Στέκονταν στον λιμενοβραχίονα
αναποφάσιστος και μόνος.
Φορούσε ψάθινο πλατύγυρο
καπέλο, ψαράδικο παντελόνι
και μπλούζα ριγωτή στα
χρώματα της θάλασσας.
Είχε περάσει μία ώρα από
τότε που αποχαιρέτησε την
αγαπημένη του.
Θα πήγαινε να εργαστεί σαν
σερβιτόρα στο πολύβουο
λιμάνι της πρωτεύουσας.
Στα ρούχα του ακόμα το
άρωμα της.
Στο βρεγμένο μαντήλι του
το ζεστό της φιλί.
Στα μαλλιά του τα δάκτυλα της.
Σαν να μην σάλπαρε ποτέ.
Σαν να έστεκε σαν κίονας
ιωνικός στο ναό που ο έρωτας
τους είχε στήσει στο νησιωτικό
λιμανάκι που την είχε αγαπήσει.
Δεν κίναγε να φύγει.
Μαγνήτης η στεριά
τον ακινητοποιούσε στη θέση
που της είπε το αντίο.
Τον πλεύρισε μια ομάδα γλάρων
με κρωγμούς πολλούς κι
άτσαλα βήματα πάνω στα
πλακάκια.
Σχεδόν δεν τους είδε, το
βλέμμα του είχε χαθεί στον
ορίζοντα που την είχε πάρει
μακριά του.
Ένας λιμενεργάτης του ζήτησε
φωτιά, τον κοίταξε αδιάφορα.
Ποτέ δεν κάπνισε.
Θέλησε να του πιάσει κουβέντα
μα αυτός την φαντασιωνόταν
κοντά του, τρίτος δεν χωρούσε
εκεί.
Τα μεγάφωνα τον έφεραν πίσω
στην πραγματικότητα.
Το πλοίο είχε προσκρούσει
σε ξέρα κι είχε βυθιστεί
αύτανδρο.
Η αγάπη δεν απαντούσε στα
τηλεφωνήματα.
Οι γλάροι είχαν φύγει.
Ο λιμενεργάτης είχε πιάσει
βάρδια.
Το φιλί, το χάδι και το άρωμα
της ήταν εκεί.
Έτρεξε στο ναό του έρωτα τους.
Τα κεριά είχαν λυγίσει
από την ζέστη, οι τοίχοι είχαν
μαυρίσει κι εκείνος ο κίονας
που της έμοιαζε είχε
καταρρεύσει.
Έκλαψε πόνο μεγάλο και
βούτηξε στα βρώμικα νερά του
λιμανιού.
Ένα πλατύγυρο καπέλο επέπλεε
δίπλα στη βάρκα "ελπίς" ενώ
από μακριά ακουγόταν σαν
θρήνος η μηχανή ενός
ρυμουλκού.