Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

μοναξιά

Το κλαδί της μοναξιάς τρίζει
Μαζεύονται έντομα με μυριόφορα φτερά
Ακουμπούν τα λεπτά τους πόδια στις στέγες
-Εκείνες που ένα βράδυ εσύ εγκατέλειψες-
Πετούν με συστολή σε ένα αναχωρητικό χρώμα
Και διασκεδάζουν με τη καρδιά
Του άδειου κελύφους τους
Το κλαδί περισφίγγει τη μοναξιά με υγρά γάντια
Και το κομμένο νούφαρο της λίμνης
Αναθρώσκει ασημένια κύμβαλα βροχής
Στάσου, κερνάω απόψε άφιλτρο τσιγάρο
Σε χαρτί ποτισμένο με άρωμα βανίλιας
Οι εξώκοσμοι ναύτες φωτογραφίζονται δίπλα
Στα εξογκωμένα μάτια της νεκρής ακρίδας
Μεταμφιέζομαι σε γύρη
Και παίζω στα χέρια μια πολύγωνη κερήθρα
Η μέλισσα είναι κατά δική μου
Μου περιφράζει οράματα της νύχτας
Όταν σεπτά αναγεννιούνται
Τα λεπιδόπτερα μάτια της χλόης
Η πατίνα της μοναξιάς εξαπλώνεται στο δασύλλιο
Άκου το βόμβο των εντόμων
Στη μετάσταση της πεταλούδας
Άχρονος ο θεός επιστρέφει

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

τελετουργία

Μια κάθετη γραμμή τέμνει το ποίημα
Από άκρη σε άκρη
Δυο ημισέληνα πορτοκάλια
Το πολιορκούν
Χυμοί και γεύσεις φυλάττουν
Την σκληρότητα της εαρινής ισημερίας
Οι άρρωστοι ποιητές κρατούν
Ένα άδειο όπλο
Κάτω από το μαξιλάρι τους
Δεν ξέρουν πια που να το εμπιστευτούν
Μαζεύτηκαν σκιές
Και τα λόγια διάβηκαν
Κρότοι χάνονται μέσα στην ηχώ των θαλασσών
Σαν τα λησμονημένα πασπαρτού
Στο συρτάρι της υπέργηρης φύσης
Άνοιξη ήρθε και μια οριζόντια γραμμή
Τέμνει τις σκιές
Στο γυάλινο φορτηγό της σελήνης
Αγάπησες τις συνθέσεις των άγουρων κηπουρών
Τα τελετουργικά σκήπτρα της ένοχης βροχής
Τα ηλιακά ρολόγια που αργά έσβηναν
Στο επαναστατημένο πάρκο
Κανένα φύλλο δεν αναζήτησε
Τον εκλιπόντα καρπό του
Στο κήπο της Εδέμ λυπημένη αργοσβήνει
Η συμπαθητική μελάνη των σύννεφων
Και μια πέτρινη λεοντή χειροκροτεί συνεπαρμένη
Τις ωδές της κόλασης

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

η νύχτα μας αποκρούει

Νυχτώνουν οι άμαξες στα πέτρινα
Μονοπάτια του βιβλικού τόξου
Οι ρίζες τρίζουν ρυθμικά
Κάτω από τα ροζακιά
Πέλματα των μπαλαρίνων
Βυθισμένη μπρος στον καθρέφτη
Νοστάλγησα λίγη σκόνη από το είδωλο σου
Ψαύσε τα χέρια της μάγισσας
Στο μεσοστράτι των σελίδων
Ακούμπησε τρεις συλλογές ποιημάτων
Τον άνεμο ψαύσε
Την γιορτή
Την αριθμητική μοίρα των φωνηέντων
Το αηδόνι που αποθαρρημένο
Αποσκίρτησε από τα μάτια μου

Μελάνι έγινα και μούσα
Στους βοτσαλωτούς κήπους του έρωτα
Έμβλημα ερμητικής γραφής
Στο προπύργιο της ανέκφραστης καμάρας
Ριγούν τα γεφύρια
Σεισμοί καταφτάνουν και γέλωτες
Στην ελαιογραφία του δυτικού κωπηλάτη
Χρώματα σφίγγουν το περιλαίμιο
Σημάδι της τύχης
Παραμορφώσεις υδάτων δίπλα
Στο καιόμενο σπυρί της άμμου

Εμβρόντητοι οι αμαξηλάτες ζήτησαν
Κανόνα και γνώμονα από την
Απελθούσα γεωμετρία
Κρύψε τη πένα σου άσκοπα το αίμα
Μη σχηματίσει ιριδισμούς
Στη βαλβίδα της γης
Που είναι το πέλαγος;
Ποτέ δεν πίστεψα στην ακίδα του πόνου
Στον δρυμώνα του Καύκασου
Κρύβω το χαμόγελο μου
Ψαύσε το σώμα μου
Και γαλήνια αποκοιμήσου μέσα
Στον αποδημητικό χνώτο των δελφινιών
Αδεής πρόστρεξα στους αιματοδείκτες σου
Και στο λοφίσκο του Βορρά
Έστησα αντίσκηνο
Προς δόξαν της πλανητικής Αγάπης.

