Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024

Γαμήλιος στολισμός

Με μια γλάστρα βασιλικό
σε μια χάρτινη σακούλα
βάδιζε στη λεωφόρο. 
Πολλά τα αυτοκίνητα και
πεζοδρόμια δεν υπήρχαν.
Κινδύνευε ανά πάσα στιγμή
να παρασυρθεί.
Το μικρό φυτό την
παρηγορούσε. 
Δεν της έφτανε όμως
Έπρεπε να τον βρει. 
Έπρεπε να θυμηθεί
τον αριθμό του και να τον
καλέσει να έρθει να την
μαζέψει. 
Είχαν χαθεί. 

Αυτός είχε μείνει πίσω
θαυμάζοντας στο φυτώριο
δυο γλάστρες με κοράλλια. 
Ο ιδιοκτήτης τα πωλούσε
σε εξωφρενικά μεγάλη τιμή
ακατέβατη όπως διατείνονταν.
Αγόρασε τη μία κι άρχισε
να τη καμαρώνει και να τη
χαζεύει. 
Πάνω εκεί είχαν χαθεί. 
Έπρεπε να αγοράσει τσιγάρα
αυτή κι έφυγε. 
Πού να βρεις περίπτερο
σε μια τεράστια λεωφόρο;
Πήγε μακριά. 

Βάδισε πολύ, φοβήθηκε αρκετά.
Η συνοικία ήταν κακόφημη.
Ζήτησε βοήθεια μα
αδιαφόρησαν όλοι. 
Τουλάχιστον να της πουν τον
αριθμό του. 
Δεν ήξεραν. 
Δεν ήθελαν. 
Δεν την πίστεψαν. 
Στο τέλος εκεί που είχε
απογοητευθεί ένας νεαρός
με έναν παπαγάλο στον ώμο
την βοήθησε. 
Ήταν ο μόνος που γνώριζε
τον αριθμό. 

Βρέθηκαν τελικά έξω από ένα
σουβλατζίδικο από αυτά
του δρόμου τα βρώμικα. 
Το αμάξι ήταν παραφορτωμένο
με γλάστρες. 
Που να βρήκε τόσα χρήματα;
Αναρωτήθηκε. 
Δεν είπε τίποτα. 
Ακούμπησε τον βασιλικό
στα πόδια της. 

Η συνοικία σαν μυτερό μαχαίρι
τους επιτέθηκε. 
Δεν τους άφησε να χαρούν
τις αγορές τους. 
Τους άρπαξε τις γλάστρες 
με βία, παραδόξως δεν τους
πείραξε τον βασιλικό. 
Αύριο στον γάμο τους θα ήταν
το μοναδικό τους στολίδι. 
Ο βασιλικός άλλωστε στα
όνειρα προμηνύει γάμο. 

Ο πειρατής και το ταξίδι

Σε θάλασσες αφιλόξενες
ταξιδεύεις και σε πελάγη
ανοιχτά με τα κύματα μάχαισαι. 
Τα πέλματα σου τα έχει
σκάψει η αλμύρα και τα
χέρια είναι χρόνια που έχουν
ξεχάσει την προσευχή κι
εκείνα τα γράμματα που
στους θάμνους έκρυψες. 

Επιδρομές κάνεις στα νησιά, 
στα λιμάνια και σε κείνες
τις άγονες ξέρες. 
Στα αμπάρια σου πολλά τα
λάφυρα:
Χρυσές λίρες και περιδέραια.
Ατόφιο ασήμι, πετράδια
σπάνια και ράβδοι χρυσού. 
Θα μπορούσες να οικοδομήσεις
δυο πόλεις ολάκερες με τα
καμπαναριά τους, τα χαμόσπιτα,
τα επιβλητικά μέγαρα και τα
μουσεία με τα δακρυσμένα
αγάλματα. 

Δεν το έκανες. 
Δεν το θέλησες. 
Σαν σάπιο κρέας μισούσες
την όποια ιδιοκτησία. 
Σπίτι δικό σου δεν απέκτησες
ποτέ, μόνο τις θαλασσοσπηλιές
πάντα ονειρευόσουν. 

Στην τελευταία μας συνάντηση
εκτός από τα λάφυρα που μου
έφερες, έκοψες και μου 
έδωσες την πειρατική σου
πλεξίδα και την καλύπτρα 
του άδειου ματιού σου.
Ανεξήγητη κίνηση, την
αποδέχτηκα και δεν είπα
τίποτα. 

Θα τα φορέσω και θα ρθω
κοντά σου το ταχύτερο. 
Η είδηση του θανάτου σου
με συνέτριψε. 
Το άγιο σώμα σου να βρω και
στην πόλη που της γύρισες
την πλάτη να το ενταφιάσω
με τιμές πολλές. 

Την πλεξίδα και την καλύπτρα
θα βάλω και θα ρθω. 
Τώρα εξηγώ την κίνηση σου,
παρτίδες είχες με το θάνατο
χρόνια τώρα. 
Ξέρω που σύχναζες κι αν
μπερδευτώ θα ρωτήσω 
τα κορίτσια που κοιμήθηκες.
Μεγαλοπρεπές μνήμα θα σου
στήσω στο ακριβότερο
κοιμητήριο. 
Τόσα λάφυρα τι να τα κανω;
Μαζί θα παραχώσω και τα
θυμητάρια σου, δεν ωφελεί
εδώ να τα κρατήσω. 
Μου έδωσαν το ταξίδι κι αυτό
μου φτάνει μου δήλωσαν το
θάνατο σου κι αυτό με πονεί.