε το ψύχος στο πρόσωπο σου
Ο υπνοβάτης ξεχνούσε στον ύπνο τα χέρια του
Χτυπούσε τη πόρτα
Φοβόσουν να ανοίξεις
Δεν άνοιγες
Πώς να επισπεύσεις ένα χειροφίλημα
Απόλυτη ησυχία
Το ποίημα τραβούσε σε μάκρος
Περιέφραζες δυο τρεις χρήσιμες λέξεις
Για να ξεχνιέσαι
Κι αναπηδούσες χαμογελαστός
Στην διαχωριστική γραμμή του τρόμου
Αναπολούσες το παρελθόν
Τους ανέφελους πλανήτες των ονείρων σου
Κι αφοσιωνόσουν στον αιφνίδιο θάνατο σου
Χρυσό καρφί το βλέμμα πάνω στο χείλος
Της ζωής