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

οιωνοί

Απομονωμένα τα χέρια συντρίβονταν
Πάνω στο γλωσσίδι του αιώνιου πεύκου
Ανταύγειες σιωπής παρακολουθούσαν
Το τεφρώδες ρετσίνι του λυκόφωτος
Στην ανέσπερη ακτή

Κόλλαγε το όστρακο πάνω στο δέρμα
Κι ένας μικρός κατασπαραγμένος
Ιππόκαμπος αναθεμάτιζε
Τους δερμάτινους ιμάντες της παλίρροιας

Ήρθαν αργά οι μέρες
Με τις τρέμουσες Ειδήσεις
Το απόκομμα κιτρινισμένο
Λαμποθωρούσε πλάι στο χείλος του ποτηριού

Σαν να μιλούσε ξάφνου η πέτρα της λατρείας
Ένα αγόρι τη συνόδευε σαστισμένο
Κραυγές και βόγκοι χωρίς ικέτες
Στο κοιμητήριο μύρα ανάβλυζαν
Οι κορδέλες της αρχαίας Βιολέτας

Λιωμένο σίδερο και φωταψίες
Χωρίς ούτε ένα κορμί για θυσία
Άδεια η σκελίδα του βολβού
Στη παλάμη κρυμμένο ένα
Αγριοπερίστερο χωρίς ταίρι

Πάνω στα χαλίκια κάλπαζε
Ένα άλογο με οπλές στεγνές
Ακολουθούσες προτάσσοντας τα αόρατα
Μαστίγια του μαΐστρου μες το σκοτάδι

Η νύχτα κοιμόνταν πάναγνη
Δίπλα στις συστάδες των σκίνων
(λιτάνευες το λείψανο του
Απαγορευμένου Ονείρου)

Στα χέρια σου λάκτιζαν
Κρύσταλλοι αλατιού
Σπήλαια γεμάτα θειάφι
Κι αιφνίδιοι γέλωτες μαγισσών
Παγωμένοι συσπώνταν
Οι μύες του κάκτου

Απομονωμένοι έρωτες ξαγρυπνούσαν
Σιγοψιθυρίζοντας τα μυστικά
Της λευκής παρειάς
Το πρωί έφυγες χωρίς ούτε μια λέξη
Δεν πολυπίστευες στην ενσάρκωση των οιωνών

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

σπειροειδείς πορείες

Αφαίρεσε το τελευταίο απόστημα
Από το δεξί του πέλμα
Ανάλαφρος τώρα περπατούσε
Πάνω στο λείο έδαφος
Στιλπνό το χάδι της γης
Η αυταρέσκεια συνομιλούσε
Με τους ήχους των άρρωστων κυττάρων
Μεγάλη μητέρα η γη τον πρόσταζε
Για μια μοιραία έξοδο
Στα τσακισμένα αγγεία του πλήθους
Απαιτητικό το άγγιγμα σαν τις θωπείες
Της νεαράς σελήνης στο μεταλλικό
Βλέμμα της ύαινας
Τον διαπερνούσαν
Άκουγε τον ήχο του χώματος
Και τους χυμώδεις βόγκους της πέτρας
Ένα ακυβέρνητο καράβι αγκυροβολούσε
Στα πειρατικά του χρόνια
Ξάρτια οι φλέβες κι ένα σκισμένο ιστίο
Αλάφραινε την καρδιά
Σαν το βουβό ηφαίστειο που αιώνες πριν
Βούιζε στα χέρια του
Θέλησε να προσευχηθεί στον Θεό
Των παιδικών μυστηρίων
Αίφνης άλλαξε γνώμη
Στη μεγάλη λεωφόρο αναζήτησε μια μικρή γωνιά
Εκεί θυμάται είχε κρύψει εχτές μόλις
Ένα μικρό θησαυρό
Λεγεωνάριος η μήπως σταυροφόρος
Τιμαλφών αισθημάτων
Σιώπησε κι έθαψε τον μονόλογο του
Στην άκρη της διαχωριστικής μπάρας
Αρρωστημένη αυτοσυγκέντρωση στο διαρκές
Παίγνιον του ποιήματος
Η μοναξιά θεοποιούσε μικρές ανάσες
Ιδιότυπος προσκυνητής με μιαν αξίνα
Στο χέρι κατέβαινε τα σκαλοπάτια της γης
Μελαψός ανθρακωρύχος
Στα ορυχεία του έτρεμε μια παγωνιά
Χωρίς μια σπίθα ακροβασίας
Πως ξεγελάστηκε
Οδοιπόρος μοναχικός μετρούσε τώρα με επιφύλαξη
Τα αποστήματα στη ράχη της ασφάλτου
Στο δεξί του πέλμα φυγόκεντρες δυνάμεις
Τον περιέλουζαν με το χνώτο του θανάτου
Γύρισε στο σπίτι ξημερώματα
Στο δωμάτιο είχε ενσκήψει
Ένα πράσινο μαραμένο φύλλο
Κι ένα ιριδίζων φτερό παγωνιού
Πέρασε είπε η εποχή των φυτολογίων
Κι αποκοιμήθηκε μέσα στη ζεστή
Ελαφρότητα των σελίδων
Χαράζοντας ερμάρια και στοές στον
Εκκωφαντικό ερειπωμένο πύργο του ύπνου
Δεν είχε αλλάξει τους σελιδοδείκτες
Στην αχλή του πρωινού
Σπειροειδείς πορείες γονιμοποιούσαν
Την εσωτερική γεωγραφία

