Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025

Δεκαεφτά συλλαβές

Έλα κοιμήσου 
στο θλιβερό μου στρώμα 
κι άσε να βρέχει.

Σιγανή βροχή 
τα χρυσάνθεμα τρέμουν 
γέρνουν στο χώμα. 

Ζεύγος κοτσυφιών 
τα πρωινά τραγούδια 
σύλληψη Θεού. 

Ήρεμη νύχτα 
κεντίδια του ουρανού 
τα πεφταστέρια.

Καύτρα τσιγάρου 
στην απέραντη νύχτα 
μοναδικό φως. 

Άκου τους ύμνους 
που φέρνει ο αέρας
απ' τους ουρανούς. 

Γιορτή αγγέλων 
τρέμουν λευκές φτερούγες 
στη πίστα της γης.

Κλείσε τα μάτια 
το φως να διατρέξει 
όλο το σώμα. 

Σκούπα μάγισσας 
ανέβα ξεκινάμε 
πτήση μαγική. 

Σκιαχτερή μάσκα 
φόρεσες και φοβάμαι 
κλάματα μπήγω. 

Μικρό αηδόνι 
ζέστη φωλίτσα βρήκε
σε χούφτα παιδιού. 

Παίζει το τσέλο 
χορεύει η τσιγγάνα 
δίπλα στη φωτιά. 

Ανοιχτή πρόσκληση

Έκλεισε τη μπαλκονόπορτα 
και στένεψε ο χώρος. 
Στένεψε το σαλόνι με τα έπιπλα,
οι κρεβατοκαμαρές με τα μπρούτζινα 
κρεβάτια, η βιβλιοθήκη με τα
σκονισμένα βιβλία και το κουζινάκι 
που έψηνε τον καφέ 
Στένεψαν όλα απελπιστικά,
μα πιο πολύ στένεψαν οι τοίχοι 
με τις θλιβερές κορνίζες. 
Δεν χωρούσαν άλλο, πήραν λοιπόν 
και σωριάστηκαν όλες στο δάπεδο. 
Σκοτεινά τα τοπία τους.
Ούτε μια υποψία φωτός στα σχέδια τους.
Τότε στένεψε και σκοτείνιασε κι άλλο 
ο χώρος. 
Πνίγονταν. 
Έπρεπε σαφώς να βρει μια λύση 
Πήρε το χρησιμοποιημένο πινέλο 
με την κίτρινη μπογιά και ζωγράφισε 
ήλιους, πολλούς ήλιους, έναν σε καθένα 
ένα από τους πίνακες. 
Και τότε άνοιξε ξάφνου ο χώρος, φωτίστηκε.
Το σπίτι πήρε τις αρχικές του διαστάσεις. 
Ανέπνευσε βαθιά και κρέμασε τα κάδρα 
στους τοίχους. 
Έξω είχε πλέον νυχτώσει μα εδώ ήταν 
όλα φωτεινά 
Το φαινόμενο αυτό κράτησε για τριάντα
μερόνυχτα όσα και τα κάδρα στους τοίχους. 
Αν δεις ένα σπίτι ολοφώτιστο μέρα νύχτα 
είναι το δικό μου.
Έλα δίχως άλλο τα σκούρα σου μάτια 
χρειάζονται κάμποσο ακόμα φως
για να βλέπουν τα θαύματα.