Αγριοφράουλες τα χείλη σου
μικρές συνεσταλμένες που
φύονται στο καστανόχωμα,
σε έναν τόπο με ψηλό
υψόμετρο και βαρύ παρελθόν.
*
Κουπιά τα χέρια σου από μια
αρμάδα πλοίων που έρχεται από
εκστρατεία έχοντας βάψει
μαύρα τα πανιά σαν την ελιά
που στολίζει το μπράτσο σου.
*
Δάσος το στήθος σου ανεξερεύνητο.
Εδώ κανείς δεν φτάνει μόνο ο άνεμος
εισχωρεί και με τραγουδίσματα πολλά
μαέστρος γίνεται των κοτσυφιών.
*
Πλατεία η κοιλιά σου ενός ορεινού
χωριού όπου τα κορίτσια και τα αγόρια
χορεύουν καγκελάρι γύρω από τον
πλάτανο ανήμερα της Παναγίας
και περιπαθή αλλάζουν βλέμματα.
*
Κισσός τα μαλλιά σου που ανεβαίνει
τον κορμό του έλατου κι απορροφά
χυμούς, ρετσίνι και λεβεντιά σταλιά
σταλιά ξέροντας καλά πως με τα χρόνια
θα το πνίξει κι απλώς τώρα
προσωρινή του δίνει χάρη.
*
Κίονες τα πόδια σου ενός κατεστραμμένου
ναού που τα αναθήματα του τα σύλλησαν
πειρατές και πρωτοκαπαιτανέοι
τα χρόνια εκείνα που η σκαπάνη
έβγαζε στο φως πλήθος αγάλματα.
*
Πέρλες τα νύχια σου που τα κοχύλια
σφιχτά στη σάρκα τους κρατούν
κι οι αλιείς τα σέβονται και δεν
τα ανοίγουν μιας και οι αρραβωνιάρες
τους άβγαλτες είναι και δέν ξέρουν
στο λεπίδι των κύματων να χορεύουν.
*
Γεφύρι πέτρινο η μέση σου
με πέντε τόξα, γυναίκες
το διαβαίνουν με μαύρα τσεμπέρια
και χρυσά δακτυλίδια κι η πιο
μικρή από αυτές κάποτε
είχε χτιστεί στα θεμέλια του.