Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Η δυαδική θεά

Απ' όταν έφυγες έμειναν τα παντζούρια
κλειστά καλέ μου.
Με μπερδεύει ο μηχανισμός τους και δεν
μπορώ να τα ανοίξω.
Τα χέρια μου αδύναμα, το μυαλό μου
διασκορπισμένο σε μύριες σκέψεις,
η ψυχή μου σκόνη νυχτοπεταλούδας
με σκοτεινή μορφή, έχουν εντός μου
φορέσει το ατημέλητο σκουτί της νύχτας.

Δες κιτρίνισε το πρόσωπο μου, έφυγε από
τις παρειές μου το ροδόχρωμο τριαντάφυλλο
που τόσο λάτρευες, στα πέλματα μου τα
σανδάλια σκίστηκαν.
Αδυνατώ να περπατήσω, έξω για να βγω
και στο καμάκι του ήλιου να αφεθώ σαν
πουλί στις μελωδίες της αυγής.
Εγώ η πολιορκημένη κάποτε από το φως
του έρωτα ψυχρή έγινα τώρα ζωγραφιά.
Έρχονται οι θεραπαινίδες να με δουν
κι άπραγες φεύγουν, τις πληρώνω
εντούτοις ακριβά.
Τελειώνει το κομπόδεμα μου και πώς θα
διανύσω τα χιλιόμετρα της ζωής;

Μένω να κοιτάζω τις φωτογραφίες σου
και απ' το άχραντο χαμόγελο σου να
μεταλαμβάνω κρασί και φιλί σάρκινο.
Το σπίτι υγρός τάφος, ρομφαία του επέκεινα,
καταπίνει όνειρα, αρχαίες συνθήκες, ανάγκες
διαφυγής απ' το όλβιο παρόν.
Στα ταβάνια καθιδρύει η μούχλα βασίλεια,
στα κάδρα οι αράχνες έχουν εξαφανίσει
τα λατρευτά τοπία που κάποτε με πήγες,
στα έπιπλα σκοτεινές κατοικούν φωνές,
τις ακούω, γδέρνεται η ψυχή μου, φοβάμαι.
Πουθενά η φωνή σου, μόνο άναρθρα λόγια
δίπολα καλέσματα κι εκκωφαντικά συνθήματα
μιας πορείας ανώφελης προς τον ελαιώνα των παθών.

Έλα να μπεις στο σπίτι όπως παλιά.
Θέλω να υψώσω το κορμί μου ως στις δικές
σου διαστάσεις.
Χαμήλωσα απ' όταν έφυγες, η ύπτια στάση
με κούρασε, το μισοσκόταδο με συρρικνώνει.
Ξέρω πως μια πλειάδα από άστρα έχεις
στην τσέπη καθώς και δεκάδες δέσμες
από ηλίανθους του Βαν Γκονγκ, στολίδια
πανάκριβα, των δικών σου αγρών καλλιέργειες.
Φωνάζω, άκουσε με, οι φίλοι με εγκατέλειψαν,
μόνα μου όντα τα ερπετά.
Πριονίζω τις πόρτες μήπως και βρω μια
χαραμάδα φωτός δικού σου.
Αδίκως όμως κουράζομαι, ισχνή πεταλούδα
επαμφοτερίζουσα χωρίς κήπο γίνομαι.
Έλα να αποτινάξεις το σκοτάδι, το ξέρω
πως έχεις μαζί σου την αρμαθιά των κλειδιών
που έχασα όταν σε αποχαιρετούσα έναν
σκληρό Απρίλη βουβή με το μαντήλι στο
λαιμό δεμένο όπως ικρίωμα μεσαιωνικό.