Κυριακή 7 Αυγούστου 2022

Έξοδος

haibun

Τράβηξε τρεις τζούρες από το τσιγάρο και βγήκε από το σπίτι. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα. Ασέληνη νύχτα με μυριάδες αστέρια να τρυπούν τον καμβά της. Το σκυλί της την ακολούθησε για λίγα μέτρα κι έπειτα επέστρεψε στο καθήκον του. Ήταν ο φρουρός της ταπεινής κατοικίας της με τα πολλά βασιλικά και τα ανυπότακτα σκυλάκια. Ακούραστη μια μελισσούλα αντλούσε χυμούς.

Τρίζει η άμμος
το βήμα ανάλαφρο-
τριζόνι σιωπά.

Κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα με ένα ζουζούνισμα στο αυτί. Οι δρόμοι λασπωμένοι μετά το χτεσινό μπουρίνι που χτύπησε το νησί. Στα πόδια της φωσφόριζαν κίτρινες οι γαλότσες της. Απέφευγε τις λακκούβες και βάδιζε ίσα στις φραγκοσυκιές που στις θεόρατες παλάμες τους κρατούσαν τους ώριμους καρπούς τους. Προσεχτικά με τα γάντια της έκοψε κάμποσους.

Λαλούν αηδόνια
γεμάτα τ' αρμυρίκια-
κρίνοι στην άμμο.

Οι ήχοι της νύχτας διάχυτοι. Κάποια επίμονα τζιτζίκια διεκδικούσαν κι άλλο χρόνο απ' το εφήμερο τους διάβα. Οι φίλοι τους, τα τριζόνια, συνόδευαν την ορχήστρα τους. Ένα πεφταστέρι ξεχύθηκε προς τη γη για να τα αγκαλιάσει. Έσμιξε με τις πυγολαμπίδες που είχαν στήσει γλέντι πάνω στον γεμάτο ξερά χόρτα παράδρομο που έβγαζε στον μικρό όρμο.

Σπαθί γλαδιόλας
προτάσσει τα άνθη του-
μαχητές ξυπνούν.

Έφτασε στα βράχια που περικύκλωναν τον όρμο και ξεκίνησε το έργο της. Γούβες αλατιού περιμετρικά κρατούσαν στην αγκαλιά τους το θησαυρό τους. Μάζεψε αρκετό, βρεγμένο ακόμα, και γέμισε την πάνινη σακούλα. Στον κήπο της ανοιγμένοι οι κολοκυθοανθοι την περίμεναν. Θα τους έψηνε στο φούρνο με μυρωδικά και θα τους νοστίμιζε με τους κρυστάλλους του αλατιού.

Βοά το κύμα
σμιλεύεται ο βράχος-
βροχή θερινή.