Έπιασα την συχνότητα της ψυχής σου απόψε
Χωρίς να με αντιληφθείς
Λιποτακτούσες σε λιβάδια στρωμένα
Με ασφόδελους και λιλά νυχτολούλουδα
Ένα γεράκι με βλέμμα ευθύβολο
Ακροπατούσε στις αργιλώδεις εκτάσεις
Της πευκόφυτης ρεματιάς
Συντροφιά μόνη
Στης μοίρας το σβηστό καντήλι
Ένας Θεός φτερωτός
Τρεμόπαιζε το ασύμμετρο φως
Της πυγολαμπίδας στο πρόσωπο σου
Σχηματίζοντας στο πεντάγραμμο των ρυτίδων σου
Το νυκτερινό πρελούδιο
Της ανίκητης Άνοιξης
Ηχοκύματα διαπερνούσαν
Τις παρειές του προσώπου σου
Σιγοτραγουδούσες
Μικρές μπαλάντες στα διάκενα της σιωπής
Χανόσουν στα άσπρα σκαλοπάτια χωρίς πυρσούς
Σαν κωπηλάτης που έχασε τη ρότα και τους φάρους έσβησε
Καρτερούσες μονάχα την πειρατική φρεγάτα να 'ρθει
Από ταξίδι στα βάθη της νύχτας
Χρυσάφι κι πετράδια κοσμούσαν την εικόνα σου
Προορισμένος στα θαύματα καθώς ήσουν
Τύλιγες εγκάρσια τις πληγές των αγγέλων
Ανασήκωνες το καπάκι του κλειστού πηγαδιού
Κι εκθαμβος έλυνες στη στιγμή τα αινίγματα όλα
Απορούσες
Σαν το παιδί που αντικρίζει την ήβη του ήλιου
Κλεισμένη στις χούφτες του
Φοβόσουν... φόβο και πάθος άδηλο
Ένα χειροφίλημα ξάφνου σε συνέφερνε
Από κορίτσια που ασβέστωναν
Τον περίγυρο των μνημάτων παραμονές του κλήδονα
Από αγόρια που έστριβαν μακριά τσιγάρα
Φρουρώντας τα μαρμάρινα αγάλματα της πόλης
Έπιασα την συχνότητα των δακτύλων σου απόψε
Χωρίς να με αντιληφθείς
Χτυπούσες αθόρυβα τα πλήκτρα και ξεπηδούσε το ποίημα
Γραφή διττή με πολλές αγκύλες κι αποσιωπητικά
Σ' έχανα έτσι διαιρεμένο κι απροσδιόριστο
Πληθώρα τα ερωτηματικά στις πτυχές της κουρτίνας
Πολλές οι βαθυχάρακτες γραμμές στο παλιό μου κομπολόι
Το ήξερα χωρίς να μου το πεις
Οπλισμένος χαράματα πως θα γυρίσεις
Με την σκληρότητα του κεραυνού στο χέρι
Να χαράξεις βαθιά την ψυχρή επιφάνεια του καθρέφτη της εισόδου
Εκεί να σε βλέπω
Εκεί να σε ψηλαφίζω
Εκεί να σε κρατώ
Την παγωνιά των πορφυρών φιλιών να αποζητώ
Από κάτοπτρα τεμαχισμένα σαν του προσώπου σου τις κυρτές γωνίες