Αγαπώ την νύκτα όπως
ο σακάτης αγαπά το
ξύλινο του πόδι που
στην ακροποταμιά το
αφήνει και πέφτει στα
κρουστά νερά και μες στη
δίνη τους αντιστέκεται.
Ειδικά όταν έχει κατεβασιά
μεγάλη δεν είναι
ανυπεράσπιστος πάντα
μια καλαμιά θα τον σώσει
ή ένα βατράχι
θα του συμπαρασταθεί.
Αγαπώ το σκοτάδι όπως
μια γυναίκα αγαπά το
στενό βελούδινο της ρούχο
που το βάζει τα βράδια
για να βγει στα κλαμπ
της πόλης με την μοναξιά
να αναμετρηθεί.
Ακριβό ρούχο με μια σειρά
από παγιέτες στο τελείωμα.
Πίνει το ποτό της και μια
κόπιτσα πάντα θα την στενεύει.
Συνηθίζει στο τρίτο ποτό
να σταματά και ζαλισμένη
να μετρά τους εραστές της.
Αγαπώ τα αστέρια όπως
το μικρό παιδί αγαπά το
ξύλινο του άλογο και το
ιππεύει. Χιλιόμετρα κάνει
με την φαντασία του και
σε χώρες άγνωστες πάει
με χαμογελαστό πρόσωπο
και με τις αντένες του
προσαρμοσμένες στην αγάπη.
Καθηλωμένο στο ίδιο σημείο
ταξιδεύει και δυνατά
τραγουδά κι η μάνα του
το χειροκροτά ενθουσιασμένη.
Αγαπώ τη σελήνη όπως
ο δρομέας αγαπά τα βήματα
του. Στιγμή δεν ξαποσταίνει
κι ο τερματισμός μακριά πολύ
βρίσκεται. Ιδρώνει, οι γάμπες
του μια σφιχτή μπάλα
γίνονται και το στήθος του
αρπακτικό πουλί που
πετάει με κόντρα άνεμο.
Ξεχωρίζει από τους
υπόλοιπους δρομείς τόσο
στην ταχύτητα όσο και στην
τόλμη. Πίσω τους αφήνει
κι απρόσκοπτα προχωρά.
Το πέλμα του ακούραστη
μηχανή που ποτέ δεν σταματά.
Φτάνει στο τέρμα και
πάλι ξεκινά την αέναη
πορεία του προς τα μπρος.