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

τόποι της φαντασίας

Σύνορο δεν έχει η ζωή
Οι μηλιές ανέβαιναν τεθλιμμένες
Ως το πευκοδάσος
Έστηνες αυτί, αφουγκραζόσουν
Έναν αχνό χτύπο κάτω από τη φλούδα του μήλου
Η ζωή προχωρούσε αδιάφορη
Κρατώντας σε σφιχτά με το μαντήλι του χορού
Ταξιαρχίες πελεκάνων σου προσφέρανε
Ένα νεογνό λιγόζωο όνειρο
Σαν εκείνο που έβλεπαν
Οι στεφανωμένες κόρες της μαρμάρινης κρήνης
Και ξυπνούσαν ακροπατώντας
Στα σιταροχώραφα των πένθιμων βιβλίων
Που θλιβερά έκρυβαν μες το σεντούκι
Με τα οικογενειακά κειμήλια
Έτριζε σπασμένο το δύσμορφο ράμφος
Του πολύχρωμου παπαγάλου
Αναπαράγοντας σκηνές συγχορδίες εικόνων
Και ήχους αναίτιων στιγμών….
Ένας διαβάτης έδενε το κορδόνι του ήλιου
Ο δασοφύλακας είχε χάσει το κλειδί
Της φιλύρας στο δάσος των λέξεων
Ένας καμηλιέρης ξαπόσταινε
Στο πανδοχείο της όασης
Κι ένας μικρός κηροπλάστης συνομιλούσε
Με το γλυπτό της πλατείας
Μικρά λιγόζωα όνειρα μέσα στους σπόρους
Της τετριμμένης αλφαβήτα
Πονούσε ο στίχος στο χέρι
Ματαιοδοξία και φθόνο
Χάιδευες ανύποπτος και αδρανής
Αμαρτωλές υπόσκαπτες αυταπάτες
Σύνορο δεν έχει η ζωή
Μέσα στη σάρκα του μήλου το μικρό σκουλήκι
Άδειαζε τα στενά διαμερίσματα
Της πεινασμένης μνήμης
Μόνο τα όνειρα των παιδιών κρατούν
Τη κοφτερή γυαλιστερή λάμα της απεραντοσύνης
Σηματοδοτούσες τα όρια σου
Με λεκτικές παραισθήσεις
Απαριθμώντας τους βωμούς
Που το μέλλον έστηνε μπροστά σου

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

αποκομιδή

Σπαράζουν πράσινες φολίδες στο σώμα
Σηκώθηκαν χαρταετοί με ενάλιους
Βοστρύχους
Φανοί του ανέμου
Φωτοσκιάσεις απογυμνώνουν τον αντίχειρα
Εκεί που αναβόσβηνε πέτρινο το βλέμμα της τίγρης
Κλειστοί οι πόροι ωσάν την κλειστοφοβική
Επιφάνεια του θαλάσσιου οψιδιανού
Μικρές κοφτές ανάσες με εκπορθούν
Έρπω στον χρόνο του ανεκπλήρωτου
Αμαρτωλός εραστής πάνω στο πανσέληνο χνούδι
Των αμαξοστοιχιών που έφυγαν
Δεν κοιτάζω το ρολόι
Ακροβατώ στην αφή του στίχου
Και ωριαίους έρωτες απομυζώ
Μια σπίθα εξουσιαστής καίει δευτερόλεπτα τσιγάρα
Υπερπλήρης ο Αύγουστος επιστρέφει
Συνομωσία των αστέρων
Κι ο εφιάλτης έχει διαβεί
Κρατώ σφαλιστά τα κλειδιά του απείρου
Μικρή κόρη του κόσμου με ραβδοσκόπους
Διάττοντες αστέρες στο χέρι
Στα κρύα πλήκτρα σου απένθητος ενέδωσα
Πένητας και προσκυνητής ορκίζομαι σιωπές
Και Βόρειες ακτές εξερευνώ
Ψάχνοντας το υγρό κόσμημα που θαλερά στολίζει
Της νύκτας το κρουστό λαιμό
Εικονοστάσι και προσκυνώ
Μια άρπα διακυβεύει τους ύμνους
Αποκομιδή Αθανάτων
Μέσα στην θύελλα επωάζω το ηλεκτρονικό μου
Περίστροφο
Σπαράζουν πράσινες φολίδες στο σώμα