Κυριακή 30 Απριλίου 2023

Το εκτόπισμα του ποιήματος

Στη χαρούλα

Στεγνός ο ουρανίσκος μου
από καιρό δεν με αφήνει
να μιλήσω, ούτε να απαγγείλω
το ποίημα που κυοφορήθηκε
εντός μου.
Είναι που νήστεψα τα φιλιά σου
πολλά χρόνια και μόνη έμεινα
με μαύρο ρούχο και με
πεταλίδες στα χέρια
να μετράω των κυμάτων
το ρυθμικό πήγαινε έλα.
Σε ένα βράχο κατοικώ
έξω από του κόσμου
τη συνεχώς μεταβαλλόμενη
συνάφεια.

Γλάροι με συντροφεύουν
κι ένας μικρός φαροφύλακας
μου ιστορεί τα θαύματα
της θάλασσας.
Φορά το ναυτικό κασκέτο 
του παππού του
κι ένα παράσημο φέρει
στο στήθος από απερχόμενες
ήττες.
Είναι σοβαρός σαν δάσκαλος
πρωτοετής κι όταν
δεν περνάει καράβι
ψιλοκουβέντα μου πιάνει.
Μου μιλάει αργά
για γοργόνες, για θαλάσσια
τέρατα, για ναυαγούς και
για βυθισμένα καράβια
που τάφος έγιναν με
πάμπολους νεκρούς στα σπλάχνα τους.
Ωραίοι νεκροί που καρτερούν
στα θαμπά φινιστρίνια πιασμένοι
να έρθει το ναυαγοσωστικό να τους σώσει.

Έρμαιο των φιλιών κύμα 
και πάναγνη τον παρακολουθώ
εκστασιασμένη.
Με την φωνή μου χαμένη
νεύματα πολλά του κάνω.
Με καταλαβαίνει καθώς
γνώστης είναι των σωμάτων
ιδίως των αγιασμένων
από της αγάπης τον
ιερό βασιλικό.
Κάποιες φορές μάλιστα
του ανοίγω την καρδιά μου
διάπλατα για να με διαβάσει.
Αναστατώνεται, βλέπει
τις πληγές μου, διαβάζει
τους κρυφούς κώδικες μου,
τα ποιήματα εξετάζει
κι από τα βάθη της σκάβοντας
παίρνει αίμα για να γράψει
ένα εξόριστο πρελούδιο
της λήθης δοσμένο.

Στα τόσα χρόνια που ζούμε κοντά
πολλά μου έχει κλέψει ποιήματα.
Μάλιστα χτες με πληροφόρησε
πως επιτέλους την πρώτη του
θα βγάλει συλλογή.
Δεν τον κακιώνω, άφωνη μένω
και τον αφήνω καρτερικά
μέσα μου να έρχεται.
Άλλωστε ξέρω πως για εμένα
όλα τα ποιήματα της καρδιάς
άκλαυτα πήγαν από
τη μακρινή εκείνη στιγμή
που με μεθούσε η ηδονή
των ονειρικών ενυπνίων.

Του τα παραχωρώ λοιπόν εύκολα
χωρίς τύψεις ή υστεροβουλία.
Όλα δικά του είναι μόνο
ένα κρατώ για εμένα.
Αυτό το δικό σου που
για χρόνια δέκα το κρύβω
πάνω στον ουρανίσκο μου
Αυτό δεν τον αφήνω
να μου το πειράξει.
Τη γλώσσα μου βάζω
για φρουρά, δεν το βλέπει,
δεν το ακούει μιας
και οι στίχοι του έρωτα
στη σελήνη είναι δοσμένοι
και μόνο άναρθρες βγάζουν
κραυγές.

Δεν σου τελείωσα....
Επινοώ συνεχώς πονηρά 
τεχνάσματα, το στόμα κλείνω ερμητικά,
μάσκα φορώ και βέλο
χαραμάδα να μην βρει
και του αποκαλυφθεί ο λόγος.
Εσύ ο αποκλειστικός αποδέκτης του.
Εσύ η μούσα μου.
Εσύ τα παχιά μούσκλια
που με αυτά σπιτάκια
στήναμε μικροί στα ξέφωτα.
Σε προσμένω, μπούκωσε
το στόμα μου, αναπνοή δεν βγαίνει
και το σάλιο μου πύκνωσε και με
σταλαγμίτη μοιάζει.
Έλα εδώ φιλιά για να φέρεις.
Κρυώνω πλάι στη θάλασσα
και το σπήλαιο που έχω διαλέξει
δεν με χωράει.
Βαρέθηκα να ακούω και τις ιστορίες
των καταποντισμένων.
Με σφίγγει ο γιακάς,
με πνίγει και το ποίημα,
βαρύ το εκτόπισμα του.
Το τελευταίο έλα να ανοίξεις
κουμπάκι από το ριχτό μου
πουκάμισο αναπνοή για να πάρω.